Για αδύναμη οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης, η οποία θα παραμείνει ευάλωτη λόγω των αβέβαιων προοπτικών και των καθοδικών ρίσκων έκανε λόγο η Κριστίν Λαγκάρντ κατά την καθιερωμένη κατάθεση της ενώπιον της αρμόδιας οικονομικών και νομισματικών υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εμφανίστηκε αρκετά επιφυλακτική για την τροχιά επιβράδυνσης των οικονομιών της περιοχής, τόσο στο πεδίο της μεταποίησης όσο και στον κλάδο των υπηρεσιών. Την ίδια ώρα, εξάλλου, αυξάνονται τα έξωθεν σύννεφα τόσο από τα γεωπολιτικά δεδομένα όσο και τις απειλές για το παγκόσμιο εμπόριο.
«Τα στοιχεία που βασίζονται σε έρευνες δείχνουν ότι η ανάπτυξη θα είναι ασθενέστερη βραχυπρόθεσμα, λόγω της επιβράδυνσης της ανάπτυξης στον τομέα των υπηρεσιών και της συνεχιζόμενης συρρίκνωσης στη μεταποίηση» τόνισε χαρακτηριστικά.
Πάντως, αν και μεσοπρόθεσμα η οικονομική ανάπτυξη πιθανότατα θα επιβραδυνθεί περαιτέρω, μεταγενέστερα η Ευρωζώνη θα ανεβάσει κάπως ρυθμούς, καθώς – όπως εξήγησε – οι καταναλωτικές δαπάνες αναμένεται να αυξηθούν με φόντο την αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων, ενώ και οι επενδύσεις θα αναρρώσουν δεδομένου πως η επίδραση από τη νομισματική σύσφιγξη θα εξασθενίζει.
Όσον αφορά την προσπάθεια για τον περιορισμό του πληθωρισμού, η κυρία Λαγκάρντ υποστήριξε πως ο πόλεμος δεν έχει κερδηθεί ακόμη, κάτι που σημαίνει πως η κεντρική τράπεζα θα συνεχίσει να κινείται προσεκτικά και να παρακολουθεί τη ροή των στοιχείων.
«Η μάχη μας κατά του πληθωρισμού έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, η αποστολή δεν έχει επιτευχθεί» τόνισε χαρακτηριστικά η κυρία Λαγκάρντ, μιλώντας στους νομοθέτες.
Οι δηλώσεις αυτές δεν άλλαξαν τα προγνωστικά των traders που θεωρούν σχεδόν βέβαιο πως το συμβούλιο θα προχωρήσει σε μία ακόμη, τέταρτη μείωση των επιτοκίων για φέτος στη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου. Ωστόσο, δεν λείπουν οι επιφυλακτικές φωνές στους κόλπους του συμβουλίου που στέκονται στα ρίσκα που ελλοχεύουν κυρίως από τον πληθωρισμό στον κλάδο των υπηρεσιών, ενώ στην εξίσωση υπάρχει ο αστάθμητος παράγοντας της πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και η προοπτική πολιτικής αστάθειας σε κορυφαίες οικονομίες της περιοχής, όπως η Γαλλία και η Γερμανία.