Το 1975 κυκλοφορεί ο πέμπτος δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου, το «10 χρόνια κομμάτια» όπου περιέχει τραγούδια που πλέον έχουν γίνει κλασσικά. Ανάμεσα τους βρίσκεται το Ζεϊμπέκικο με τη συμμετοχή της Σωτηρίας Μπέλλου, το Μια θάλασσα μικρή, η Παράγκα και το Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ. Συναντάμε όμως και ένα κομμάτι που δείχνει από τον τίτλο του αφιερωμένο σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, έστω και αν το «κρύβει». Πρόκειται για το «Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη».
Ο οποίος «Αλέξης Ασλάνης» δεν είναι άλλος από τον Θεσσαλονικιό ποιητή Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου. Η ποίησή του φαίνεται πως έχει επηρεάσει τον -συμπατριώτη του- Διονύση Σαββόπουλο που άλλωστε έχει χρησιμοποιήσει και στίχους από δικά του ποιήματα στα τραγούδια του. Για παράδειγμα στον ίδιο δίσκο και στο κομμάτι «Μια θάλασσα μικρή» στίχοι όπως το «Και στη γωνιά η στάμνα μου, για ένα καλοκαίρι» αλλά και το «σαν τις χορδές του ανέμου, στα μαύρα σου μαλλιά» είναι ξεκάθαρα δάνεια από ποιήματα του Ασλάνογλου.
«Η θανάσιμη μοναξιά…»
Το συγκεκριμένο τραγούδι γράφτηκε πολλά χρόνια πριν δισκογραφηθεί, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, πριν από τη στρατιωτική δικτατορία και είχε τραγουδηθεί σε μπουάτ. Μάλιστα κάποιοι στίχοι του αλλάχθηκαν μέσα στα χρόνια, μέχρι να φτάσει στη μορφή που εν τέλει συμπεριλήφθηκε στον δίσκο.
Ο Σαββόπουλος, στα πρώτα βήματα της καριέρας του, έχει αφήσει τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα και στο συγκεκριμένο τραγούδι γράφει τόσο για έναν φίλο του, τον Άλκη που πέθανε απροσδόκητα στη νιότη του, αλλά και σε έναν ποιητή που φαίνεται πως το έχει επηρεάσει. Άλλωστε και μόλις πριν από λίγες ημέρες σε συνέντευξη που έδωσε στην Καθημερινή, έκανε και σχετική αναφορά. «Τρία πρόσωπα: ο καθηγητής κύριος Δημήτριος Βαφειάδης από το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων, ο ποιητής της Θεσσαλονίκης Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου και ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις. Αυτούς συχνά καλώ» απάντησε σε σχετική ερώτηση για τους ποιους καλεί στο μυαλό του όταν ετοιμάζει ένα τραγούδι.
Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη, είναι μια περιγραφή της μετεμφυλικακής Ελλάδας, πριν από τη δικτατορία, με όλα τα χαρακτηριστικά της πολιτικής σκηνής που πολλά τα συναντάμε και στο σήμερα. Άλλωστε στίχοι όπως «το κόμμα με τραβάει απ’ το μανίκι», σκιαγραφούν διαχρονικές καταστάσεις. Προσφέρει, ουσιαστικά, στον ακροατή μια βαθιά συναισθηματική εμπειρία και ίσως μια ταύτιση με τον κεντρικό ήρωα.
Ο ποιητής Ασλάνογλου και ο Σαββόπουλος
Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη από γονείς μικρασιάτες, τα τελευταία του χρόνια όμως, μέχρι και το 1996 που έφυγε από τη ζωή, τα πέρασε στην Αθήνα. Έγινε γνωστός για τον τρόπο με τον οποίο αποτύπωσε τη μελαγχολία, την υπαρξιακή αγωνία και την μοναξιά μέσα από την ποίησή του. Το έργο του χαρακτηρίζεται από μία έντονη αίσθηση προσωπικής αναζήτησης και φιλοσοφικής ενδοσκόπησης. Οι στίχοι του συχνά αγγίζουν θέματα όπως η απώλεια, η αποξένωση και η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή. Ο ίδιος είχε πει για το έργο του: «Είναι ποιήματα απουσίας, τοπολατρίας, ουσιαστικά είναι μετασυμβολικά με έντονες υπερρεαλιστικές επιδράσεις… Δηλαδή “μετά τον υπερρεαλισμό”… Κινούμαι σε ένα κλίμα μετα-υπερρεαλιστικό… αλλά είμαι μακριά από τον υπερρεαλισμό στην τέχνη… Δανείζομαι στοιχεία μόνο».
Ήταν υποστηρικτής της άποψης πως ένα ποίημα δεν ολοκληρώνεται ποτέ και έτσι ο δημιουργός του μπορεί να το συμπληρώσει οποιαδήποτε στιγμή. Γι’ αυτό το λόγο, φέρεται πως, δεν έβαζε ποτέ τελείες στους στίχους και στο τέλος των ποιημάτων του.
Σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις (δημοσιεύθηκε στο Βήμα στις 13/10/1996), είχε ερωτηθεί για τον Σαββόπουλο, τους στίχους και το συγκεκριμένο τραγούδι. «Ο Σαββόπουλος δεν έχει τίποτε από μένα να πάρει άλλωστε. Ούτε καλό ούτε κακό… Τίποτε… Απλώς έχει κάνει ένα μικρό μοντάζ στίχων μου σε ένα-δυο τραγούδια του… που δεν είναι και τα καλύτερά του…» είχε πει, ενώ απαντώντας σε ερώτηση για το συγκεκριμένο κομμάτι είχε τονίσει: «Ισως… δεν τιμά όμως εμένα ως ποιητή να με τιμά ο κ. Σαββόπουλος… “Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη” είναι πράγματι ένα τραγούδι αφιερωμένο σ’ εμένα. Δεν έχει στίχους δικούς μου τόσο… πού και πού χρησιμοποιούνται μερικοί στίχοι μου, σε ένα μοντάζ στίχων… Ο Σαββόπουλος δεν χρησιμοποιεί στίχους άλλων… γράφει μόνος τους στίχους των τραγουδιών του…».