Την προτίμησή της στις ελληνικές τράπεζες εξακολουθεί να δηλώνει η JP Morgan, εκτιμώντας ότι ο αντίκτυπος από την άνοδο των αποδόσεων στα ελληνικά ομόλογα είναι διαχειρίσιμος.
Οι αυξανόμενες αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων δημιουργούν βραχυπρόθεσμη κεφαλαιακή πίεση, σύμφωνα με τους αναλυτές της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας, ωστόσο αυτή η πίεση είναι ακόμα διαχειρίσιμη. H JP Morgan υπολογίζει την επίδραση στις 40 μ.β. κατά μέσο όρο στους δείκτες CET1 των τραπεζών από τις 21 Σεπτεμβρίου έως σήμερα, με την εκτίμηση να μην λαμβάνει υπόψη τους μηχανισμούς αντιστάθμισης κινδύνου που ενδέχεται να διαθέτουν οι τράπεζες.
Μετά από κέρδη 27% ετησίως, οι μετοχές των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών διαπραγματεύονται πλέον με P/TBV στο 0,56x έναντι 0,90x του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Η στροφή της ΕΚΤ
Η επιθετική στροφή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας οδήγησε τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων στα υψηλότερα επίπεδα από τον Απρίλιο του 2020, μετατοπίζοντας την εστίαση στα κεφάλαια των τραπεζών και την πορεία των επιτοκιακών εσόδων (NII). Η αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων δεν βοηθά τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, αλλά είναι διαχειρίσιμη.
Ο αρνητικός αντίκτυπος στους δείκτες CET1 των τραπεζών από το 3ο τρίμηνο του 2021 έως σήμερα είναι της τάξεως των 40 μονάδων βάσης, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της JP Morgan, οι οποίοι περιλαμβάνουν την απόδοση των 10ετών ~2,5% (από 0,9% τον Σεπτέμβριο του 2021).
Παρόλα αυτά, οι ελληνικές τράπεζες έχουν σχετικά υψηλό προσανατολισμό στην αύξηση των επιτοκίων και δεδομένων των προσδοκιών για τέσσερις αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ έως το τέλος του 2023, η JP Morgan εκτιμά ότι θα έχει θετική επίπτωση κατά 10% στα κέρδη ανά μετοχή (EPS) έως το 2024.