Σε βελτίωση των όρων χρηματοδότησης για το Ελληνικό Δημόσιο, με μόνιμη μείωση των αποδόσεων των ομολόγων κατά περίπου 0.7% (70 μονάδες βάσης) θα επιφέρει η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας στην επενδυτική βαθμίδα.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μελέτη «Οι επιδράσεις της πιστοληπτικής αναβάθμισης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία» των Μαριάνθη Αναστασάτου, Χιόνα Μπαλφούσια, Ζαχαρία Μπραγουδάκη , Δημήτρη Μαλλιαρόπουλου Πέτρου Μηγιάκης, Δημήτρη Παπαγεωργίου και Παύλου Πέτρουλα, η οποία δημοσιεύεται στο νέο Οικονομικό Δελτίο της Τραπέζης της Ελλάδος.
Συγκεκριμένα εκτιμάται ότι η αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία επιφέρει μια μόνιμη μείωση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων κατά περίπου 70 μονάδες βάσης, σε διάστημα έως και τριών μηνών μετά την αναβάθμιση, καθώς και σημαντικές μακροοικονομικές επιδράσεις, όπως αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ σε βάθος χρόνου κατά 2,5%.
Στη συνέχεια, η μελέτη εξετάζει τις δυνητικές επιδράσεις μιας αναβάθμισης στην επενδυτική κατηγορία για την ελληνική οικονομία. Αρχικά, εκτιμάται η μείωση του κόστους χρηματοδότησης για το Ελληνικό Δημόσιο που αναμένεται ως συνέπεια της αναβάθμισης, με τη χρήση υποδειγμάτων καμπύλης αποδόσεων. Κατόπιν, διερευνώνται οι δυνητικές επιδράσεις της εν λόγω μείωσης στον πραγματικό και στο χρηματοπιστωτικό τομέα της ελληνικής οικονομίας, στο πλαίσιο ενός δυναμικού στοχαστικού υποδείγματος γενικής ισορροπίας. Στόχος είναι η ανίχνευση και κατανόηση των μηχανισμών μετάδοσης της θετικής αυτής διαταραχής στην πραγματική οικονομία και τον τραπεζικό τομέα, καθώς και η ποσοτική προσέγγιση των αναμενόμενων επιδράσεων μέσω προσομοιώσεων του υποδείγματος.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της προσομοίωσης στο πλαίσιο του υποδείγματος, μια αναβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία οδηγεί σε μόνιμη αύξηση του επιπέδου των βασικών οικονομικών και χρηματοπιστωτικών μεγεθών. Μακροπρόθεσμα, το επίπεδο του πραγματικού ΑΕΠ αυξάνεται και ενισχύονται τα τραπεζικά κεφάλαια και οι πιστώσεις. Επιπρόσθετα, επιδρά σταθεροποιητικά τόσο στον τραπεζικό τομέα όσο και στην πραγματική οικονομία.
Η επίδραση των δημοσιονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού
Στο ίδιο Οικονομικό Δελτίο της ΤτΕ δημοσιεύεται μελέτη στην οποια αναλύονται οι αναδιανεμητικές επιδράσεις του πληθωρισμού και των δημοσιονομικών μέτρων που υιοθετήθηκαν για την άμβλυνση των δυσμενών επιπτώσεών του στα νοικοκυριά στην Ελλάδα το 2022. Η ανάλυση χρησιμοποιεί το υπόδειγμα μικροπροσομοίωσης φόρων-παροχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUROMOD) για να μελετήσει πώς ο πληθωρισμός, τα μέτρα στήριξης του εισοδήματος των νοικοκυριών, καθώς και τα μέτρα που στόχευσαν στη συγκράτηση των τιμών επηρέασαν την αγοραστική δύναμη και την ευημερία τους σε όλο το εύρος της κατανομής του εισοδήματος.
Η μελέτη επιβεβαιώνει ότι η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών με χαμηλότερο εισόδημα επηρεάστηκε περισσότερο από την άνοδο του πληθωρισμού το 2022 σε σχέση με εκείνη των νοικοκυριών με υψηλότερο εισόδημα, γεγονός που οδήγησε στο λεγόμενο «χάσμα πληθωρισμού». Ο άνισος αντίκτυπος του πληθωρισμού ενισχύθηκε περαιτέρω από τα υψηλά μερίδια της κατανάλωσης στο εισόδημα των φτωχότερων, με αποτέλεσμα να προκύψει ένα χάσμα ως προς τις απώλειες κοινωνικής ευημερίας μεταξύ του κατώτατου και του ανώτατου εισοδηματικού δεκατημορίου της τάξεως των 9,2 ποσοστιαίων μονάδων.
Η αρνητική αναδιανεμητική επίδραση της πληθωριστικής διαταραχής αντισταθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τα μέτρα στήριξης που υιοθετήθηκαν, τα οποία περιόρισαν τις απώλειες σε όρους κοινωνικής ευημερίας σε μόλις 2,9% για τον πληθυσμό συνολικά. Επιπλέον, τα δημοσιονομικά μέτρα εξάλειψαν το χάσμα πληθωρισμού και μείωσαν το χάσμα απωλειών κοινωνικής ευημερίας μεταξύ φτωχών και πλουσίων σε μόλις 0,7 της ποσοστιαίας μονάδας. Τα μέτρα που στόχευαν στη συγκράτηση των τιμών κυριάρχησαν έναντι των μέτρων στήριξης του εισοδήματος των νοικοκυριών ως προς την αντιστάθμιση των απωλειών ευημερίας σε όλη την κατανομή του εισοδήματος.
Είχαν δε προοδευτική επίδραση, που οφείλεται κυρίως στην επιδότηση ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς η παρεχόμενη στήριξη ήταν αντιστρόφως ανάλογη της κατανάλωσης. Ωστόσο, επειδή δεν ήταν εξίσου στοχευμένα στα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, ήταν από οικονομικής απόψεως λιγότερο αποδοτικά σε σχέση με τα μέτρα στήριξης του εισοδήματος. Εντούτοις, το σχετικό πλεονέκτημα αποτελεσματικότητας των εισοδηματικών μέτρων μπορεί να υπονομευθεί σοβαρά υπό συνθήκες εκτεταμένης φοροδιαφυγής, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη όχι μόνο για προσεκτικό σχεδιασμό των στοχευμένων μέτρων, αλλά και για συμπληρωματικότητά τους με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.