Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), τα σημάδια από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία δεν είναι ακόμα πλήρως εμφανή στην πραγματική οικονομία τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ευρωζώνη, και θα είναι πολύ πιο ορατά μετά την άρση των μέτρων στήριξης.
Όσον αφορά στο τραπεζικό σύστημα, η επίπτωση αφορά κυρίως σε νέα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΕΔ) καθώς και στην αναμενόμενη επιδείνωση του λόγου των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTC) προς το σύνολο των εποπτικών κεφαλαίων.
Από τους πρώτους μήνες της πανδημίας, η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποίησε τις προβλέψεις της για 8-10 δισ. ευρώ νέα ΜΕΔ το 2021.
Οι υπολογισμοί αυτοί βασίζονται σε μακροοικονομικά υποδείγματα της ΤτΕ και σχετίζονται με την έως τώρα πορεία των ΜΕΔ σε αντίστοιχες περιπτώσεις απότομης χειροτέρευσης των μακροοικονομικών μεγεθών.
Ανάλογο ποσό νέων ΜΕΔ για το 2021 (συγκεκριμένα 8 δισ.) έχουν προβλέψει στα επιχειρησιακά τους πλάνα οι τέσσερεις συστημικές τράπεζες, ενώ σε λίγους μήνες αναμένονται και τα αποτελέσματα της άσκησης Stress Test που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (EBA) και ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM), στην οποία συμμετέχουν και οι τέσσερεις συστημικές ελληνικές τράπεζες.
Φυσικά, κανένα μακροοικονομικό υπόδειγμα πρόβλεψης δεν μπορεί να ενσωματώσει την επίπτωση από παράγοντες όπως τα moratoria, τα ευεργετικά μέτρα στήριξης που έχει πάρει η κυβέρνηση και τα προϊόντα ρύθμισης που παρέχουν οι ίδιες οι τράπεζες.
Και προφανώς ευχή είναι τα μέτρα αυτά να επιτύχουν τη μέγιστη δυνατή ανάσχεση των νέων ΜΕΔ.
Ουδείς θέλει να δει χειροτέρευση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών αλλά από την άλλη όμως ούτε και μετάθεση της εμφάνισης του προβλήματος στο μέλλον.
Για τον λόγο αυτόν, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με επιστολή του προς τα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Ευρωζώνης ανέδειξε τη σημασία της παροχής κατάλληλων λύσεων ρύθμισης σε πιστούχους που αντιμετωπίζουν προσωρινές δυσκολίες προκειμένου να ανταπεξέλθουν στην πληρωμή των δανειακών τους υποχρεώσεων λόγω της πανδημίας (ιδίως σε αυτούς που βγαίνουν από καθεστώς moratorium).
Οι ελληνικές τράπεζες ήδη έχουν ξεκινήσει και παρέχουν λύσεις ρύθμισης για αυτούς τους πιστούχους.
Τι έχει προτείνει η ΤτΕ
Στο σημείο αυτό υπενθυμίζουμε ότι η ΤτΕ έχει προτείνει στην Κυβέρνηση τη σύσταση Εταιρίας Διαχείρισης Ενεργητικού (AMC) στην οποία θα μεταβιβαστούν ΜΕΔ στην καθαρή λογιστική τους αξία, τα οποία στη συνέχεια θα τιτλοποιηθούν σε όρους αγοράς.
Ποιοι είναι όμως οι λόγοι που υπαγορεύουν την υιοθέτηση της πρότασης της ΤτΕ;
Πρώτον, επειδή το πρόβλημα των ΜΕΔ πρέπει να λυθεί αμέσως.
Δεύτερον, επειδή είναι απαραίτητη μια συστημική λύση η οποία θα λειτουργήσει συμπληρωματικά της υφιστάμενης, με δεδομένο ότι μετά την ολοκλήρωση των συναλλαγών που είναι προγραμματισμένες με τον Ηρακλή, το πρώτο ήμισυ του 2021, θα συνεχίσουν να υφίστανται ΜΕΔ ύψους περίπου 40 με 45 δισ. ευρώ, αναλόγως των εκτιμήσεων για τα νέα ΜΕΔ λόγω της πανδημίας.
Τρίτον, στην πρόταση της ΤτΕ το κόστος εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών επωμίζονται σε βάθος χρόνου οι ίδιες οι τράπεζες και όχι ο φορολογούμενος.
Οι τράπεζες θα επωμιστούν τελικά το κόστος της εφαρμογής μιας λύσης που βασίζεται στην αγορά.
Ωστόσο, οι τράπεζες μπορούν να επωφεληθούν από την εισαγωγή ενός μηχανισμού σταδιακής αναγνώρισης των ζημιών που καθιστά δυνατή την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας σε βάθος χρόνου.
Αποφεύγεται η απίσχναση των υφιστάμενων μετόχων λόγω της μετατροπής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC) για την απορρόφηση ζημιών.
Ενισχύεται η ρευστότητα και κυρίως η αποδοτικότητα των τραπεζών σε διατηρήσιμη βάση.
Τέταρτον και σημαντικότερο, η πρόταση της ΤτΕ επιλύει πέραν των ΜΕΔ και το πρόβλημα του υψηλού ποσοστού της Αναβαλλόμενης Φορολογικής Απαίτησης στα κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό διότι η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (DTC) αποτελεί βάσει νόμου αμετάκλητη απαίτηση των τραπεζών έναντι του ελληνικού δημοσίου η οποία συμψηφίζεται είτε με κέρδη είτε με ζημίες.
Όταν οι τράπεζες εμφανίσουν κέρδη συμψηφίζουν DTC με φορολογία εισοδήματος.
Όταν εμφανίζουν ζημίες συμψηφίζουν DTC με αύξηση μετοχικού κεφαλαίου υπέρ του ελληνικού δημοσίου.
Η κεφαλαιακή βάση
Η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταβληθεί από τον Έλληνα φορολογούμενο είτε μέσω της ενεργοποίησης του νόμου και καταβολής μετρητών σε περίπτωση ζημιών είτε μέσω της απώλειας φορολογικών εσόδων σε βάθος χρόνου.
Εδώ και έξι χρόνια οι τράπεζες έχουν άνω του 50% των εποπτικών τους κεφαλαίων σε αποθεματικά που δεν έχουν καταβληθεί.
Αυτός είναι επί της ουσίας και ο λόγος για τον οποίο η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών θεωρείται από τις αγορές κεφαλαίου ως χαμηλότερης ποιότητας σε σχέση με το κανονικό.
Παράλληλα, το ενδεχόμενο συμψηφισμού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης μέσω ζημιών (δηλαδή αύξησης μετοχικού κεφαλαίου υπέρ του ελληνικού δημοσίου και συνεπακόλουθης δραστικής μείωσης –απίσχνασης- dilution– του ποσοστού υφισταμένων μετόχων) αποτελεί αντικίνητρο για πολλούς επενδυτές προκειμένου να αξιολογήσουν θετικά τη συμμετοχή τους στο μετοχικό κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Radar.gr.