Στον …ουρανό έχουν φτάσει τα απλήρωτα χρέη σε ρεύμα και αέριο από την ενεργειακή κρίση και την «καταραμένη» ρήτρα αναπροσαρμογής που κάνει τα νοικοκυριά και τους μικρομεσαίους να βλέπουν λογαριασμούς από 1000 ευρώ στο σπίτι μέχρι 5000 στο μαγαζί.
Ανεπίσημες πηγές της ΡΑΕ υπολογίζουν ότι υπάρχουν πλέον πάνω από 350.000 λογαριασμοί απλήρωτοι ένα και δύο μήνες μετά την ημερομηνία λήξης πληρωμής.
«Εφόσον η ρήτρα καταργηθεί από την 1η Ιουλίου, τότε σχεδόν αυτόματα θα έχουμε αλλαγή των όρων της σύμβασης προμήθειας με αύξηση χρεώσεων και …όποιος αντέξει στη αγορά» λέει στέλεχος μεγάλης ενεργειακής καθετοποιημένης εταιρίας.
Ανώτερα στελέχη της ΡΑΕ επισημαίνουν πως «η αρχική λύση που προωθούσε το υπουργείο δηλαδή η διπλή εκκαθάριση, θα μείωνε το κόστος στο οποίο οι εταιρείες προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια από τη χονδρεμπορική για το πελατολόγιό τους. Επομένως, θα μετριάζει τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι πάροχοι από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης, αγοράζοντας ρεύμα από την αγορά σε υψηλές τιμές.
Τώρα με την “εντολή” που έδωσαν οι Βρυξέλλες και πάγωσε το ΥΠΕΝ, το χονδρεμπορικό κόστος θα παραμείνει αμετάβλητο, παρατείνοντας την ανάγκη για υψηλά κεφάλαια κίνησης.
Ακόμη χειρότερα, καθώς πλέον τα ποσά των επιδοτήσεων θα είναι συνολικά υψηλότερα, η ρευστότητα των προμηθευτών θα πιεστεί ακόμη περισσότερο, άρα θα έχουμε δάνεια και φέσια».
Κορυφαίο στέλεχος μεγάλης εταιρίας παραγωγής- εμπορίας προσθέτει πως «μην ξεχνάς πως το Δημόσιο καθυστερεί να αποδώσει στους παρόχους τις ελαφρύνσεις που αυτοί μετακυλίουν στους πελάτες τους με μέση καθυστέρηση ένα μήνα. Άρα , όταν θα αυξηθεί το συνολικό ποσό των επιδοτήσεων, τότε θα αυξηθεί και η ανάγκη ρευστότητας».
«Πέρα από την ταμειακή ασφυξία, τα ληξιπρόθεσμα επηρεάζουν άμεσα και τα οικονομικά αποτελέσματα των εταιρειών, καθώς αυξάνουν ραγδαία οι “προβλέψεις επισφαλειών” που υποχρεούνται να εγγράψουν» μας λέει και στέλεχος του ΥΠΟΙΚ.
Φαίνεται πάντως πως ενώ οι καταναλωτές μέχρι τώρα δεν βλέπουν φως στην άκρη του τούνελ, οι εταιρείες προμήθειας προσπαθούν να ξεδιαλύνουν τις ουρές από την παρέμβαση των Βρυξελλών πριν λίγες ημέρες.
Η απόφαση προβλέπει τη μεταφορά των υπερεσόδων των παραγωγών στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ), για την ενίσχυση των επιδοτήσεων.
Όπως σημειώνουν, είναι θετικό όποιο μέτρο μπορεί να μειώσει τις λιανικές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας και, με αυτό τον τρόπο, να βοηθήσει τους καταναλωτές να ανταποκριθούν στις οφειλές τους.
Επίσης λένε ότι θα πρέπει τουλάχιστον να εγγυηθεί το Δημόσιο, για να μπορούν να ανοίγουν γραμμές χρηματοδότησης.
Μία εναλλακτική λύση είναι να προκαταβάλει τα κονδύλια, ή έστω να κάνει εκκαθάριση σε επίπεδο εβδομάδας, ώστε να μην συγκεντρώνονται πολύ μεγάλα πόσα οφειλών από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης.
Εννοείται πως οι προμηθευτές είναι αντίθετοι στην αναστολή της ρήτρας και ομιλούν για «παρενέργειες που θα αποφεύγονταν μόνον αν οι επιδοτήσεις αυξάνονταν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καλύψουν όλο το εύρος ανάμεσα στις ονομαστικές χρεώσεις στους λογαριασμούς και το πραγματικό λιανικό κόστος.
Τότε δεν θα χρειαζόταν να αλλάξει τίποτα στα τιμολόγια.
Αν ωστόσο η επιδότηση δεν καλύπτει όλη την διαφορά τότε οι προμηθευτές θα πρέπει να αυξήσουν τις χρεώσεις στα κυμαινόμενα τιμολόγια».
Αυτό θα σήμαινε αποχώρηση όσων πελατών μπορεί να θεωρήσουν ότι οι όροι έγιναν δυσμενέστεροι, διεκδικώντας μάλιστα να μην πληρώσουν ποινολόγιο για την πρόωρη αλλαγή παρόχου.
Καθολική υπηρεσία ρεύματος
Αρνητική και ανησυχητική εκδήλωση των επιπτώσεων στην αγορά ενέργειας, από την εκτίναξη των χονδρεμπορικών τιμών, είναι και η μεγάλη αύξηση των παροχών που «εγκαθίστανται» στην Καθολική Υπηρεσία της ΔΕΗ.
Αυτές οι εντάξεις τον Απρίλιο ξεπέρασαν συνολικά τις 174.000, αφού το πρώτο τετράμηνο του 2022 εντάχθηκαν σε αυτήν 22.000 παροχές (δηλαδή καταναλωτές) στο διασυνδεδεμένο σύστημα.
Οι οικιακοί και επαγγελματικοί καταναλωτές ρεύματος, στους οποίους έχει καταγγελθεί η σύμβαση και καθυστερούν την αλλαγή παρόχου, προμηθεύονται ρεύμα από τη λεγόμενη «Καθολική Υπηρεσία».
Σε αυτήν την κατηγορία το τιμολόγιο καθορίζεται από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και είναι ακριβότερο κατά περίπου 12% από το μέσο τιμολόγιο της αγοράς.
Η «Καθολική Υπηρεσία» στη χώρα μας, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει σε χώρες του εξωτερικού, όπου υπάρχουν συγκεκριμένα χρονικά όρια παραμονής σε αυτήν, τα οποία εάν υπερβεί ο καταναλωτής το ρεύμα κόβεται, εμφανίζει σημαντικές στρεβλώσεις.
Πρακτικά η καθολική υπηρεσία έχει εξελιχθεί σε καταφύγιο στρατηγικών κακοπληρωτών.
Πρόκειται στη συντριπτική πλειοψηφία για πελάτες, στους οποίους έχει καταγγελθεί η σύμβαση και έχει εκδοθεί εντολή διακοπής της ηλεκτροδότησης, ωστόσο οι εντολές αυτές καθυστερούν να εκτελεστούν και ο κακοπληρωτής πελάτης συνεχίζει να ηλεκτροδοτείται από την καθολική υπηρεσία.
Καθώς λοιπόν δεν υπάρχει καθορισμένο χρονικό διάστημα παραμονής στην καθολική υπηρεσία, παρατηρείται το φαινόμενο να διογκώνεται ο αριθμός των πελατών αυτής της κατηγορίας που συνεχίζουν να ηλεκτροδοτούνται χωρίς, τις περισσότερες φορές, να αποπληρώνουν τους λογαριασμούς τους.
Θεωρητικά βεβαίως ο πάροχος της καθολικής υπηρεσίας, που είναι στη χώρα μας η ΔΕΗ, έχει δικαίωμα σε περίπτωση μη αποπληρωμής των οφειλών να ζητά τη διακοπή της ηλεκτροδότησης.
Ωστόσο εξαιτίας των καθυστερήσεων εκτέλεσης των εντολών αποκοπής από το ΔΕΔΔΗΕ, οι κακοπληρωτές δεν αντιμετωπίζουν συνέπειες.
Έτσι όπως λειτουργεί στη χώρα μας η καθολική υπηρεσία, με το ελαστικό θεσμικό πλαίσιο, παρομοιάζεται από ανθρώπους του ενεργειακού κλάδου με ένα “bad debt” ή αλλιώς με μια “bad bank” που αποτελεί μια εν δυνάμει ωρολογιακή βόμβα για την αγορά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακριβώς εξαιτίας των στρεβλώσεων στη χώρα μας, οι καταναλωτές που υπάγονται στην καθολική υπηρεσία πλησιάζουν στον αριθμό του πελατολογίου ενός μεγάλου εναλλακτικού παρόχου ηλεκτρικής ενέργειας.