Η κίνηση του Τραμπ να «παγώσει» τους δασμούς -που μόλις πριν λίγες μέρες είχε ανακοινώσει- σε όλο τον κόσμο, εκτός από την Κίνα προκάλεσε άνοδο των μετοχών στα χρηματιστήρια, αλλά ίσως να κρύβει μια εξέλιξη που ανησυχεί πολλούς επενδυτές, κυρίως όσους ασχολούνται με την αγορά ομολόγων.
Για δεύτερη φορά μετά το 2022 εμφανίζεται ένα διαφορετικό μοτίβο από εκείνο που παρουσιαζόταν σε κάθε χρηματιστηριακό κραχ, όπου οι μετοχές έπεφταν, αλλά οι τιμές των ομολόγων ανέβαιναν. Τώρα οι χρηματιστηριακές αγορές έχουν χάσει γύρω στα 9 τρισ. δολάρια από τα ψηλά τους, αλλά πέφτουν και οι τιμές των ομολόγων (που κινούνται αντίστροφα από την απόδοσή τους), γεγονός που είχε ξανασυμβεί για πρώτη φορά το 2022 και προβληματίζει πολλούς αναλυτές της αγοράς.
Πολλοί οικονομολόγοι και αναλυτές διατυπώνουν φόβους ότι οι δασμοί και ο εμπορικός πόλεμος που κήρυξε προς πάσα κατεύθυνση ο Τραμπ απειλεί την αξιοπιστία των ΗΠΑ και, κυρίως, την αξιοπιστία του καλύτερου επενδυτικού προϊόντος που υπάρχει σήμερα στον καπιταλισμό, τα αμερικανικά ομόλογα.
Τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ είναι το πιο κρίσιμο στοιχείο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και αυτός είναι ο λόγος που οι κινήσεις στην αγορά ομολόγων προκαλούν ανησυχία ότι μπορεί να είναι ενδείξεις μιας ευρύτερης γεωοικονομικής διαταραχής, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι ευρύτερο από μια εμπορική σύγκρουση. Εάν οι φόβοι αυτοί επιβεβαιωθούν, οι κινήσεις των μετοχών μπορεί να αποδειχθούν μόνο η «κορυφή του παγόβουνου».
Το Πεκίνο, μπορεί να έχει γίνει στόχος του Τραμπ για τo μεγάλο εμπορικό έλλειμμα που προκαλούν στο αμερικανικό εμπορικό ισοζύγιο τα κινεζικά προϊόντα, αλλά την ίδια στιγμή η Κίνα είναι ιστορικά ο μεγαλύτερος αγοραστής αμερικανικών ομολόγων. Το ίδιο και οι Ιάπωνες, οι Γερμανοί και όλες οι χώρες με εμπορικό πλεόνασμα.
Οι ΗΠΑ αγοράζουν προϊόντα και αμερικανικά brands, όπως τα iphone που κατασκευάζονται στην Κίνα, και με τα χρήματα οι Κινέζοι αγοράζουν αμερικανικά ομόλογα.
Η Κίνα είναι ένας από τους μεγαλύτερους ξένους κατόχους κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Το αποκορύφωμά της σημειώθηκε το 2013, όταν η Κίνα έφτασε να κατέχει κρατικά ομόλογα αξίας 1,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Για χρόνια, η συσσώρευση κρατικών ομολόγων από την Κίνα οφειλόταν στη μερκαντιλιστική οικονομική στρατηγική της, σύμφωνα με την οποία η χώρα διατηρούσε εμπορικά πλεονάσματα με τις Ηνωμένες Πολιτείες και επανεπένδυε τα πλεονάζοντα αποθέματα δολαρίων σε αμερικανικό χρέος για να σταθεροποιήσει το δικό της νόμισμα, το γουάν.
Ωστόσο, η τάση έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Από τον Ιανουάριο του 2025, η Κίνα κατέχει περίπου 870 δισεκατομμύρια δολάρια σε τίτλους του αμερικανικού Δημοσίου. Η πτώση αυτή αποδίδεται κυρίως στην αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων στη διαφοροποίηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Κίνας σε άλλα περιουσιακά στοιχεία, όπως ο χρυσός και τα ευρωπαϊκά ομόλογα.
Παρά τη μείωση αυτή, η Κίνα παραμένει ο δεύτερος μεγαλύτερος ξένος κάτοχος αμερικανικού χρέους.
Συλλογικά, οι χώρες της ΕΕ κατέχουν κρατικά ομόλογα αξίας περίπου 1,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων όντας έτσι ένας από τους σημαντικότερους ξένους επενδυτές σε αμερικανικό χρέος, ενώ στην έναρξη της δημιουργίας του ευρώ το ποσό ήταν περίπου 800 δισ. δολάρια.
Η Γερμανία, η Ολλανδία και η Ιρλανδία είναι βασικοί παίκτες εντός της ΕΕ, με την Ιρλανδία, που είναι έδρα πολλών αμερικανικών πολυεθνικών εταιρειών να είναι πρώτη με περίπου 300 δισεκατομμύρια δολάρια σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα.
Η Ιαπωνία παραμένει ο μεγαλύτερος ξένος κάτοχος τίτλων του αμερικανικού δημοσίου, με περίπου 1,1 τρισεκατομμύριο δολάρια από το 2025. Η θέση της είναι σε γενικές γραμμές σταθερή τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως εξαιτίας των σημαντικών εμπορικών πλεονασμάτων. Οι Ιάπωνες επενδυτές και τα ιδρύματα εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα για τη σταθερότητα των χαρτοφυλακίων τους.
Τα κράτη που εξάγουν πετρέλαιο, συμπεριλαμβανομένης της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, υπήρξαν επίσης σταθεροί επενδυτές σε κρατικούς τίτλους. Οι χώρες αυτές ιστορικά επανεπενδύουν τα πετροδολάριά τους σε αμερικανικό χρέος μέσα από τα κρατικά επενδυτικά ταμεία τους. Συνδυαστικά, οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες κατέχουν περίπου 250 δισεκατομμύρια δολάρια σε αμερικανικό χρέος.
Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, οι συνολικές ξένες συμμετοχές σε τίτλους του αμερικανικού Δημοσίου ανέρχονται σε περίπου 7,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το ένα τέταρτο του ομοσπονδιακού χρέους των ΗΠΑ που φτάνει συνολικά τα 30 τρισεκατομμύρια δολάρια.