Εν μέσω ενός περιβάλλοντος υψηλής αβεβαιότητας, λόγω κυρίως των γεωπολιτικών αναταραχών, το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι στρατηγικής σημασίας.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, η αύξηση των τιμών της ενέργειας, μετά και από την πρόσφατη κρίση στη Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με την ταχεία ανάπτυξη της τεχνολογίας και τις ραγδαίες αλλαγές στην αγορά εργασίας, είναι μερικές από τις βασικές προκλήσεις που αναμένεται να αντιμετωπίσει η ευρωπαϊκή οικονομία και ιδιαίτερα ο βιομηχανικός τομέας.
Αυτές οι προκλήσεις θέτουν ένα κρίσιμο ερώτημα: Πώς μπορεί η οικονομία της Ευρώπης να παραμείνει ανταγωνιστική, σε σχέση με τις άλλες παγκόσμιες οικονομίες, και ιδιαίτερα, με τις ΗΠΑ και την Κίνα; Η Ευρώπη είναι μία από τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο, με το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών με τον υπόλοιπο κόσμο να αντιπροσωπεύει το 16,2% του παγκόσμιου εμπορίου.
Ωστόσο, τα τελευταία έτη, η μείωση της ζήτησης, εξαιτίας της παγκόσμιας επιβράδυνσης, οδήγησε τη βιομηχανία σε όλη την Ευρώπη σε στασιμότητα, ενώ παράλληλα το υψηλό κόστος των εισροών, λόγω της ενεργειακής κρίσης, καθιστούν τα ευρωπαϊκά προϊόντα λιγότερο ανταγωνιστικά, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα της Βόρειας Αμερικής ή της Ασίας.
Η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία (Real effective exchange rate-REER) αποτελεί έναν δείκτη μέτρησης της ανταγωνιστικότητας μίας οικονομίας, σε σύγκριση με τους κύριους εμπορικούς εταίρους της, είτε ως προς τις τιμές (σύμφωνα με τον δείκτη τιμών καταναλωτή), είτε ως προς το κόστος εργασίας (με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος).
Οι μεταβολές του δείκτη εξαρτώνται εκτός από τις μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών και από το κόστος εργασίας, ή διαζευκτικά από τις τιμές. Η άνοδος του δείκτη σημαίνει μείωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας. Όπως φαίνεται, από τα μέσα του 2022, σημειώθηκε μεγαλύτερη μείωση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες (αύξηση του δείκτη), τόσο σε όρους τιμών , όσο και σε όρους κόστους εργασίας (Γράφημα 3β), γεγονός που αντανακλά, ως έναν βαθμό, τις υψηλότερες τιμές της ενέργειας και το ονομαστικό μισθολογικό κόστος, αντίστοιχα.
Παράλληλα, η μέση αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι διαχρονικά ασθενέστερη συγκριτικά με άλλες μεγάλες οικονομίες , οδηγώντας σε αυξανόμενο χάσμα στα επίπεδα παραγωγικότητας. Οι τιμές της ενέργειας στην Ευρώπη (π.χ. φυσικό αέριο, ηλεκτρική ενέργεια), αν και έχουν υποχωρήσει από τα υψηλά επίπεδα του 2022, παραμένουν υψηλότερες σε σχέση με άλλες μεγάλες οικονομίες, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, αναγκάζοντας τους Ευρωπαίους κατασκευαστές στον τομέα της βιομηχανίας, και ειδικότερα στην αυτοκινητοβιομηχανία, να παράγουν εξ αρχής με υψηλότερες τιμές.
Για παράδειγμα, η Κίνα μπορεί να παράγει -με χαμηλότερο κόστος- σημαντικά προϊόντα, όπως κινητήρες ηλεκτρικών οχημάτων, μπαταρίες, ανεμογεννήτριες κ.ά., τα οποία πρέπει να ικανοποιούν και τα κριτήρια της «καθαρής» τεχνολογίας. Σύμφωνα με τα ευρήματα πρόσφατης μελέτης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανταγωνιστικότητα της καθαρής ενέργειας (“Progress on competitiveness of clean energy technologies”, Οκτώβριος 2023), το 2022, η προσφορά αιολικής και ηλιακής ενέργειας αυξήθηκε περίπου κατά 50% σε σύγκριση με το 2021 στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, παρά τη θετική αυτή εξέλιξη, η βιομηχανία παραγωγής «καθαρής» ενέργειας αντιμετωπίζει αυξανόμενο ανταγωνισμό από μη Ευρωπαίους παραγωγούς. Από τις πρώτες ύλες, τις ενδιάμεσες εισροές και τα τελικά προϊόντα, η Ευρώπη εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τις εισαγωγές, γεγονός που αποδυναμώνει την ανταγωνιστικότητά της.
Επιπλέον, η ευρωπαϊκή βιομηχανία είναι αντιμέτωπη, εκτός από την παραγωγή χαμηλού κόστους της Κίνας, και με τις αναπτυξιακές δράσεις των ΗΠΑ (IRA, CHIPS), που στοχεύουν στην προσέλκυση επιχειρήσεων από την ΕΕ, προηγμένης τεχνολογίας και «καθαρής» ενέργειας, μέσω επιδοτήσεων και φορολογικών διευκολύνσεων (Turning challenges to EU competitiveness into opportunities, Jacques Delors Centre, Οκτώβριος 2023). Στον αντίποδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναλάβει μια σειρά πρωτοβουλιών, ώστε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και να ενισχύσει τη βιομηχανική της πολιτική, όπως το Βιομηχανικό Σχέδιο Πράσινης Συμφωνίας και ο νόμος περί κρίσιμων πρώτων υλών, που στοχεύουν στη μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από τις εισαγωγές «καθαρών» τεχνολογιών και στη δημιουργία μίας ισχυρής εγχώριας μεταποιητικής βάσης.
Τέλος, αξίζει να αναφερθούν οι πρωτοβουλίες που λαμβάνουν χώρα, το τελευταίο διάστημα, σε επίπεδο αρχηγών κρατών της ΕΕ, με στόχο την αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης (Artificial Intelligence). Αναγνωρίζοντας τη σημασία της τεχνητής νοημοσύνης στη μεταμόρφωση της οικονομίας (βλ. Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της 26.03.2023), η ΕΕ οφείλει να την τοποθετήσει στον πυρήνα της βιομηχανικής της πολιτικής.
Αυτή η στρατηγική θα έχει θετικά αποτελέσματα στη βιομηχανική ισχύ, την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της, με πολλαπλά οφέλη στην οικονομία. Συμπερασματικά, προκειμένου να διασφαλισθεί η μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, θα πρέπει να επανασχεδιασθεί η βιομηχανική της πολιτική στο μεταβαλλόμενο ενεργειακό τοπίο αλλά και στο γεωπολιτικά τεταμένο περιβάλλον.
Άρα, η χάραξη μίας βελτιωμένης βιομηχανικής πολιτικής δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στην πολιτική επιδοτήσεων, η οποία ενδεχομένως να έχει στοιχεία προστατευτισμού, αλλά θα πρέπει να στηρίζεται σε δύο πυλώνες: Πρώτον, στην αλλαγή του ενεργειακού μίγματος, αφού η ενέργεια παραμένει ακριβή στην Ευρώπη, και επομένως και το κόστος παραγωγής. Δεύτερον, στην προσαρμογή στο μεταβαλλόμενο γεωοικονομικό περιβάλλον, αξιοποιώντας τη νέα τεχνολογία, με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές.