Στην διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Γερμανία εξασφάλιζε νίκες χάρις και στο περίφημο σύστημα κρυπτογραφημένων μηνυμάτων Enigma που είχε στην διάθεση της η απόκτηση και αποκάλυψη των μυστικών του από τους συμμάχους αποτέλεσε κομβικό σημείο στην εξέλιξη του πολέμου. Σήμερα την θέση του Enigma έχει πάρει μια προηγμένη μηχανή παραγωγής τσιπ νέας γενιάς για την απόκτηση της οποίας διεξάγεται ένας πραγματικός ψυχρός πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα.

Η άγνωστη για τους περισσότερους εταιρεία ASML Holding που εδρεύει στην περιοχή Βεντχόβεν στην Ολλανδία κατασκεύασε το 2017 μια μηχανή η οποία μπορεί να φτιάχνει πανίσχυρα και πολύ μικρού μεγέθους τσιπάκια γεγονός που επιτρέπει την δημιουργία νέων ακόμη πιο μικρών σε μέγεθος αλλά ακόμη πιο ισχυρών ηλεκτρονικών συσκευών και συστημάτων κάθε είδους (από κινητά τηλέφωνα μέχρι data centers).

Το μηχάνημα αυτό κοστίζει 150 εκατ. δολάρια και για να μεταφερθεί στους πελάτες χρειάζονται 40 κοντέινερ που ταξιδεύουν με πλοίο, 20 νταλίκες και τρεις πτήσεις ενός αεροσκάφους Boeing 747.

Το γεγονός ότι πρόκειται για το μοναδικό μηχάνημα αυτού του είδους στον κόσμο δημιούργησε γύρω του όχι μόνο εμπορικά αλλά και γεωπολιτικά… τζαρτζαρίσματα για την απόκτηση του.

Όπως αναφέρουν σε δημοσίευμα τους οι New York Times η προεδρία Τραμπ άσκησε πίεση στην Ολλανδική κυβέρνηση και κατάφερε να εμποδίσει την πώληση του μηχανήματος στην Κίνα το 2019 ενώ ο πρόεδρος Μπάιντεν συνεχίζει να στηρίζει αυτή την απόφαση.

Αυτό φυσικά δεν άρεσε καθόλου στο Πεκίνο αφού σύμφωνα με τους ειδικούς της βιομηχανίας των επεξεργαστών η Κίνα θα χρειαστεί τουλάχιστον μια δεκαετία για να κατασκευάσει μόνη της ένα παρόμοιο μηχάνημα γεγονός που θα την φέρει αρκετά πίσω στην τεχνολογική κούρσα που εξελίσσεται στην παγκόσμια σκακιέρα.

Ταυτόχρονα με την εξασφάλιση του εμπάργκο για το ολλανδικό μηχάνημα το αμερικανικό Κογκρέσο συζητά την παροχή ενός ποσού της τάξης των 50 δισ. δολαρίων σε πρώτη φάση για να ενισχυθεί η παραγωγή τσιπ νέας γενιάς εντός των ΗΠΑ οι οποίες σε αυτή την φάση εξαρτώνονται πολύ από συνεργασίες με χώρες παραγωγής επεξεργαστών όπως η Ταϊβάν η οποία όμως δεν μπορεί να θεωρείται αξιόπιστος συνεργάτης λόγω της διαχρονικής προσπάθειας της Κίνας να την προσαρτήσει.

Βέβαια η βιομηχανική ανεξαρτησία των ΗΠΑ στον τομέα των τσιπ δεν θα είναι μια απλή και εύκολη υπόθεση. Σύμφωνα με την τελευταία σχετική μελέτη που έγινε την περασμένη άνοιξη από το Boston Consulting Group και την Ένωση Βιομηχανιών Ημιεπεξεργαστών των ΗΠΑ αναφέρει ότι για να αποκτήσουν οι ΗΠΑ αυτονομία στην παραγωγή των τσιπ θα χρειαστεί μίνιμουμ ένα ποσό της τάξης του ενός τρισ. δολαρίων ενώ παράλληλα θα πρέπει να αυξηθούν πολύ οι τιμές των προϊόντων που θα περιέχουν αυτά τα τσιπ.

«Πρόκειται για ένα απόλυτα μη ρεαλιστικό στόχο για οποιονδήποτε» αναφέρει ο Γουίλι Σιχ, καθηγητής στην Σχολή Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ που ειδικεύεται στον τομέα των αλυσίδων εφοδιασμού.

Η προεδρία Μπάιντεν συνεχίζει παράλληλα να διατηρεί το καθεστώς των διαφόρων ειδών κυρώσεων των ΗΠΑ απέναντι σε κινεζικές εταιρείες κυρίως του τεχνολογικού χώρου.

Στις κυρώσεις αυτές υπάρχει απαγόρευση αμερικανικών επενδύσεων σε περίπου 60 εταιρείες που θεωρείται ότι ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από την κινεζική κυβέρνηση.

Υπάρχει επίσης έλεγχος ή απαγόρευση της λειτουργίας διαφόρων κινεζικών εταιρειών στις ΗΠΑ ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις όπως στο δημοφιλές στις νεαρές ηλικίες κοινωνικό δίκτυο Tik Tok ο Λευκός Οίκος είχε απαιτήσει με υπογραφή σχετικού διατάγματος να πωλήσει η μητρική εταιρεία του Tik Tok τα δικαιώματα της πλατφόρμας στις ΗΠΑ σε αμερικανική εταιρεία.

Αν και αρχικά υπήρξε ενδιαφέρον από κολοσσούς όπως η Microsoft και η Oracle τελικά η πώληση δεν πραγματοποιήθηκε και η εταιρεία του Tik Tok ξεκίνησε ένα δικαστικό αγώνα καταφέρνοντας να μπλοκάρει την πώληση.

Ο Τζο Μπάιντεν αποφάσισε να άρει το εμπάργκο στο Tik Tok αλλά ζήτησε από τις αρμόδιες υπηρεσίες να ελέγξουν τις κατηγορίες για χρήση των εφαρμογών της πλατφόρμας από το Πεκίνο για κατασκοπία εναντίον των ΗΠΑ.