Το 2023 η ελληνική οικονομία διατήρησε σημαντικό μέρος της δυναμικής της από το 2022 παρά τη γεωπολιτική αβεβαιότητα, λόγω των συνεχιζόμενων πολέμων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, τον επίμονα υψηλό πληθωρισμό, αν και μειούμενος, την ενεργειακή κρίση και τη διατήρηση αυστηρής νομισματικής πολιτικής.

Αυτό επισημαίνει μεταξύ άλλων το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ) στην τελευταία του έκθεση για την ελληνική οικονομία. Παράλληλα, σημειώνει ότι, οι δημοσιονομικές επιδόσεις, με αναμενόμενο πρωτογενές πλεόνασμα τόσο για το 2023 αλλά και σημαντικά υψηλότερο για το 2024, μαζί με την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του ελληνικού δημοσίου αποτελούν ορόσημα για την ελληνική οικονομία.

Ωστόσο, παρά τη μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά περισσότερες από δέκα μονάδες ετησίως για τα τελευταία τρία χρόνια, και των ευνοϊκών όρων αποπληρωμής του μεσοπρόθεσμα, παραμένει ένα από τα υψηλότερα διεθνώς και δεν επιτρέπει εφησυχασμό.

Πιο αναλυτικά, το ΕΔΣ υπογραμμίζει στην έκθεσή του, ότι η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας βασίζεται στην αποτελεσματική υλοποίηση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος με στόχο την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και εργασίας με τη βοήθεια των ευρωπαϊκών προγραμμάτων.

Το 2024 μάλιστα, αναμένεται να συνεχιστεί η μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας. Η εκτίμηση του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών για την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2024 ανέρχεται στο 2,9%.

Απαραίτητη προϋπόθεση, σύμφωνα με το ΕΔΣ, η άσκηση υπεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής με στοχευμένα και κοστολογημένα μέτρα, όπου και για όσο απαιτείται στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, και η συμμόρφωση με τους κανόνες του νέου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης.

Αυτό είναι το μοναδικό μονοπάτι για τη συνέχιση της δυναμικής της ανάπτυξης, την ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, τη στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών, και όλα αυτά χωρίς την επιβάρυνση των επόμενων γενεών.

Η μακροοικονομική εικόνα της ελληνικής οικονομίας

Στην έκθεσή του το ΕΔΣ επισημαίνει ότι, η εξέλιξη των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών στην Ελλάδα, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, επηρεάστηκε αξιοσημείωτα από τις ιδιαίτερες και εξέχουσες οικονομικές συνθήκες που επέδρασαν πάνω στις βασικές μακροοικονομικές συνιστώσες. Πρωταρχικά, η μεγάλη μείωση του πραγματικού ΑΕΠ μεταξύ 2019 και 2020 αποτέλεσε απότοκο του περιορισμού της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας λόγω της πανδημίας.

Η επανάκτηση σχεδόν του συνόλου της απολεσθείσας παραγωγικής αξίας επιβεβαίωσε και τους λόγους της αρχικής ραγδαίας πτώσης του ΑΕΠ, δηλαδή την έντονη εξάρτηση της χώρας από την εσωτερική ζήτηση και το παραγωγικό πρότυπο, που δίνει έμφαση περισσότερο στην παραγωγή μη εμπορεύσιμων αγαθών έναντι των αγαθών που απευθύνονται με όρους ανταγωνισμού στο παγκόσμιο καταναλωτικό κοινό.

Το τέλος της πανδημίας και η επάνοδος σε συνθήκες οικονομικής και παραγωγικής κανονικότητας ακολούθησε η αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο που προήλθε από τη ραγδαία αύξηση της ζήτησης καθώς η αναβαλλόμενη επί δύο έτη κατανάλωση σε συνδυασμό με τις επεκτατικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές αλλά και τους περιορισμούς στην προσφορά επέδρασαν καταλυτικά στην αύξηση του πληθωρισμού.

Σύμφωνα με το ΕΔΣ, αρχικά, οι περισσότερες αναλύσεις, τόσο διεθνών όσο και εγχώριων φορέων, συνέκλιναν στην εκτίμηση ότι το φαινόμενο ήταν συγκυριακό, όμως οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ουκρανία και η συνακόλουθη εκτόξευση του ενεργειακού κόστους συνέβαλαν στην αύξηση τόσο της διάρκειας, όσο και της έντασης των πληθωριστικών πιέσεων,επιδρώντας φυσικά αυξητικά ως προς το ονομαστικό ΑΕΠ, αλλά αρνητικά σε σχέση με την επιβεβαίωση των προ-πολέμου προβλέψεων για αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ.

Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη

Ο προβλεπόμενος για το 2024 ρυθμός μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας που έχει επίσημα ενσωματωθεί στον δημοσιονομικό σχεδιασμό του Κρατικού Προϋπολογισμου (ΚΠ) ανέρχεται στο 2,9% και θεωρείται (αν και φιλόδοξος) επιτεύξιμος υπό την εκπλήρωση φυσικά κάποιων προϋποθέσεων και υπό την αίρεση της μη επαλήθευσης κάποιων μακροικονομικών κινδύνων οι οποίοι είναι δυνατό να ανατρέψουν και τον δημοσιονομικό σχεδιασμό.

Σύμφωνα με το ΥΠΕΘΟ, βασικές πηγές υποστήριξης της μακροοικονομικής πρόβλεψης για το 2024 αναμένεται να αποτελέσουν η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (κατά 1,3%), η αύξηση του ΑΣΠΚ (κατά 15,1%) αλλά και η αύξηση των εξαγωγών (κατά 5,6%).

Από κει και πέρα, το ΕΔΣ προσθέτει ότι, το σύνολο των φορέων που παράγουν δημοσιονομικές προβλέψεις, τόσο διεθνών όσο και εγχώριων, συγκλίνει ως προς μια προβλεπόμενη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ για το 2024 μεταξύ 2% και 2,5%, χαμηλότερης από την πρόβλεψη του ΥΠΕΘΟ που ενσωματώνεται στον προϋπολογισμό για το 2024 (2,9%).

Το εύρος των προβλέψεων από ανεξάρτητους φορείς κυμαίνεται από 2% έως 2,7%, ενώ η πρόβλεψη του ΕΔΣ με βάση το μακρο-οικονομετρικό υπόδειγμα του ανέρχεται μεσοσταθμικά στο 2,6% με ένα εύρος που κυμαίνεται από το 2,3% έως 2,9%.

Οι διεθνείς φορείς παρουσιάζονται πιο συντηρητικοί ως προς τις προβλέψεις τους σε σχέση με τους εγχώριους. Σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των φορέων διαπιστώνονται ως προς την προβλεπόμενη συνεισφορά των επιμέρους συνιστωσών στην αύξηση του ΑΕΠ.

Το ΥΠΕΘΟ διατηρεί μια πιο αισιόδοξη πρόβλεψη για την μεταβολή του ΑΣΠΚ σε σχέση με τον ΟΟΣΑ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ως προς την ιδιωτική κατανάλωση οι προβλέψεις των φορέων βρίσκονται σε ένα εύρος μεταξύ 1,3% και 1,9 %, ενώ αποκλίσεις στις εκτιμήσεις παρατηρούνται και σε σχέση με την προβλεπόμενη μεταβολή των εξαγωγών και εισαγωγών.

Οι αβεβαιότητες για το 2024

Στην έκθεση του ΕΔΣ σημειώνεται ότι, οι βασικοί μακροοικονομικοί κίνδυνοι για το 2024 σχετίζονται, αφενός με τη μη εκπλήρωση των ενδογενών προϋποθέσεων πάνω στις οποίες έχει στηριχθεί το μακροοικονομικό σενάριο του έτους, και αφετέρου σε εξωγενείς παράγοντες αβεβαιότητας που μπορούν να επιδράσουν αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα. Σχετικά με τις εγχώριες αβεβαιότητες, αυτές σχετίζονται, κατά κύριο λόγο, με την υλοποίηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων και τον ΑΣΠΚ.

Η αναμενόμενη για το 2024 μεταβολή της συνιστώσας αυτής είναι εξαιρετικά φιλόδοξη με βάση τόσο την πραγματοποιηθείσα μεταβολή το 2022 (11,7%), όσο και την αναμενόμενη για το 2023 (7,1%). Βασική πηγή αισιοδοξίας για το ΥΠΕΘΟ, σε σχέση με τις επενδύσεις, αποτελεί η υλοποίηση του σχεδιασμού δαπανών με πόρους που προέρχονται από το ΤΑΑ.

Να σημειωθεί, όμως, ότι η πλήρης υλοποίηση του επενδυτικού σχεδιασμού δεν βρίσκεται στην αποκλειστική ευθύνη της κεντρικής Κυβέρνησης, καθώς ένα τμήμα του υλοποιείται και σε αποκεντρωμένο επίπεδο (δήμων και περιφερειών), και ως εκ τούτου είναι πιθανό να προκύψουν καθυστερήσεις που ασφαλώς θα επηρεάσουν τη μακροοικονομική πρόβλεψη.

Επιπρόσθετα, το είδος και η φιλοσοφία των χρηματοδοτούμενων από το ΤΑΑ δαπανών έχουν χαρακτήρα δομικό και μακροπρόθεσμο, αφού θα πρέπει να συμβάλουν στην αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας και την αύξηση τόσο της παραγωγικότητας, όσο και της εγχώριας προστιθέμενης αξίας.

Η συμβολή τέτοιου είδους επενδύσεων στην μεταβολή του ΑΕΠ είναι αμφίβολο αν μπορεί να αποκρυσταλλωθεί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Έτερη πηγή αβεβαιότητας είναι δυνατό να αποτελέσουν έκτακτες καταστάσεις που σχετίζονται με φυσικές καταστροφές.

Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα βίωσε έντονα την επίδραση της κλιματικής αλλαγής με καταστροφικές δασικές πυρκαγιές, αλλά και έντονα πλημμυρικά φαινόμενα. Η αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων, και κυρίως η δημιουργία υποδομών για τη μελλοντική αποτροπή τους δεσμεύει οικονομικούς πόρους οι οποίοι, υπό κανονικές συνθήκες, θα ήταν δυνατό να κατευθυνθούν σε παραγωγικές επενδύσεις.

Οι εξωγενείς πηγές αβεβαιότητας που επιδρούν πάνω στα εγχώρια θεμελιώδη μεγέθη προέρχονται από τις πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες πέρα από τις προφανείς αρνητικές συνέπειες πάνω στο διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών δημιουργούν μια σειρά από δευτερογενείς επιπτώσεις μέσω της αύξησης των επιτοκίων και της αποθάρρυνσης των επενδύσεων. Τέλος, μια επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης στην ευρωζώνη θα έχει αναμφίβολα αρνητική επίδραση στην ελληνική οικονομία, λόγω της μείωσης των εξαγωγών.

Επιπρόσθετα, αν και διαφαίνεται μια ομαλοποίηση των διεθνών τιμών ενεργειακών προϊόντων, η παράταση της γεωπολιτικής αστάθειας, που σχετίζεται με τις συρράξεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, είναι δυνατό να προκαλέσουν εκ νέου όξυνση της ενεργειακής κρίσης.

Οι δημοσιονομικές προβλέψεις

Σε ό,τι αφορά τις δημοσιονομικές εξελίξεις, για το 2024, σύμφωνα με το ΕΔΣ, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά στο 2,1% του ΑΕΠ, όπως προβλέπονταν και στο ΠΣ 2023. Το έλλειμμα του ισοζυγίου της ΓΚ αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 1,1% του ΑΕΠ, σε ελαφρώς δυσμενέστερο επίπεδο από ότι στο ΠΣ 2023 (0,8% του ΑΕΠ) λόγω της αναθεώρησης προς τα πάνω των προβλέψεων των δαπανών για τόκους.

Οι προβλέψεις αυτές δεν αποκλίνουν από τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλων διεθνών οργανισμών. Η περαιτέρω βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος αποδίδεται κυρίως στην προβλεπόμενη ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας (από 2,4% το 2023 σε 2,9% το 2024).

Η αναμενόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των ασφαλιστικών εισφορών προέρχεται τόσο από την αύξηση του εισοδήματος, όσο και στην καλύτερη απόδοση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών λόγω της αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και της φορολογικής συμμόρφωσης.

Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι παρεμβάσεις που θεσμοθετούνται για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, όπως η υποχρεωτική ηλεκτρονική διαβίβαση των λογιστικών αρχείων στην ΑΑΔΕ, η ολοκλήρωση της διασύνδεσης των ταμειακών μηχανών με τα POS, ο περιορισμός της χρήσης μετρητών με καθιέρωση της αγοραπωλησίας ακινήτων αποκλειστικά με χρήση τραπεζικών μέσων και η μεταρρύθμιση της φορολογίας των ατομικών επιχειρήσεων, από την οποία αναμένεται να βεβαιωθούν πρόσθετα έσοδα της τάξης τουλάχιστον των 600 εκατ. ευρώ.

Από το 2024, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός αναμένεται συσταλτικός (1% του ΑΕΠ) και είναι συμβατός τόσο με την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ ώστε να αποφευχθεί η τροφοδότηση πληθωριστικών πιέσεων, όσο και τις οδηγίες της ΕΕ.

Ειδικότερα, η αναμενόμενη αυτή κατεύθυνση για το 2024 είναι εναρμονισμένη με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον συντονισμό των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών με την απόσυρση των έκτακτων μέτρων στήριξης και τη σταδιακή μείωση των ελλειμμάτων, διαφυλάσσοντας παράλληλα τη δυναμική ανάπτυξης της οικονομίας και την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση μέσω των δημόσιων επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Πιο συγκεκριμένα, για τον δημοσιονομικό προσανατολισμό του 2024 προβλέπεται ότι οι εθνικά χρηματοδοτούμενες πρωτογενείς τρέχουσες δαπάνες εκτιμάται να έχουν συσταλτική συμβολή (1,1 ποσ. μον. του ΑΕΠ), όπως και οι εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις (0,2 ποσ. μον. του ΑΕΠ), με αποτέλεσμα οι εθνικά χρηματοδοτούμενες καθαρές πρωτογενής δαπάνες να έχουν συνολικά συσταλτική συμβολή 1,4 ποσ. μον. του ΑΕΠ.

Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και άλλα ταμεία της ΕΕ αναμένονται να παραμείνουν επεκτατικές στο ύψος του 2023 (-0,4 ποσ. μον. του ΑΕΠ).

Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες της Ε.Ε.

Το 2024 επίσης, χαρακτηρίζεται από την απενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής του ΣΣΑ σύμφωνα με τις από 8.3.2023 κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημοσιονομική πολιτική των κρατών μελών της ΕΕ. Για την ΓΚ, ο ΚΠ 2024 προβλέπει ονομαστική αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων καθαρών πρωτογενών δαπανών για το 2024 0,4% και είναι σε πλήρη συμμόρφωση με τη σύσταση του Συμβουλίου.

Επίσης, διασφαλίζεται η τήρηση της τιμής αναφοράς του 3% του ΑΕΠ για το έλλειμμα, το οποίο αναμένεται να διαμορφωθεί για το 2024 σε 1,1% του ΑΕΠ, καθώς και η εύλογη και συνεχής μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ (8 ποσ. μον. του ΑΕΠ σε σχέση με το 2023).

Όπως υπογραμμίζει το ΕΔΣ, κεντρική θέση στο νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ, που πρόκειται να ισχύσει από το 2024, αναμένεται να έχει η αποκλιμάκωση του λόγου χρέος προς ΑΕΠ ή η διατήρησή του σε συνετά επίπεδα μεσοπρόθεσμα. Χώρες με λόγο δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ μεγαλύτερο από 60% θα υποχρεωθούν να διαμορφώσουν ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που θα περιλαμβάνει δημοσιονομικούς, μεταρρυθμιστικούς και επενδυτικούς στόχους, με στόχο τη σταδιακή και βιώσιμη μείωση του δημοσίου χρέους.

Στο νέο απλουστευμένο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ, οι αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους θα διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο για τη διαμόρφωση της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών μελών. Η ανάλυση χρέους που θα προηγείται, θα αποτελεί τον άξονα για τον υπολογισμό του ετήσιου επιτρεπτού ορίου των εθνικά χρηματοδοτούμενων καθαρών πρωτογενών δαπανών, η τήρηση του οποίου θα διασφαλίζει την πτωτική πορεία του λόγου χρέος προς ΑΕΠ, ή θα το διατηρεί σε συνετά επίπεδα μεσοπρόθεσμα.

Για το σκοπό αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παρέχει καθοδήγηση για την απαιτούμενη ελάχιστη δημοσιονομική προσαρμογή, λαμβάνοντας κάθε φορά υπόψη τις ιδιαίτερες προκλήσεις χρέους που αντιμετωπίζει κάθε κράτος μέλος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, η πρόσφατη δημοσιευμένη Έκθεση της ΕΕ κατά την αξιολόγηση της βιωσιμότητας των δημοσίων οικονομικών κατατάσσει την Ελλάδα στην κατηγορία των χωρών χαμηλού ρίσκου σε βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα, ενώ μεσοπρόθεσμα στην κατηγορία των χωρών υψηλού ρίσκου.

Από το 2024, η περαιτέρω αποκλιμάκωση του ελληνικού χρέους θα θέσει επίσημα πλέον τους όρους της δημοσιονομικής διαχείρισης. Η υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και αναπτυξιακών στρατηγικών θα αποτελέσουν τους κύριους μοχλούς για την επίτευξη των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών στόχων.

Η καθιέρωση ενός μοναδικού δείκτη μέτρησης του ρυθμού μεταβολής των πρωτογενών δαπανών απαντά στην ανάγκη απλούστευσης του υφιστάμενου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης, παρέχοντας ταυτόχρονα μεγαλύτερη αυτονομία στην διαδικασία κατάρτισης και υλοποίησης του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού τους σχεδιασμού.

Ωστόσο, το νέο πλαίσιο καθιερώνει μικρότερη ευελιξία για περιπτώσεις που κράτη μέλη με υψηλό δημόσιο χρέος αποκλίνουν από τη πορεία εξέλιξης των πρωτογενών δαπανών, κατατάσσοντάς τα αυτομάτως σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει τον ακόμα μεγαλύτερο ρόλο της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, όχι μόνο για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και την απομείωση του δημοσίου χρέους, αλλά και τη συμμόρφωση των κρατών μελών με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες.

Διαβάστε ακόμη: