Κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, το Αλκατράζ, με τους απόκρημνους γκρεμούς και τα βίαια, ψυχρά θαλάσσια ρεύματα που το περιέβαλαν, ήταν το ιδανικό μέρος κράτησης αιχμαλώτων των Νοτίων.

Στις αρχές του 20ου αιώνα ξαναχτίστηκε ως στρατιωτική φυλακή.

Στη δεκαετία του 1930, καθώς οι ΗΠΑ προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το οργανωμένο έγκλημα που ήκμασε κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης, το υπουργείο Δικαιοσύνης Μετέτρεψε το Αλκατράζ ξανά σε φυλακή. Μεταξύ των πιο διάσημων κρατουμένων του ήταν οι διαβόητοι γκάνγκστερ Al Capone, Mickey Cohen, George “Machine Gun” Kelly, καθώς και ο καταδικασμένος δολοφόνος Robert Stroud, ο οποίος αργότερα θα γινόταν περισσότερο γνωστός ως ο “Birdman of Alcatraz”.

Το σχέδιο

Με τον κρατούμενο Φρανκ Μόρις να πρωτοστατεί, τέσσερις κατάδικοι άρχισαν να επινοούν ένα περίτεχνο και τολμηρό σχέδιο για να δραπετεύσουν. Σε μια περίοδο αρκετών μηνών, οι άντρες σκάλισαν τον τοίχο που είχε καταστραφεί από το αλάτι γύρω από τον αεραγωγό κάτω από τους νιπτήρες των κελιών τους.

Χρησιμοποιώντας μεταλλικά κουτάλια κλεμμένα από την τραπεζαρία, ένα τρυπάνι κατασκευασμένο από κινητήρα ηλεκτρικής σκούπας και λεπίδες πριονιού, κατάφεραν να σκάψουν έναν διάδρομο. Μάλιστα, για να καλύψουν τον θόρυβο του τρυπανιού, έσκαβαν όσο ο Μόρις έπαιζει ακορντεόν για τους κρατούμενους, ενώ έκρυβαν τθς τρύπες στον τοίχο του κελιού με προθέματα από παπιέ-μασέ από περιοδικά της βιβλιοθήκης της φυλακής.

Μόλις δημιούργησαν μια τρύπα αρκετά μεγάλη για να συρθούν στο διάδρομο, ανέβηκαν στο άδειο επάνω επίπεδο του κελιού και έστησαν ένα μυστικό εργαστήριο. όπου ξεκίνησαν να κατασκευάσουν μια αυτοσχέδια λαστιχένια σχεδία 6×14 ποδιών και σωσίβια φτιαγμένα από περισσότερα από 50 κλεμμένα αδιάβροχα. Για να μονώσουν το λάστιχο, το έλιωσαν χρησιμοποιώντας τους ζεστούς ατμούς της φυλακής. Στη συνέχεια μετέτρεψαν μια κονσερτίνα ακορντεόν σε εργαλείο για να φουσκώσουν τη σχεδία και έφτιαξαν κουπιά από κομμάτια κόντρα πλακέ.

Οι κατασκευές

Όσο δούλευαν στη διάνοιξη του τούνελ και την κατασκευή της λέμβου, έπρεπε να κρύψουν την απουσία τους από τους φρουρούς που έκαναν περιοδικά νυχτερινούς ελέγχους. Έτσι, σμίλεψαν παπιέ-μασέ εκδοχές του εαυτού τους από σαπούνι, οδοντόκρεμα και χαρτί υγείας.

Για να κάνουν τα ομοιώματα τους να φαίνονται πιο ρεαλιστικά, χρησιμοποίησαν αληθινά μαλλιά από το πάτωμα του κουρείου της φυλακής και τα έβαψαν χρησιμοποιώντας κλεμμένες προμήθειες τέχνης.

Στη συνέχεια τα έβαζαν στα κρεβάτια τους, γεμισμένα με ρούχα και πετσέτες κάτω από τις κουβέρτες τους σε σχήμα του σώματός τους για να φαίνεται σαν να κοιμούνται. Καθώς δούλευαν τον αυτοσχέδιο εξοπλισμό διαφυγής τους, αναζητούσαν και διέξοδο. Χρησιμοποιώντας υδραυλικές σωληνώσεις ως σκαλοπάτια, ανέβηκαν 9,1 μέτρα και άνοιξαν τον δρόμο για την ελευθερία τους με περίτεχνο τρόπο.

 

Η απόδραση

Τελικά, το βράδυ της 11ης Ιουνίου 1962, ήταν έτοιμοι να θέσουν σε εφαρμογή το έξυπνο σχέδιό τους. Αφήνοντας τα ομοιώματα στα κρεβάτια τους για να ξεγελάσουν τους φρουρούς, ο Μόρις και τα δύο αδέρφια Άνγκλιν σύρθηκαν έξω από τις τρύπες στους τοίχους του κελιού.

Ανέβηκαν στην οροφή του κελιού, έτρεξαν απέναντι κουβαλώντας την αυτοσχέδια βάρκα τους, βρέθηκαν μπροστά στον πύργο των φρουρών, κατέβηκαν από έναν εξωτερικό σωλήνα αποχέτευσης, διέσχισαν την αυλή της φυλακής, σκαρφάλωσαν δύο διαδοχικούς φράχτες από συρματοπλέγματα μήκους 3,7 μέτρων και κατέβηκαν από ένα απότομο ανάχωμα στη βορειοανατολική ακτή του νησιού. Στην άκρη του νερού, φούσκωσαν τη βάρκα τους και χάθηκαν για πάντα μέσα στη νύχτα. Ο συναγερμός σήμανε μόνο το επόμενο πρωί, όταν ανακαλύφθηκαν τα ομοιώματά τους.

Η φυλακή του Αλκατράζ έκλεισε το 1963, ένα χρόνο μετά την απόδραση των ανδρών. Εν μέρει, αυτό οφειλόταν στην επιδείνωση της δομής της και στο κόστος λειτουργίας της, αλλά και στο αυστηρό καθεστώς της φυλακής που υπήρξε αντικείμενο διαμάχης. Ήδη από το 1939, ο Γενικός Εισαγγελέας των ΗΠΑ Φρανκ Μέρφι είχε προσπαθήσει να την κλείσει, λέγοντας: «Ολόκληρο το ίδρυμα ευνοεί την ψυχολογία που δημιουργεί μια απαίσια και μοχθηρή στάση μεταξύ των κρατουμένων».

Διαβάστε ακόμη