Στους κύκλους της ναυτιλίας κυκλοφορεί εδώ και καιρό μια ιστορία που δεν γράφεται εύκολα στα δελτία Τύπου και δεν χωράει σε λαμπερές δεξιώσεις. Είναι η ιστορία ενός εφοπλιστή που δεν έφτιαξε την αυτοκρατορία του από το μηδέν, αλλά προσπάθησε απεγνωσμένα να πείσει τους πάντες –και κυρίως τον εαυτό του– ότι το έκανε.
Η αρχή ήταν μια «επένδυση»: μια start-up που έφερε την υπογραφή ενός νεαρού κληρονόμου, παιδιού παλιάς ναυτιλιακής οικογένειας. Όχι δικό του όραμα, όχι δικό του δημιούργημα. Μπήκε στο παιχνίδι από το πλάι, μέσω ενός φίλου, ενός ανθρώπου που άνοιγε πόρτες και έκλεινε συμφωνίες. Ο ίδιος προτιμούσε να μένει στη σκιά, μέχρι να έρθει η ώρα να παρουσιαστεί ως ο μεγάλος παίκτης.
Στην αρχή όλα έμοιαζαν να δουλεύουν. Υποσχέσεις για τεχνολογία, για καινοτομία. Λόγια βαριά, επενδύσεις βιαστικές, εγωισμοί φουσκωμένοι. Όταν όμως τα νούμερα άρχισαν να μην βγαίνουν και το όνειρο να τρίζει, ο εφοπλιστής μας δεν κοίταξε τον καθρέφτη. Έψαξε αμέσως κάποιον να κατηγορήσει.
Και τον βρήκε. Έναν άλλον συνεργάτη, έναν εύκολο στόχο. «Αυτός φταίει», έλεγε. «Με παραπλάνησε, με έριξε». Η ευθύνη μεταφέρθηκε σαν καυτό κάρβουνο, από χέρι σε χέρι, αρκεί να μην καίει τον ίδιο. Γιατί για εκείνον, το να παραδεχτεί λάθος θα σήμαινε να παραδεχτεί κάτι βαθύτερο: ότι δεν ήταν ποτέ ο αυτοδημιούργητος καπετάνιος που ήθελε να δείχνει.
Όταν οι κουβέντες δεν έφταναν, ήρθαν οι μπράβοι. Σκοτεινά ραντεβού, υπόγειες πιέσεις, απειλές που ψιθυρίζονταν αντί να γράφονται. Σαν να νόμιζε ότι με τη βία θα διορθώσει αυτό που δεν μπορούσε με μυαλό και σχέδιο. Αλλά η πραγματικότητα δεν λύγισε. Αντίθετα, γύρισε εναντίον του.
Οι δικαστικές αίθουσες έγιναν το νέο του πεδίο μάχης. Δικηγόροι πανάκριβοι, δικόγραφα σωρός, υποσχέσεις για «τελική δικαίωση». Κι όμως, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: ήττες, συμβιβασμοί, πόρτες που έκλειναν. Κάποια στιγμή, του προτάθηκε να φύγει. Να βγει από την υπόθεση με χρήματα, να σώσει ό,τι σώζεται και να συνεχίσει τη ζωή του. Μια καθαρή έξοδος.
Αρνήθηκε.
Όχι γιατί δεν τον συνέφερε. Αλλά γιατί δεν άντεχε την ιδέα ότι θα φύγει χωρίς να έχει «νικήσει». Γιατί μέσα του δεν πάλευε για την επιχείρηση, αλλά για κάτι πιο παλιό και πιο βαθύ: για την ανάγκη να αποδείξει ότι αξίζει, ότι δεν είναι απλώς «ο φίλος του τάδε» ή «ο επενδυτής μέσω τρίτων». Ήθελε να καλύψει ένα κόμπλεξ που τον ακολουθούσε χρόνια – το κόμπλεξ του ανθρώπου που ποτέ δεν ένιωσε πραγματικά εκτιμημένος.
Και ίσως εκεί βρίσκεται η τραγωδία του. Όχι στα χαμένα λεφτά, ούτε στις αποτυχημένες συμφωνίες. Αλλά στο ότι, όσο περισσότερο προσπαθούσε να επιβληθεί, τόσο λιγότερο σεβασμό κέρδιζε. Στα σαλόνια τον ανεχόντουσαν, στα γραφεία του τον φοβόντουσαν, αλλά κανείς δεν τον εκτιμούσε. Γιατί ο σεβασμός δεν αγοράζεται και δεν επιβάλλεται. Κερδίζεται.
Αλλά η ιστορία του μένει σαν υπενθύμιση ότι στην εποχή της βιτρίνας και του θορύβου, η μεγαλύτερη ήττα είναι να μην καταφέρεις ποτέ να συμφιλιωθείς με το ποιος πραγματικά είσαι.
Γιατί, τελικά, μπορείς να αγοράσεις μετοχές, πλοία και τίτλους.
Αλλά δεν μπορείς να αγοράσεις σεβασμό.
Και σίγουρα δεν μπορείς να αγοράσεις τη λύτρωση από τον ίδιο σου τον εαυτό.
Διαβάστε ακόμη:
- «Μάχη» ασφαλιστικών εταιρειών και ασφαλιστών για τις προμήθειες στα συμβόλαια
- Dimand: Πούλησε το Μινιόν στην Alpha Bank για 36,7 εκατ.
- Ο νέος ΚΟΚ και τα αλκοτέστ προκάλεσαν βουτιά στην κατανάλωση στα νυχτερινά μαγαζιά
- Τα παρά φύση δεκανίκια του ΣΥΡΙΖΑ θέλουν να φτάσει η υπόθεση των υποκλοπών στον Μητσοτάκη