Όταν κάποιος διαβάζει για «απαγορευμένη περιοχή», το μυαλό του ταξιδεύει σε απομακρυσμένα μέρη, σε καυτές ερήμους ή απέραντα παγωμένα τοπία ή μικρά νησιά χαμένα στην απεραντοσύνη του ωκεανού.
Η περίφημη πια Area 51 στη Νεβάδα των ΗΠΑ, το Καλαμκέν στη Σιβηρία, το νησί Λουσί στην Κίνα.
Θα πίστευε ποτέ κανείς ότι ένα τέτοιο μέρος βρισκόταν στην Ευρώπη και για 30 χρόνια είχε εγκαταλειφθεί πλήρως και δεν είχε ούτε έναν κάτοικο;
Με ιστορία πάνω από εννέα αιώνες
Wustrow, κρατίδιο του Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας στη Γερμανία. Ένας οικισμός τυλιγμένος με μυστηριώδεις ιστορίες. Ένα νησί που έγινε χερσόνησος, μια στρατιωτική βάση που έγινε «ερμητικά κλειστή πόλη» και μια προσπάθεια αναζωογόνησης που βρίσκει τεράστια εμπόδια στους γείτονες. Ένα κουβάρι, δηλαδή, ανάμεσα στο μύθο και το θρύλο.
Το Wustrow είναι ένας παραθαλάσσιος οικισμός της Βαλτικής (που αναφέρεται ακόμα στις επίσημες γερμανικές απογραφές, αλλά με μηδενικό πληθυσμό) στον κόλπο του Μεκλεμβούργου, σχεδόν 7 χιλιόμετρα από την μικρή (2.200 κάτοικοι) πόλη του Ρέρικ.
Η γεωγραφία της περιοχής είναι πολύ περίεργη, οι ακτές είναι δαντελωτές και αμμώδεις και το Wustrow ήταν για αιώνες ένα νησί που μετατράπηκε σε χερσόνησο από μία θύελλα!
Η χερσόνησος αυτή έχει έκταση περίπου 10 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πολύ παλιά ιστορία, που αρχίζει να καταγράφεται το 1273 μ.Χ. Οι πρώτοι κάτοικοί του ασχολήθηκαν με τη γεωργία και, σύμφωνα με τις παραδόσεις, είχαν πολύ λίγες επαφές με τους γείτονές τους.
Η πλημμύρα που μετέτρεψε το νησί σε χερσόνησο
Η φύση φρόντισε ώστε οι επαφές αυτές να γίνουν πιο στενές. Το 1625 ξέσπασε τόσο φοβερή κακοκαιρία στην περιοχή, που άλλαξε όλο το ανάγλυφο της περιοχής. Για να γλυτώσουν οι κάτοικοι μαζεύτηκαν στο πιο ψηλό σημείο του μικρού νησιού τους.
Όταν τα νερά υποχώρησαν, διαπίστωσαν ότι ο αμμώδης βυθός είχε ανακατωθεί τόσο που το νησί τους ενώθηκε με την διπλανή ξηρά. Ακολούθησαν κι άλλες πλημμύρες, στις οποίες η περιοχή πότε γινόταν νησί και πότε ενωνόταν πάλι. Αλλά από το 1874 χαρακτηρίστηκε χερσόνησος και δημιουργήθηκε, μάλιστα, και ασφαλτοστρωμένος δρόμος που συνδέει το Wustrow με το Ρέρικ.
Το καθεστώς της περιοχής υπήρξε μυστήριο εξαρχής. Κανείς δεν είχε καταγράψει σε ποιον ανήκε η γη, προφανώς οι λίγοι ντόπιοι κάτοικοι τα κανόνιζαν μεταξύ τους. Η πρώτη επίσημη καταχώρηση ιδιοκτησίας καταγράφηκε το 1925, όταν όλη η περιοχή του Wustrow πέρασε στα χέρια του Χανς Φον Πλέσεν, μιας θρυλικής φιγούρας του γερμανικού στρατού, αρχιστράτηγου της χώρας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Φον Πλέσεν πέθανε το 1929, γεμάτος παράσημα και τιμές παρά την ήττα του. Το 1933 οι απόγονοί του εμφανίζονται να πούλησαν όλη αυτή την περιοχή στο Yπουργείο Aμυνας της Γερμανίας, στην πρώτη κυβέρνηση του Αδόλφου Χίτλερ. Από εκείνο το σημείο και πέρα αρχίζει η «ελεγχόμενη ιστορία» του Wustrow.
Η βάση εκπαίδευσης αντιαεροπορικών της Βέρμαχτ
Η Βέρμαχτ αποφάσισε να φτιάξει εκεί την πρώτη και σημαντικότερη βάση αντιαεροπορικής εκπαίδευσης στη Γερμανία. Τα επόμενα χρόνια στην περιοχή δημιουργήθηκαν στρατώνες, διοικητήρια, υπόστεγα για μεγάλα οχήματα και για τα αντιαεροπορικά, αλλά και ένας μικρός οικισμός για το πολιτικό προσωπικό που εξυπηρετούσε τη βάση.
Στο απόγειό της, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η βάση φιλοξενούσε πάνω από 2.000 στρατιώτες και 500 άτομα πολιτικό προσωπικό, συν ένα μικρό νοσοκομείο.
Σύμφωνα με τα στρατιωτικά αρχεία, οι υπερασπιστές της βάσης παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση στον προελαύνοντα Σοβιετικό στρατό στις 2 Μαΐου 1945, έξι ημέρες πριν την οριστική συνθηκολόγηση της Γερμανίας.
Στην αρχή οι Σοβιετικοί φαίνεται ότι πήραν διαταγή να τα καταστρέψουν όλα και οι εκρήξεις που έριχναν ολόκληρα κτήρια και κατασκευές ήταν καθημερινές. Πότε άλλαξαν οι διαταγές και γιατί άλλαξαν, κανείς δεν το γνωρίζει. Ακόμα.
Αυτό που διηγούνται ακόμα και σήμερα οι υπερήλικες πια κάτοικοι του γειτονικού Ρέρικ που έζησαν την κατάσταση είναι ότι από ένα σημείο και πέρα οι άνδρες της Σοβιετικής φρουράς σταμάτησαν να γκρεμίζουν κι άρχισαν να χτίζουν.
Όλοι οι Γερμανοί του πολιτικού προσωπικού απομακρύνθηκαν, υψώθηκε ένας φράχτης στη μέση του δρόμου που οδηγούσε προς το Wustrow και η περιοχή απομονώθηκε πλήρως και πάλι. Πολύ λίγες πληροφορίες είναι διαθέσιμες για το τι έγινε μετά.
Η περιοχή λειτουργούσε σαν απομονωμένη σοβιετική βάση, με ελάχιστη επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Υπολογίζεται ότι είχε περί τους 3.000 κατοίκους, στρατιωτικούς, αλλά και τις οικογένειές τους, που έμεναν εκεί για χρόνια.
Γι’ αυτό και λειτουργούσε μέχρι και φάρμα με χοιροστάσιο, ένας φούρνος και μεγάλες καλλιέργειες πατάτας. Όπως φάνηκε αργότερα, ένα από τα κτίρια ήταν σχολείο κι ένα άλλο κινηματογράφος.
Τι έκαναν οι Σοβιετικοί εκεί; Άγνωστο. Αντιαεροπορική βάση, πάντως, δεν ήταν, καθώς δεν ακούγονταν εκρήξεις. Πιθανολογείται ότι ήταν μια βάση ηλεκτρονικού πολέμου, με συσκευές ακουστικής και οπτικής παρακολούθησης στα παράλια της Βαλτικής.
Φυσικά αυτή η βάση λειτούργησε κανονικά και ανεξάρτητα από την τοπική κυβέρνηση. Η συγκεκριμένη περιοχή ήταν στη δικαιοδοσία της ΕΣΣΔ και αργότερα αποτέλεσε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, την Ανατολική.
Το απίστευτο μ’ αυτή την απομονωμένη βάση είναι ότι κράτησε περισσότερο και από την Ανατολική Γερμανία, αλλά και από τη Σοβιετική Ένωση! Τα σχετικά αρχεία αναφέρουν ότι ο γερμανικός στρατός πήρε τη διοίκηση της περιοχής τον Οκτώβριο του 1993.
Ενώ, όπως είναι γνωστό, η Ανατολική Γερμανία είχε καταρρεύσει ήδη από το 1989 (και το 1990 ενώθηκε με τη Δυτική), ενώ η ΕΣΣΔ έπαψε να υπάρχει από το τέλος του 1991. Με ποιο καθεστώς έμειναν εκείνοι οι άνθρωποι εκεί, ποιον εξυπηρετούσαν και σε ποιον διοχέτευαν πληροφορίες, αν όντως διοχέτευαν πληροφορίες, παραμένει μυστήριο μέχρι σήμερα.
Το πρότζεκτ της Fundus Group και οι αντιδράσεις
Η Γερμανία, όπως αποδείχτηκε, δεν είχε κανένα σχέδιο, καμία σκέψη για το τι θα κάνει με την περιοχή αυτή. Κάποιες σποραδικές ενοχλήσεις από παλιούς κατοίκους, που ήθελαν να επιστρέψουν, απορρίφθηκαν με τη δικαιολογία ότι «ήταν επικίνδυνη στρατιωτική περιοχή και είχε υποστεί τεράστια περιβαλλοντική ζημιά».
Ο φράχτης έμεινε. Ακουγόταν, ότι λόγω των βομβαρδισμών από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και του αμμώδους εδάφους μπορεί να υπήρξαν εκατοντάδες βόμβες που δεν είχαν εκραγεί. Η φήμη κυκλοφόρησε και ακόμα και οι πιο περίεργοι δεν έμπαιναν στην περιοχή.
H πρώτη κίνηση της γερμανικής κυβέρνησης ήταν να θεωρήσει την περιοχή «προστατευμένο μνημείο» και να αναστηλώσει τα κτίρια. Η απόφαση ελήφθη το 1995. Παραδόξως, μόλις τρία χρόνια αργότερα η απόφαση αυτή ανακλήθηκε χάρη στην προοπτική κέρδους.
Η πανίσχυρη εταιρεία Fundus Group, που ειδικεύεται στην κατασκευή πολυτελών κατοικιών, αγόρασε όλη τη χερσόνησο. Προηγουμένως, βέβαια, υπήρξε μια οργανωμένη προσπάθεια καθαρισμού, με δεκάδες ναρκαλιευτές και ειδικούς να χτενίζουν την περιοχή σπιθαμή προς σπιθαμή για βόμβες.
Το πρότζεκτ της Fundus Group ήταν να χτίσει ένα τεράστιο ξενοδοχειακό συγκρότημα, που θα μπορούσε να φιλοξενήσει ως και 2.000 ανθρώπους. Με μαρίνα, γήπεδο γκολφ, στάβλους, ξενοδοχεία, αλλά και ιδιωτικές κατοικίες. Ο φράχτης έπεσε και η χερσόνησος έγινε ένα αξιοθέατο της περιοχής, για μακρινούς περιπάτους, έστω κι αν τα κτίρια είχαν αρχίσει πια να ρημάζουν.
Όλοι λογάριασαν, όμως, χωρίς τους κατοίκους του γειτονικού Ρέρικ. Οι οποίοι συνειδητοποίησαν ότι η ζωή τους επρόκειτο να αλλάξει τελείως και η ήρεμη πόλη τους (από την οποία περνάει ο μοναδικός δρόμος προς το Wustrow) θα γινόταν ένα πολύβουο προάστιο.
Επαναστάτησαν. Στάθηκαν επί ημέρες ολόκληρες μπροστά στο φράχτη, όλοι μαζί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Η εταιρεία, με τη σειρά της, απαγόρεψε την είσοδο στη χερσόνησο από το 2004. Και τα τελευταία 20 χρόνια προσπαθούν να βρουν μια άκρη.
Έχουν παρουσιάσει διάφορα πλάνα: Από το να μεταφέρονται οι κάτοικοι της χερσονήσου αποκλειστικά με μικρά λεωφορεία που δεν θα επιβαρύνουν την κίνηση μέχρι να δημιουργηθεί ένα τούνελ (!) που θα ξεκινάει πριν την πόλη του Ρέρικ, θα την παρακάμπτει εντελώς και θα καταλήγει στο δρόμο για το Wustrow. Όλα έχουν απορριφθεί, παμψηφεί μάλιστα.
Τα κτίρια πια έχουν αρχίσει να καταρρέουν. Παρ’ όλα αυτά το 2018 η περιοχή άνοιξε για το κοινό και αρκετοί που επισκέπτονται το Ρέρικ έχουν την ευκαιρία να δουν από κοντά το Wustrow, αλλά μόνο με οργανωμένη εκδρομή με αυτοκίνητο, απ’ όπου απαγορεύεται να αποβιβαστούν για λόγους ασφαλείας.
Μια εταιρεία σκαφών στο Ρέρικ προσφέρει και μια εκδρομή όπου μπορεί κάποιος να δει τα κτίρια από τη θάλασσα.
Όλη αυτή η μυστικοπάθεια, βέβαια, προσδίδει περισσότερο στο μυστήριο της περιοχής, αντί να δίνει απαντήσεις. Οι κάτοικοι του Ρέρικ αρνούνται να ενδώσουν στις σειρήνες του (υπερ)τουρισμού, παρά την προοπτική κέρδους. Και το Wustrow παραμένει ακόμα ένας οικισμός-φάντασμα, με κρυμμένα μυστικά, τα οποία μπορεί να μην μάθουμε ποτέ.