Όπως είναι γνωστό, η αύξηση του ενεργειακού κόστους έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία, καθώς προκαλεί επιβαρύνσεις τόσο στις επιχειρήσεις, όσο και στους οικιακούς καταναλωτές.

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Σε ό,τι αφορά την τρέχουσα επικαιρότητα, τους τελευταίους έξι μήνες οι τιμές των ενεργειακών προϊόντων έχουν εκτοξευτεί σε πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα επίπεδα, γεγονός που έχει αντίκτυπο και στη χώρα μας, σε βαθμό μάλιστα που να γίνεται λόγος για ενεργειακή κρίση.

Επιδίωξη σχετικής ανάλυσης του ΚΕΠΕ είναι να εξετάσει τις δομικές αιτίες για το ισχυρό αυτό πλήγμα στον ενεργειακό τομέα που έχει αρνητικές συνέπειες και στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται μεθόδους της Ανάλυσης Εισροών-Εκροών, και συγκεκριμένα μια διευρυμένη εκδοχή της «μεθόδου υποθετικής απόσπασης», η οποία λαμβάνει υπόψη όχι μόνον τις τεχνικές συνθήκες παραγωγής αλλά και τις κοινωνικές συνθήκες παραγωγής, καθώς και τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία από τους Πίνακες Εισροών-Εκροών της ελληνικής οικονομίας.

Μέσω της εκτίμησης τόσο των «προς τα μπρος» όσο και των «προς τα πίσω» διασυνδέσεων του ενεργειακού κλάδου, η μέθοδος που ακολουθεί το ΚΕΠΕ επιτρέπει να μελετήσει και τις δύο όψεις της ενεργειακής κρίσης, δηλαδή τόσο των δομικών παραγόντων που καθορίζουν τη λειτουργία του κλάδου της ενέργειας όσο και το πώς οι εξελίξεις στον κλάδο της ενέργειας επηρεάζουν τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας.

Κομισιόν: Έτσι θα βγούμε από την ενεργειακή κρίση

Βασικά συμπεράσματα

Το ΚΕΠΕ λοιπόν προσπάθησε να ανιχνεύσει τα δομικά αίτια της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης στη χώρα.Στη βάση αυτή τα κύρια συμπεράσματα της ανάλυσης είναι επιγραμματικά τα εξής:

1. Μετά τα μέσα του του 2021 καταγράφηκε κατακόρυφη αύξηση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων, όπως το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο.

2. Αυτή τη στιγμή, η ποσοστιαία συμμετοχή του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ξεπερνάει το 40%.

3. Η δομική ανάλυση της ελληνικής οικονομίας, η οποία βασίζεται στα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία και τα οποία αντιστοιχούν στον Πίνακα Εισροών-Εκροών για το έτος 2015, έδειξε ότι οι δύο βασικοί κλάδοι από τους οποίους εξαρτάται ο τομέας της ενέργειας για αγορές εισροών είναι οι «Ορυχεία-Λατομεία» και «Παραγωγή οπτάνθρακα και προϊόντων διύλισης πετρελαίου» (ενώ μόνο με τον κλάδο «Παραγωγή βασικών μετάλλων» ο τομέας της ενέργειας εμφανίζει σχετικά υψηλές προς τα μπρος και ταυτοχρόνως σχετικά υψηλές προς τα πίσω διασυνδέσεις).

4. Συνδυάζοντας λοιπόν το σημείο (2) με το (3) , προκύπτει ότι έχει επέλθει μια απότομη δομική αλλαγή όσον αφορά τον τομέα της ενέργειας. Συγκεκριμένα, η συμμετοχή των εγχώριων εξορύξεων, στον οποίο βασιζόταν παραδοσιακά η ελληνική οικονομία για την παραγωγή φθηνής ενέργειας, έχει μειωθεί αισθητά και σε μεγάλο βαθμό έχει αντικατασταθεί με εισαγωγές φυσικού αερίου.

Συνεπώς, από τη μια πλευρά, η δομική μεταβολή του μείγματος εισροών για την παραγωγή ενέργειας της χώρας εις βάρος του κλάδου της εξόρυξης, στον οποίο η ελληνική οικονομία παραδοσιακά βασιζόταν, και υπέρ του εισαγόμενου φυσικού αερίου, και, από την άλλη πλευρά, η εκτίναξη των διεθνών τιμών φυσικού αερίου και πετρελαίου, έχουν δημιουργήσει την εκρηκτική αύξηση του ενεργειακού κόστους στην ελληνική οικονομία.

5. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί και το γεγονός ότι η «ενέργεια» αποτελεί σημαντικό συστατικό στοιχείο του πραγματικού ωρομισθίου. Τα ευρήματα αυτά συνεπάγονται ότι η χώρα μας όσον αφορά την ενέργεια είναι περισσότερο εκτεθειμένη σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν από τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές.

Συνεπώς, έχει ελάχιστα μέσα να αμυνθεί στις πρόσφατες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αέριου με αποτέλεσμα να έχουμε οδηγηθεί σε μια πρωτοφανή για τα σύγχρονα ελληνικά δεδομένα ενεργειακή κρίση. Για άλλη μια φορά γίνονται πρόδηλες, επομένως, οι στρεβλώσεις του ελληνικού παραγωγικού υποδείγματος, το οποίο είναι πλήρως εξαρτημένο από τον εξωτερικό τομέα. Για την αποφυγή των στρεβλώσεων αυτών, είναι απαραίτητος ένας συνεκτικός προγραμματισμός που θα αφορά σε πολιτικές με τομεακή και περιφερειακή διάσταση.

Ενεργειακά έργα: Σκληρή μάχη κυβέρνησης στο ταμείο Ανάκαμψης

Εξέλιξη του ενεργειακού κόστους

Κατά το 2ο εξάμηνο του 2021 καταγράφηκε κατακόρυφη αύξηση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων που επηρέασε το σύνολο των κρατών-μελών της Ευρώπης. Χαρακτηριστική είναι η αυξητική πορεία της προθεσμιακής τιμής του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, η οποία, παρά τη μικρή πτωτική τάση που εμφάνισε κατά τα τέλη Οκτωβρίου, συνέχισε έντονα ανοδικά προς το τέλος του έτους.

Αντίστοιχη αυξητική τάση κατέγραψε και η διεθνής τιμή του πετρελαίου Μπρεντ, η οποία, σε συνέχεια της πολύ μεγάλης πτώσης κατά τους πρώτους μήνες του 2020, παρουσίασε κατακόρυφη αύξηση, ιδιαίτερα από το τέλος του 2020 και μέχρι τον Οκτώβριο του 2021.

Ταυτόχρονα, η τιμή των δικαιωμάτων εκπομπών αερίων ρύπων παρουσιάζει συνεχή αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια, ενώ συγκριτικά με το τέλος του 2020 έχει υπερδιπλασιαστεί, επηρεάζοντας άμεσα το κόστος παραγωγής της βιομηχανίας, αλλά και το κόστος παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα.

Σήμερα, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας βασίζεται σε μεγάλο ποσοστό στις μονάδες φυσικού αερίου, ενώ σημαντική παραμένει και η χρήση ορυκτών καυσίμων. Αυτή τη στιγμή, η ποσοστιαία συμμετοχή του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ξεπερνάει το 40%. Ως συνέπεια, η συνεχής αυξητική τάση του κόστους των ενεργειακών προϊόντων, και κατά κύριο λόγο αυτή του φυσικού αερίου, έχει οδηγήσει σε αντίστοιχες αυξήσεις του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, ένα φαινόμενο που δεν αφορά αποκλειστικά τη χώρα μας, αλλά έχει επηρεάσει και έχει προκαλέσει ιδιαίτερη ανησυχία στο σύνολο των κρατών μελών της ΕΕ.

Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, οι χονδρεμπορικές τιμές του ρεύματος καταγράφουν συνεχή αυξητική πορεία από τον Σεπτέμβριο και, παρά τις ελπίδες για αποκλιμάκωση μετά το τέλος Οκτωβρίου, κατά τους τελευταίους δύο μήνες του έτους η τιμή αγοράς της επόμενης μέρας κινείται σταθερά σε τιμές άνω των 300 €/MWh, ενώ πρόσφατα ξεπέρασε ακόμα και τα 400 €/MWh. Η αιφνίδια, έντονη άνοδος των τιμών των ενεργειακών προϊόντων το τελευταίο χρονικό διάστημα φαίνεται πως οφείλεται σε συγκυρία έκτακτων, αλλά και μακροχρόνιων παραγόντων, οι οποίοι ωστόσο έχουν συζητηθεί διεξοδικά το τελευταίο διάστημα.

Ενδεικτικά, θα μπορούσε κάποιος να αναφέρει την απότομη αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης για ενέργεια που προκάλεσε η ξαφνική ανάκαμψη της οικονομίας, τους περιορισμούς που προέκυψαν εξαιτίας της πανδημίας στα δίκτυα μεταφορών, καθώς και τη μείωση των επενδύσεων στον τομέα της ενέργειας και των δικτύων, τον περιορισμό στη διαθεσιμότητα φυσικού αερίου στην Ευρώπη, ως συνέπεια του ψυχρού περσινού χειμώνα και άνοιξης, τη μειωμένη παραγωγή αιολικής και υδροηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, ως αποτέλεσμα των κλιματικών συνθηκών που επικράτησαν, την κατακόρυφη άνοδο της τιμής των δικαιωμάτων άνθρακα και φυσικά γεωπολιτικά αίτια που συνέβαλαν στη μείωση της προσφοράς φυσικού αερίου στην Ευρώπη, κυρίως από την πλευρά της Ρωσίας.

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι γίνεται προσπάθεια αντιμετώπισης κάποιων από τους παραπάνω παράγοντες, όπως αναφέρθηκε, η τιμή του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στη χώρα μας, εξακολουθούν να αυξάνουν. Αυτό ενισχύει την εκτίμηση ότι υφίστανται συγκεκριμένα δομικά χαρακτηριστικά της ενεργειακής αγοράς που εξακολουθούν να επηρεάζουν αρνητικά το κόστος της ενέργειας. Ενδεικτικά, μία σημαντική παράμετρος είναι η υψηλή εξάρτηση της Ευρώπης, αλλά και της χώρας μας από εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων, ιδιαίτερα σε φυσικό αέριο και πετρελαιοειδή.

Ταυτόχρονα, η ευρωπαϊκή στρατηγική προς μία οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα δημιουργεί περιορισμούς στο ενεργειακό σύστημα, καθώς, πέρα από την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των ΑΠΕ, απαιτεί επίσης σημαντικές επενδύσεις σε συστήματα αποθήκευσης, ενεργειακή αναβάθμιση και διαχείριση της ζήτησης, που αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο.