Σε διάστημα τεσσάρων ημερών, η Γαλλία και η Βρετανία διέψευσαν τη θεωρία ότι η πολιτική της Ευρώπης μετατοπίζεται αποφασιστικά προς την αντιμεταναστευτική δεξιά.

Αντίθετα, τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών επιβεβαιώνουν ότι η μεγαλύτερη τάση είναι ο κατακερματισμός. Οι διαιρέσεις πολλαπλασιάζονται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, καθιστώντας δυσκολότερο για τους ηγέτες να διεκδικήσουν μια ξεκάθαρη εντολή – ή, σε πολλές χώρες, να συγκεντρώσουν μια συνεκτική κυβερνητική πλειοψηφία. Η κατακερματισμένη νέα Εθνοσυνέλευση της Γαλλίας θα καταστήσει τον σχηματισμό κυβέρνησης δυσκολότερο από κάθε άλλη φορά μετά τη δημιουργία της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας το 1958.

Οποιαδήποτε πολυκομματική κυβέρνηση είναι πιθανό να έχει λίγα πράγματα που θα τη συγκρατούν, εκτός από την κοινή αντιπολίτευση προς τον ακροδεξιό Εθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λεπέν, ο οποίος σημείωσε χειρότερες επιδόσεις από ό,τι αναμενόταν στις εκλογές της Κυριακής (7/7). Ωστόσο, μια δυσλειτουργική κυβέρνηση θα μπορούσε να ωφελήσει τη Λεπέν στην προσπάθειά της να κερδίσει τη γαλλική προεδρία σε τρία χρόνια.

«Το εκλογικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου καλύπτει τις ρωγμές» σημειώνει η Wall Street Journal, καθώς την περασμένη Πέμπτη (4/7) οι Εργατικοί κέρδισαν σχεδόν τα δύο τρίτα των εδρών στη Βουλή των Κοινοτήτων με περίπου το ένα τρίτο των ψήφων. Τα επί μακρόν κυρίαρχα κόμματα της Βρετανίας, οι Εργατικοί και οι Συντηρητικοί, κέρδισαν λίγο πάνω από το 57% των ψήφων, το χαμηλότερο συνδυασμένο ποσοστό τους εδώ και πάνω από έναν αιώνα.

Πολλοί ψηφοφόροι προτίμησαν τα μικρά κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των κεντρώων, των οικολόγων και της λαϊκιστικής δεξιάς. Η συμμετοχή στις κάλπες ήταν επίσης η δεύτερη χαμηλότερη εδώ και έναν αιώνα. Καθώς η αφοσίωση των ψηφοφόρων στα παραδοσιακά κόμματα μειώνεται, τα αποτελέσματα γίνονται πιο ευμετάβλητα από εκλογική αναμέτρηση σε εκλογική αναμέτρηση. Η υποστήριξη για τα καθιερωμένα κόμματα της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς μειώνεται, καθώς οι ψηφοφόροι στρέφονται προς τους νεοφώτιστους. Τα νέα κινήματα μπορούν να ανέβουν γρήγορα αλλά και να εξασθενήσουν γρήγορα, όπως ανακάλυψαν οι φιλοεπιχειρηματίες κεντρώοι του Γάλλου προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν.

Η υπομονή με τις νέες κυβερνήσεις είναι σύντομη. Το να είσαι επικεφαλής μπορεί να αποτελέσει βάρος σε μια εποχή διάχυτης απογοήτευσης από την πολιτική: «Η δημοκρατία βρίσκεται σε κρίση» δήλωσε ο Ματέο Ρέντσι, πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας. «Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι όταν ψηφίζεις, τα πράγματα δεν αλλάζουν πάντα» πρόσθεσε.

Το εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ έχει διατηρήσει την κυριαρχία δύο κομμάτων, αποφεύγοντας τον κατακερματισμό των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών της Ευρώπης. Αντ’ αυτού, πολλές από τις ίδιες διαιρέσεις διαδραματίζονται στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού και του Δημοκρατικού κόμματος, συμπεριλαμβανομένης της διαμάχης μεταξύ κατεστημένων και αντικαθεστωτικών παρατάξεων.

Σχεδόν ίδια εικόνα και στις ΗΠΑ

Οι Αμερικανοί ψηφοφόροι δεν είναι περισσότερο χαρούμενοι από τους Ευρωπαίους για τις πολιτικές επιλογές που τους προσφέρονται. Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Τζο Μπάιντεν είναι το λιγότερο δημοφιλές ζευγάρι υποψηφίων για τον Λευκό Οίκο εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, σύμφωνα με έρευνα του Pew Research Center που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο.

Μεγάλο μέρος της Ευρώπης αγωνίζεται με χρόνια χαμηλή οικονομική ανάπτυξη και τεταμένα δημόσια οικονομικά, αφήνοντας στις κυβερνήσεις ελάχιστα περιθώρια ελιγμών. Το βιοτικό επίπεδο πολλών Ευρωπαίων έχει δεχτεί πλήγμα από τον πληθωρισμό και την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας που ακολούθησε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η μετανάστευση, οι περιβαλλοντικές πολιτικές, οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος, οι χαμηλοί μισθοί και οι υπερφορτωμένες υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης είναι μεταξύ των πηγών δυσαρέσκειας για τις επιδόσεις του πολιτικού συστήματος. Ο πολιτικός κατακερματισμός καθιστά χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ισπανία και η Ολλανδία λιγότερο κυβερνήσιμες, ενώ οι γεωπολιτικές πιέσεις στην Ευρώπη αυξάνονται.

Ο ρωσικός επεκτατισμός αμφισβητεί τη διεθνή τάξη της Ευρώπης μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Οι κινεζικές βιομηχανίες απειλούν να κατακλύσουν βασικούς ευρωπαϊκούς μεταποιητικούς τομείς. Η πιθανή επιστροφή του Τραμπ ως Αμερικανού προέδρου θα μπορούσε να ανατρέψει τις «ρυθμίσεις ασφαλείας» της Ευρώπης καθώς και το εμπόριο με τις ΗΠΑ. Στις περισσότερες από τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ, ολοένα και περισσότεροι ψηφοφόροι δηλώνουν δυσαρεστημένοι με τη δημοκρατία παρά ικανοποιημένοι, σύμφωνα με έρευνα του ομίλου δημοσκοπήσεων Ipsos που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο. Μεταξύ των χωρών που συμμετείχαν στην έρευνα, μόνο οι Σουηδοί δήλωσαν ευχαριστημένοι με τις επιδόσεις της δημοκρατίας τους.

«Οι άνθρωποι έχουν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι τα πολιτικά τους συστήματα δεν αποδίδουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι ξέρουν τι θέλουν», δήλωσε ο Ivan Krastev, επικεφαλής του Κέντρου Φιλελεύθερων Στρατηγικών στη Σόφια της Βουλγαρίας. «Οι ψηφοφόροι αισθάνονται χαμένοι σε έναν λαβύρινθο, οπότε τρέχουν προς διάφορες κατευθύνσεις, ελπίζοντας ότι η έξοδος είναι εκεί», δήλωσε ο Krastev. Συχνά ακολουθεί ραγδαία απογοήτευση και οι επόμενες εκλογές μπορεί να φέρουν μεγάλες διακυμάνσεις. «Ο πολιτικός κύκλος μικραίνει», είπε.

Οι Βρετανοί ψηφοφόροι στράφηκαν με συντριπτική πλειοψηφία κατά των εν ενεργεία Συντηρητικών, αλλά η νίκη των Εργατικών δεν συνοδεύτηκε από κάποια μεγάλη έκρηξη ελπίδας ή αισιοδοξίας. Πολλοί παρατηρητές λένε ότι η έλλειψη οικονομικής ανάπτυξης ή δημοσιονομικής ευχέρειας του Ηνωμένου Βασιλείου θα μπορούσε γρήγορα να οδηγήσει σε απογοήτευση από τον νέο πρωθυπουργό, Κιρ Στάρμερ.

«Κανείς δεν πιστεύει πραγματικά ότι κάποιος μπορεί να διορθώσει οτιδήποτε», δήλωσε ο Anand Menon, διευθυντής του thonk tank «UK in a Changing Europe» με έδρα το Λονδίνο. «Αυτό δεν είναι ασυνήθιστο για τις δυτικές χώρες τον τελευταίο καιρό. Αυτό που έχουν κοινό οι πρόσφατες εκλογές είναι μια διάθεση αντιπολιτικής», είπε. Η  Γερμανία δείχνει πόσο δύσκολη μπορεί να είναι η διακυβέρνηση όταν οι ψηφοφόροι είναι διχασμένοι μεταξύ καθιερωμένων και νεόκοπων, μετριοπαθών και ριζοσπαστικών κομμάτων. Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς ηγείται ενός εύθραυστου συνασπισμού κεντροαριστερών Σοσιαλδημοκρατών, φιλοεπιχειρηματιών Ελεύθερων Δημοκρατών και Πρασίνων, οι αντιφάσεις του οποίου τον έχουν βυθίσει σε μια συνεχή μάχη για τις προτεραιότητες.

Το αποτέλεσμα είναι ότι η σημαντικότερη κυβέρνηση της Ευρώπης δυσκολεύεται ακόμη και στα βασικά καθήκοντά της, όπως η έγκριση ενός προϋπολογισμού, πόσο μάλλον να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες διεθνείς προσδοκίες ότι η Γερμανία θα πρέπει να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Τα ποσοστά δημοτικότητας της κυβέρνησης Σολτς έχουν καταρρεύσει.

Οι Σοσιαλδημοκράτες κέρδισαν μόνο το 14% των ψήφων στις ευρωεκλογές του Ιουνίου, το χειρότερο αποτέλεσμά τους σε εθνικές εκλογές από τον 19ο αιώνα. Εν τω μεταξύ, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), έχει καθιερωθεί ως μέρος του πολιτικού τοπίου της χώρας. Τα καθιερωμένα κεντροδεξιά κόμματα αγωνίζονται να βρουν μια στρατηγική που να ανακόπτει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη των ακροδεξιών αντιπάλων.

Οι Συντηρητικοί του Ηνωμένου Βασιλείου διαπίστωσαν ότι ακόμη και η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση και η καταστολή των αιτούντων άσυλο δεν σταμάτησαν τη λαϊκιστική πρόκληση του Νάιτζελ Φάρατζ, ενός μακροχρόνιου υπέρμαχου του Brexit και υποστηρικτή του Τραμπ, του οποίου το κόμμα «Reform UK» κέρδισε το 14% των ψήφων την περασμένη εβδομάδα, διχάζοντας τη βρετανική δεξιά.

Τα αποτελέσματα της Γαλλίας την Κυριακή δείχνουν ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι εξακολουθούν να θεωρούν τον ακροδεξιό Εθνικό Συναγερμό επικίνδυνο, μεταξύ άλλων για τη στάση του απέναντι στις μουσουλμανικές μειονότητες και την ΕΕ. Πολλοί άνθρωποι ψήφισαν με τακτικισμό κόμματα που κυμαίνονται από το κέντρο έως την άκρα αριστερά για να εμποδίσουν τον Εθνικό Συναγερμό να κερδίσει την εξουσία.

Ο Ρέντσι, ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, δήλωσε ότι η Γαλλία ίσως πρέπει τώρα να βρει ένα ισοδύναμο του Μάριο Ντράγκι, του πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος ηγήθηκε της ανομοιογενούς πολυκομματικής κυβέρνησης της Ιταλίας μετά την πανδημία. Ωστόσο, δεν υπάρχει προφανής υποψήφιος στη Γαλλία που να χαίρει παρόμοιας εκτίμησης. Όταν ο συνασπισμός του Ντράγκι κατέρρευσε, η εκλογική νίκη το 2022 πήγε στην αντιμεταναστευτική δεξιά της Ιταλίας, με επικεφαλής τη σημερινή πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι.

Πολλοί Γάλλοι παρατηρητές λένε ότι μια ασταθής πολυκομματική κυβέρνηση θα μπορούσε ομοίως να ενισχύσει τη Λεπέν στις επόμενες προεδρικές εκλογές της χώρας το 2027. «Εξαρτάται από το ποιοι υποψήφιοι θα εμφανιστούν στο κέντρο ή μεταξύ των συντηρητικών. Κανείς δεν θα στοιχημάτιζε ότι ο Μακρόν θα γινόταν πρόεδρος ένα χρόνο πριν εκλεγεί. Αυτό που είναι σαφές είναι το υψηλό διακύβευμα για την ήπειρο», δήλωσε ο Ρέντσι.

«Οι επόμενες γαλλικές προεδρικές εκλογές θα μπορούσαν να αλλάξουν τα πάντα στην Ευρώπη» υπογράμμισε ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός.

Διαβάστε ακόμη