Ισχυρή ανοδική πορεία εκτιμάται ότι θα σημειώσει την επόμενη τριετία (2024-2026) ο κύκλος εργασιών του κλάδου των κατασκευών που επωφελείται από την χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης, τους πόρους του ΕΣΠΑ και τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Ωστόσο η μεγάλη πρόκληση του πλήθους των διαθέσιμων πόρων, αυξάνει και την ανάγκη πρόσθετου τραπεζικού δανεισμού καθώς υπολογίζεται ότι μέχρι το 2026 θα απαιτήσει για τις τεχνικές εταιρείες δαπάνες από 972 εκατ. έως 1,7 δισ. χωρίς προφανώς να υπολογίζεται στα μεγέθη αυτά το κόστος των μεγάλων έργων παραχώρησης (Αττική Οδός, Εγνατία κ.α).
Με βάση την μελέτη του ΙΟΒΕ για την πορεία και τις προοπτικές του κλάδου που παρουσιάστηκε χθες και εκπονήθηκε για λογαριασμό του ΤΜΕΔΕ (Ταμείο Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Έργων), ο ετήσιος κύκλος εργασιών των κατασκευαστικών εταιρειών θα υπέρ-διπλασιαστεί σε σύγκριση με το επίπεδα του 2020. Αυτό σημαίνει ότι θα ξεπεράσει τα 18 δισ. ευρώ το 2025 από 10,3 δισ. ευρώ το 2022).
Ώθηση στην μεγάλη αυτή ανάπτυξη θα δώσουν πρωτίστως οι επενδύσεις σε υποδομές και κατασκευαστικά έργα πλην κατοικιών, αλλά και η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα, η οποία προβλέπεται να ενισχυθεί κατά 56% συγκριτικά με το 2022.
Σύμφωνα με τον υπεύθυνο κλαδικών μελετών του ΙΟΒΕ κ. Γιώργο Μανιάτη, το καύσιμο στην άνθηση των κατασκευών αποτελούν οι πόροι του RRF. Για την τριετία 2024-2026, οι επιχορηγήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης θα ανέλθουν σε 9,9 δισ. και θα κινητοποιήσουν πόρους ύψους 12,8 δις. Μαζί με τα δάνεια που χορηγεί το RRF υπολογίζεται ότι οι κατασκευές θα απορροφήσουν για την περίοδο 2022-2026 συνολικά 23,9 δις.
Πέρσι ο συνολικός κύκλος εργασιών των κατασκευών έφτασε τα 12,3 δις. και ήταν κατά 84% υψηλότερος από το 2017. Σημαντικά ενισχυμένη εμφανίζεται η κατασκευή δημοσίων έργων την τελευταία διετία με αύξηση τόσο στο πλήθος των δημοπρασιών όσο και στο συνολικό προϋπολογισμό αλλά και στην αποκλιμάκωση του επιπέδου των εκπτώσεων.
Σύμφωνα με στοιχεία του Πανελλήνιου Συνδέσμου Τεχνικών Εταιριών (ΣΑΤΕ), την τριετία 2018-2020 δημοπρατούνταν κατά μέσο όρο 699 έργα ετησίως, με προϋπολογισμό άνω του 1 εκατ. ευρώ. Από το 2020 και έπειτα το πλήθος των δημοπρατήσεων αυξήθηκε σημαντικά και το 2023 ανήλθε στα 1.218 έργα. Επιπλέον ενισχύθηκε ο συνολικός προϋπολογισμός των έργων που δημοπρατήθηκαν τη διετία 2021/2022 και το 2023 ανήλθε σε 6,9 δισ. ευρώ, επίπεδο υπέρ-διπλάσιο σε σύγκριση με το μέσο επίπεδο της περιόδου 2018-2020 (2,9 δισ. ευρώ).
Η τάση αυτή, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ υποδηλώνει ότι τα επόμενα χρόνια αναμένεται αξιοσημείωτη ενίσχυση της κατασκευαστικής δραστηριότητας έργων υποδομών.
Η πορεία των εκπτώσεων
Η φτωχή συγκομιδή έργων τη δεκαετία του 2010 είχε οδηγήσει στην επικράτηση οξύτατου ανταγωνισμού στις δημοπρατήσεις έργων, επισημαίνει η μελέτη και σε σημαντική αύξηση του ποσοστού των εκπτώσεων. Έτσι το 2018, το μέσο ποσοστό έκπτωσης του τελικού αναδόχου του έργου προσέγγισε ή ξεπέρασε το 57% σε σχέση με τον αρχικό προϋπολογισμό, όταν για παράδειγμα το 2012 το μέσο ποσοστό έκπτωσης ήταν 37%.
Το ποσοστό έκπτωσης υποχώρησε στο 45% σταδιακά την επόμενη περίοδο 2019-2021 αλλά σημειώθηκε ραγδαία υποχώρηση το 2022 και το 2023, όταν ανήλθε σε 30,1% και 22,6% αντίστοιχα εξαιτίας της σημαντικής αύξησης του κόστους κατασκευής, αλλά και της αύξησης του πλήθους των δημοπρατούμενων έργων.
Νέα δάνεια
Η χρηματοδότηση του κλάδου των κατασκευών σημείωσε επίσης σημαντική μεταβολή τα έτη 2020 και 2021, καθώς τα νέα δάνεια ανήλθαν σε 273 και 289 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Μεγάλη αύξηση σημειώθηκε το 2022, όταν τα δάνεια ανήλθαν σε 602 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, το 2023, παρά την περαιτέρω άνοδο της κατασκευαστικής δραστηριότητας, η χρηματοδότηση των Κατασκευών υποχώρησε στα 280 εκατ. ευρώ.
Κατά το ΙΟΒΕ, η σημαντική άνοδος του κόστους δανεισμού το 2023 ήταν ένας από τους παράγοντες που ενδεχομένως επηρέασαν τις ροές χρηματοδότησης. Την περίοδο 2020-2023, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου έλαβαν κατά μέσο όρο το 72% των νέων δανείων και οι μεγάλες το υπόλοιπο 28%.
Χρηματοδοτικό κενό
Αξιοσημείωτη παράμετρος για τον κλάδο είναι η σημαντική μείωση των υπολοίπων δανείων και οι σχετικά περιορισμένες ροές νέων δανείων προς τον τομέα των κατασκευών τα τελευταία χρόνια. Η αδυναμία πρόσβασης σε δανειακά κεφάλαια δημιουργεί ένα χρηματοδοτικό κενό, το μέγεθος του οποίου προκύπτει από τη διάσταση που υπάρχει μεταξύ προσφοράς και ζήτησης κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις.
Στην έρευνα SAFE της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία διενεργείται δύο φορές κάθε έτος, το χρηματοδοτικό κενό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ της μεταβολής των
χρηματοδοτικών αναγκών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μείον τη μεταβολή της διαθεσιμότητας τραπεζικού δανεισμού. Θετική τιμή του δείκτη υποδηλώνει αύξηση του χρηματοδοτικού κενού. Με βάση τα στοιχεία της συγκεκριμένης έρευνας, το χρηματοδοτικό κενό των ΜμΕ στην Ελλάδα (επομένως και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των Κατασκευών) είναι γενικά μεγαλύτερο συγκριτικά με τον μέσο όρο στην ΕΕ, διογκώθηκε στα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης και αποκλιμακώθηκε σταδιακά μέχρι το 2019.
Όμως από το 2020 με την υγειονομική κρίση και τις άλλες διαταραχές στην οικονομία (π.χ. υψηλό ενεργειακό κόστος) το χρηματοδοτικό κενό των ΜμΕ στην Ελλάδα διευρύνθηκε εκ νέου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και το πρώτο εξάμηνο του 2023 το χρηματοδοτικό κενό των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων αυξήθηκε, ξεπερνώντας για πρώτη φορά τις τιμές της Ελλάδας.
Κόστος δανεισμού
Ένας σημαντικός παράγοντας που επίσης συνδέεται με τις δυσκολίες στη χρηματοδότηση του εγχώριου τομέα των Κατασκευών είναι το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων, το οποίο στην Ελλάδα είναι συστηματικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, ενώ την πιο πρόσφατη περίοδο αυξήθηκε κατακόρυφα από 2,72% τον Οκτώβριο του 2022 σε 6,16% τον Νοέμβριο του 2023.
Η διαφορά του κόστους δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης διευρύνθηκε σημαντικά από τις αρχές του 2010, κορυφώθηκε τον Ιούνιο του 2012, ενώ, παρά τη σχετική βελτίωση από τότε, το μέσο κόστος δανεισμού στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο στην Ευρωζώνη, αντανακλώντας τους πρόσθετους κινδύνους και τη σχετική στενότητα πιστώσεων της ελληνικής οικονομίας (6,16% έναντι 5,23% αντιστοίχως τον Νοέμβριο του 2023).
Όπως τονίζεται, το υψηλό κόστος δανεισμού υποβαθμίζει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων του κλάδου, οι οποίες καλούνται να κατευθύνουν περισσότερους πόρους για την κάλυψη των λειτουργικών και επενδυτικών δαπανών τους.
Εγγυητικές
Οι εκδόσεις εγγυητικών επιστολών συνεκτιμώνται στον συνολικό δανεισμό των κατασκευαστικών επιχειρήσεων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία επιβάλλουν και όρια χρηματοδότησης ανά κλάδο και επιχείρηση, στο πλαίσιο της διαχείρισης των κινδύνων τους και των προβλέψεων του κανονιστικού πλαισίου.
Με την προοπτική περαιτέρω αύξησης των κατασκευαστικών έργων τα επόμενα χρόνια και εφόσον δεν προσαρμοστούν τα όρια χρηματοδότησης από τα ιδρύματα έκδοσης εγγυητικών επιστολών, αυτό το ποσό δεν θα μπορεί να καλυφθεί στο σύνολό του, δημιουργώντας προβλήματα τόσο στη συμμετοχή σε διαγωνισμούς, ιδίως για τις μικρότερες επιχειρήσεις, όσο και στην ομαλή εκτέλεση των έργων.
Συναφές είναι το ζήτημα του χρόνου ισχύος των εγγυητικών επιστολών καλής εκτέλεσης, οι οποίες μπορεί να συσσωρεύονται παρά την ολοκλήρωση των έργων. Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει με την οριστική παραλαβή ενός έργου η εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης να επιστρέφεται αυτοδικαίως.
Καθυστερήσεις σε πληρωμές
Τις ανάγκες αναζήτησης πρόσθετης χρηματοδότησης και ρευστότητας των κατασκευαστικών εταιρειών επιτείνουν οι καθυστερήσεις πληρωμών προς τις κατασκευαστικές επιχειρήσεις, περιλαμβανομένου του τομέα των δημοσίων έργων. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι εξαιτίας αυτών των καθυστερήσεων το ποσοστό των έγκαιρων πληρωμών στον κλάδο είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη, καθώς μόνο μία στις τέσσερις πληρωμές πραγματοποιείται εμπρόθεσμα.
Η μελέτη υποστηρίζει ότι απαιτείται η λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση των καθυστερήσεων πληρωμών. Οι δυσκολίες στη χρηματοδότηση και το χρηματοδοτικό κενό μπορεί να αμβλυνθούν με τη χρήση διάφορων χρηματοδοτικών εργαλείων (π.χ. εγγυητικά κεφάλαια, επιδότηση επιτοκίου, κ.ά.), ώστε αντίστοιχα να υλοποιηθούν απρόσκοπτα οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις σε κατασκευαστικά έργα τα επόμενα χρόνια.