Σύμφωνα με την τρέχουσα οικονομική κατάσταση της χώρας μας, όπως περιγράφεται στο τελευταίο τετραμηνιαίο περιοδικό του ΚΕΠΕ “Οικονομικές Εξελίξεις”, το ευμετάβλητο διεθνές περιβάλλον και οι αβεβαιότητες που πηγάζουν από τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις εξελισσόμενες διεθνείς εμπορικές διαμάχες έχουν ορατές επιδράσεις σε δείκτες της ελληνικής οικονομίας που αφορούν κυρίως την εξαγωγική και επενδυτική δραστηριότητα, χωρίς ωστόσο να προκαλούν, προς το παρόν, σημαντικές αποκλίσεις από τη σταθερά ανοδική τροχιά της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα.
Όπως επισημαίνει το ΚΕΠΕ, η οριακή κάμψη των εξαγωγών υπηρεσιών στο πρώτο τρίμηνο του 2025, και ειδικότερα οι πιέσεις στις εισπράξεις από μεταφορικές υπηρεσίες, σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη επιβράδυνση της ανόδου των εισπράξεων από τον τουρισμό, συναρτώνται πιθανότατα με την υποβάθμιση των προοπτικών για την ευρωπαϊκή οικονομία και το διεθνές εμπόριο, λόγω της αστάθειας που επικρατεί στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις.
Παράλληλα, η υποχώρηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας στο πρώτο τρίμηνο του έτους, αν και σχετίζεται εν μέρει με έκτακτους εγχώριους παράγοντες όπως οι ασάφειες στο ρυθμιστικό πλαίσιο για την οικοδομική δραστηριότητα, αποτελεί, ταυτόχρονα, έκφανση μίας πιθανής στάσης αναμονής εκ μέρους μερίδας των επενδυτών, λόγω της αβεβαιότητας που προκαλείται από τη ρευστότητα του διεθνούς περιβάλλοντος.
Καθώς το εξωτερικό περιβάλλον αναμένεται να παραμείνει ασταθές και ευμετάβλητο σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, είναι σαφές ότι οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις για την ελληνική οικονομία κατά το τρέχον έτος είναι καθοδικοί, με την εγχώρια ζήτηση να καλείται να παρέχει κρίσιμη στήριξη στον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ σε μία περίοδο κατά την οποία οι αργοί ρυθμοί μεγέθυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας, η υποβάθμιση των προοπτικών ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου και η γεωπολιτική αστάθεια δεν ευνοούν μία πιο ενισχυμένη συμβολή από την πλευρά των εξαγωγών.
Σε ό,τι αφορά την ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, οι προοπτικές για τα εισοδήματα και η αναμενόμενη λιγότερο περιοριστική δημοσιονομική στάση αναμένεται να συντηρήσουν μία σημαντικά θετική συμβολή στον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ για το υπόλοιπο του έτους.
Σε σχέση με τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, κρίσιμο αντισταθμιστικό παράγοντα για την αυξημένη αβεβαιότητα θα αποτελέσουν οι προσδοκώμενες αυξημένες εκταμιεύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης και η ενίσχυση των κονδυλίων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, ενώ σε μία ουσιαστική αύξηση των επενδυτικών δαπανών το επόμενο διάστημα μπορεί να συμβάλει και η επίλυση των ζητημάτων που σχετίζονται με το αδειοδοτικό πλαίσιο για την οικοδομική δραστηριότητα.
Η αύξηση του ΑΕΠ και οι επενδύσεις
Σύμφωνα τώρα και με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στο α’ τρίμηνο του 2025, και για 16ο συνεχόμενο τρίμηνο, η ελληνική οικονομία παρουσίασε θετικό ρυθμό ανάπτυξης 2,2%, κατά πολύ ανώτερο του μέσου όρου της Ευρωζώνης (1,2%), ωστόσο αισθητά μειωμένο συγκριτικά με το προηγούμενο τρίμηνο (2,5%). Κινητήριοι μοχλοί ήταν τόσο η ιδιωτική όσο και η δημόσια κατανάλωση, με τη συμβολή των παγίων επενδύσεων όμως να καθίσταται αρνητική για πρώτη φορά μετά από τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα ανόδου.
Ειδικότερα, ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου μειώθηκε κατά -3,2% το α΄ τρίμηνο του 2025, έναντι αύξησης κατά 3,7% την αντίστοιχη περίοδο του 2024. Η υποχώρηση οφείλεται κυρίως στη μείωση των “Άλλων κατασκευών” κατά 9,2% και των επενδύσεων σε “Εξοπλισμό ΤΠΕ” κατά 10,2%, ενώ οι επενδύσεις σε “Μεταφορικό εξοπλισμό” υποχώρησαν κατά 3,2% και οι επενδύσεις σε “Κατοικίες” υποχώρησαν κατά 0,3%.
Αντίθετα, θετικά κινήθηκε η κατηγορία “Μηχανολογικός εξοπλισμός και οπλικά συστήματα” (+6,3%). Τέλος, οι επενδύσεις σε “Άλλα προϊόντα” παρουσίασαν αύξηση κατά 1,1%.
Με βάση και τα στοιχεία της ΤτΕ, το 2024 η συνολική χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα ενισχύθηκε σε 14,2% του ΑΕΠ, από 12,2% του ΑΕΠ το 2023, λόγω της δυναμικής αύξησης της εξωτερικής χρηματοδότησης (κυρίως δανεισμός), η οποία αντιστάθμισε εν μέρει την υποχώρηση της εσωτερικής χρηματοδότησης3(από ιδιωτικούς αποταμιευτικούς πόρους). Πιο συγκεκριμένα, το 2024 οι ιδιωτικοί αποταμιευτικοί πόροι που ήταν διαθέσιμοι για επενδύσεις διαμορφώθηκαν σε 6,7% του ΑΕΠ, συνεχίζοντας την καθοδική τους πορεία από 8,4% του ΑΕΠ το 2022 και 8,0% του ΑΕΠ το 2023.
Παράλληλα, η αποταμίευση των επιχειρήσεων (παρακρατηθέντα κέρδη) σταθεροποιήθηκε σε 8,6% του ΑΕΠ το 2024 από 8,9% το 2023, βελτιωμένη συγκριτικά με το προ πανδημίας επίπεδα (7,7% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2016-2019). Η εξέλιξη αυτή αντανακλά πληθώρα παραγόντων, όπως τις καλές επιδόσεις του βιομηχανικού, κατασκευαστικού και τουριστικού τομέα και της οικονομίας γενικότερα, τα υψηλά επίπεδα πληθωρισμού, την ισχυρή καταναλωτική ζήτηση, καθώς και τις επιχορηγήσεις του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των επενδύσεων
Η ΤτΕ σημειώνει ότι, το 2024 οι ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα στην πραγματική οικονομία αυξήθηκαν σε 14,0% του ΑΕΠ (ή 33,2 δισεκ. ευρώ), από 12,4% του ΑΕΠ (ή 28,0 δισεκ. ευρώ) το 2023. Σε σχέση με το 2022, όταν ο καθαρός σχηματισμός κεφαλαίου από τις επιχειρήσεις είχε καταγράψει την ιστορικά υψηλότερη τιμή του (6,4% του ΑΕΠ), αντανακλώντας την ισχυρή επέκταση της παραγωγικής κεφαλαιακής τους βάσης, το 2024 διαφαίνεται μείωση της δυναμικής αυτής (5,2% του ΑΕΠ).
Επίσης, το 2024 ο ιδιωτικός τομέας σημείωσε χρηματοδοτικό έλλειμμα, το οποίο ανήλθε σε 7,3% του ΑΕΠ. Αυτό συνίστατο σε έλλειμμα 5,5% του ΑΕΠ για τα νοικοκυριά και 1,8% για τις επιχειρήσεις.
Επιπλέον, το ΚΕΠΕ επισημαίνει ότι, η ιδιωτική κατανάλωση, ως ποσοστό του ΑΕΠ, ήταν 69,10% κατά μέσο όρο κατά τo έτος 2024, παρουσιάζοντας μικρή αυξητική μεταβολή από τον μέσο όρο της το 2023, που ήταν 68,97%. Η δημόσια κατανάλωση, από την άλλη πλευρά, ήταν, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αισθητά μικρότερη και ίση με το 18,38% το 2024 έναντι 19,39% της συνολικής δημόσιας δαπάνης ως ποσοστού του ΑΕΠ το 2023.
Τα πράγματα είναι διαφορετικά στον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου (παγίου κεφαλαίου και μεταβολής αποθεμάτων), όπου κατά μέσο όρο το 2024 αποτελούσε το 17,72% του ΑΕΠ αντί για 16,63% του ΑΕΠ, που ήταν ο μέσος όρος του το 2023. Τέλος, το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο αυξήθηκε σαφώς κατά μέσο όρο ως ποσοστό του ΑΕΠ από -4,99% το 2023 σε -5,20% του ΑΕΠ το 2024.
Τα παραπάνω δείχνουν, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, ότι η τάση για αύξηση του μεριδίου της ιδιωτικής κατανάλωσης και του μεριδίου των ακαθάριστων ιδιωτικών επενδύσεων στο ΑΕΠ, με ταυτόχρονη μείωση του μεριδίου της δημόσιας κατανάλωσης και αύξηση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο, χαρακτήρισε, κατά μέσο όρο, το 2024 σε σχέση με το 2023.
Η εξέλιξη θα μπορούσε να θεωρηθεί θετική όσον αφορά τουλάχιστον τις ιδιωτικές επενδύσεις, αν δεν συνοδευόταν από τη μείωση των καθαρών εξαγωγών. Το τελευταίο δείχνει τη δυσκολία της χώρας να ακολουθήσει μία αναπτυξιακή πορεία με εξαγωγικό προσανατολισμό, παρά την αύξηση της συμμετοχής των επενδύσεων στη συνολική δαπάνη και παρά τη μεγέθυνση του ΑΕΠ με ρυθμό 2,3% το 2024.
Τέλος, το μερίδιο των κατασκευών στο σύνολο του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου συνεχίζει να αυξάνεται εις βάρος αυτού του μηχανολογικού και μεταφορικού εξοπλισμού το 2024.
Κατά μέσο όρο, το μερίδιο του μηχανολογικού και μεταφορικού εξοπλισμού στις ακαθάριστες επενδύσεις μειώθηκε από 43,80% το 2023 σε 43,17% το 2024, ενώ αυτό των κατασκευών αυξήθηκε από 38,32% το 2023 σε 39,30% στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα. Τα παραπάνω δεν σηματοδοτούν απομάκρυνση από την παραδοσιακή έμφαση στις κατασκευές στο ελληνικό υπόδειγμα οικονομικής ανάπτυξης, παρά τις κατά καιρούς αντίθετες προθέσεις της οικονομικής πολιτικής.
Το επενδυτικό κενό
Από την πλευρά του το ΙΟΒΕ σε σχετική ανάλυση σημειώνει ότι, η Ελλάδα κατέγραφε συνολικό ποσοστό παγίων επενδύσεων (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου προς ΑΕΠ) εφάμιλλο του μέσου όρου της ΕΕ την περίοδο 1995-2009. Σε αντίθεση, κατά την περίοδο 2010-2024, το ποσοστό αυτό υπολείπεται συστηματικά, συσσωρεύοντας «επενδυτικό κενό», το οποίο σταδιακά συρρικνώνεται στην μετά την πανδημία εποχή.
Μελετώντας τη διάρθρωση των επενδύσεων αναδεικνύεται ότι το κενό μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης και η τάση ανάκτησής του διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τομέα και τον τύπο των επενδύσεων.
Μετά την πανδημία, η Ελλάδα ανέκτησε μέρος του επενδυτικού κενού που καταγράφηκε την περίοδο της κρίσης, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου των παγίων επενδύσεων κατά 12% την περίοδο 2021-2024. Ο λόγος των παγίων επενδύσεων προς ΑΕΠ ξεπέρασε το 15% το 2024, από 11% το 2019 και στην περιοχή του 25% πριν την κρίση (με κορύφωση το 2000). Το ποσοστό αυτό παραμένει σημαντικά χαμηλότερο, σε σύγκριση με τον μέσο όρο στην Ευρώπη, που κυμαίνεται συστηματικά μεταξύ 21% και 22% στην μετά-πανδημίας εποχή.
Το υψηλό επενδυτικό ποσοστό της ελληνικής οικονομίας στην προ-κρίσης εποχή στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στο υψηλό ποσοστό επενδύσεων σε κατασκευές (περί το 15%), συμπεριλαμβανομένων των νέων κατοικιών (περί το 9%), συστηματικά υψηλότερα από τον μέσο όρο στην ΕΕ27 (περί το 12% και 6% αντίστοιχα). Αντιθέτως, το ποσοστό επενδύσεων χωρίς τις κατασκευές (περί το 8%) υπολειπόταν συστηματικά του μέσου όρου στην ΕΕ (περί το 10%).
Ως προς την εξέλιξη στα μερίδια των συνιστωσών των επενδύσεων, παρατηρείται ότι οι κατοικίες και κατασκευές παραδοσιακά απάρτιζαν το μεγαλύτερο μερίδιο των παγίων επενδύσεων, άνω του 50% συστηματικά για την περίοδο έως και το 2013, με το μερίδιο να μειώνεται την περίοδο της κρίσης, έως και το 1/3 το 2020, με μικρή ανάκαμψη την τελευταία διετία, στο 37% το 2024.
Παράλληλα, το μερίδιο του μηχανολογικού και μεταφορικού εξοπλισμού ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει ανακάμψει ταχύτερα ήδη κοντά στα πρό-κρίσης επίπεδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε 7,3% το 2024, από το ιστορικά χαμηλό 3,3% το 2013 και κοντά στο ιστορικά υψηλό 8% το 2008.
Εστιάζοντας σε επιλεγμένους τομείς δραστηριότητας που έχουν ειδικό βάρος στην ελληνική οικονομία, το ΙΟΒΕ παρατηρεί για το 2023 (πλέον πρόσφατο έτος με διαθέσιμα στοιχεία) ότι το ποσοστό επενδύσεων αναλογικά με την Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) κάθε τομέα, είναι υψηλότερο στις δημόσιες υπηρεσίες, ακολουθούμενο από τη Βιομηχανία, τους επαγγελματίες και τέλος υπηρεσίες όπως το εμπόριο, οι μεταφορές και ο τουρισμός.
Σε σύγκριση με τον μέσο όρο στην Ευρώπη, παρατηρείται ότι το ετήσιο κενό επενδύσεων παραμένει σημαντικό στη Βιομηχανία και τις υπηρεσίες εμπορίου-μεταφορών-τουρισμού, περί τις 5 π.μ. της ΑΠΑ κάθε τομέα, ενώ έχει εξαλειφθεί στις δημόσιες υπηρεσίες, όπου καταγράφεται και υψηλότερη ετήσια επίδοση.
Συμπερασματικά, το επενδυτικό κενό στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας σε σύγκριση με την Ευρωπαϊκή ξεκίνησε μεν να συσσωρεύεται το 2010, ωστόσο προϋπήρχε από πριν την ένταξη στο ευρώ, στους περισσότερους τομείς της οικονομίας εξαιρώντας τον κλάδο των κατασκευών.
Η ανάκτηση του επενδυτικού κενού της ελληνικής οικονομίας γίνεται σταδιακά και με αυξανόμενη συνεισφορά του κλάδου της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, για τους οποίους ωστόσο η απόσταση από τον μέσο όρο στην Ευρώπη παραμένει σημαντική και η ταχύτερη σύγκλιση επιτακτική.
Μεταρρυθμίσεις και σταθερότητα
Στην ανάλυσή της η ΤτΕ επισημαίνει ότι, κρίσιμος παράγοντας για τις επενδύσεις είναι η μακροοικονομική και πολιτική σταθερότητα.
Ενδεικτικά, ο υψηλός και ευμετάβλητος πληθωρισμός στρεβλώνει τις σχετικές τιμές, δημιουργεί αβεβαιότητα και συμβάλλει σε αναποτελεσματική κατανομή των πόρων, αποθαρρύνοντας τις επενδύσεις. Επιπλέον, σε περιπτώσεις δημοσιονομικής αστάθειας, οι κυβερνήσεις έχουν αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες, με αποτέλεσμα τον παραγκωνισμό των ιδιωτικών επενδύσεων.
Παράλληλα, η αύξηση του κόστους δανεισμού του δημόσιου τομέα διαχέεται στο σύνολο της οικονομίας, αυξάνοντας το κόστος χρηματοδότησης των ιδιωτικών επενδύσεων. Τέλος, οι επιχειρήσεις διστάζουν να επενδύσουν σε ένα περιβάλλον στο οποίο η κατεύθυνση των πολιτικών που θα ασκηθούν στο μέλλον είναι ασαφής ή δεν είναι αξιόπιστη ή σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από μειωμένη εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Συνεπώς, η διατήρηση της μακροοικονομικής, δημοσιονομικής και πολιτικής σταθερότητας θα πρέπει να αποτελεί βασική στόχευση της οικονομικής πολιτικής.
Παράλληλα, εξακολουθούν να υπάρχουν εμπόδια και προκλήσεις που δρουν ανασταλτικά στην αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Για παράδειγμα, όπως επισημαίνει πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα επιβαρύνεται από το σχετικά επαχθές και συχνά μεταβαλλόμενο κανονιστικό και διοικητικό πλαίσιο που στερείται διαφάνειας και από ένα νομικό σύστημα που δεν θεωρείται αρκετά αποτελεσματικό και προστατευτικό των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.
Οι κανονιστικοί φραγμοί, η παραοικονομία και η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συνεχίζουν να παρεμποδίζουν τον ανταγωνισμό, τις ιδιωτικές επενδύσεις και την αύξηση της παραγωγικότητας. Οι αναντιστοιχίες δεξιοτήτων, τα χαμηλά αποτελέσματα εκπαίδευσης, η υστέρηση σε βασικές δεξιότητες και η έλλειψη κατάλληλων κινήτρων αποθαρρύνουν τους ανθρώπους από την αναζήτηση εργασίας και περιορίζουν την καινοτομία. Επιπλέον, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), τα εμπόδια στις επενδύσεις στην Ελλάδα παραμένουν σοβαρά.
Έτσι, χρειάζονται πρόσθετες προσπάθειες για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και τη μετάβαση σε μια οικονομία μέσης και υψηλής εντάσεως τεχνολογίας. Κάτι τέτοιο εκτιμάται ότι θα ενισχύσει την άνοδο των εξαγωγών μέσω της καλύτερης ενσωμάτωσης των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αλυσίδες αξίας, αλλά και θα υποβοηθήσει την υποκατάσταση των εισαγωγών και την αντιμετώπιση του διαχρονικά υψηλού ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο αποτελεί μια σοβαρή ευπάθεια της ελληνικής οικονομίας.
Βασική προτεραιότητα είναι οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα, όπως η απλοποίηση των κανονιστικών ρυθμίσεων για τις επιχειρήσεις, η βάθυνση των εγχώριων αγορών πιστώσεων και κεφαλαίων, η ενίσχυση της καινοτομίας και η βελτίωση της κρατικής αποτελεσματικότητας.
Οι μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην απλοποίηση του κανονιστικού πλαισίου για τις επιχειρήσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν δράσεις μείωσης της γραφειοκρατίας, περιορισμού των εμποδίων εισόδου και εξόδου των επιχειρήσεων, βελτίωσης του χωροταξικού σχεδιασμού και απλοποίησης των διαδικασιών χρήσης γης. Η επιτάχυνση των κανονιστικών μεταρρυθμίσεων είναι το κλειδί για τη βελτίωση της κατανομής των πόρων, ιδίως στον τομέα των μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών.
Διαβάστε ακόμη:
- Στο Μαξίμου εκτιμούν ότι υπάρχει «προβοκάτσια» για να «παγώσει» ή να διακοπεί το καλώδιο GSI
- Έρχεται η Γκίλφοϊλ στην Αθήνα και μαζί της φέρνει ως «δεξί χέρι» έναν άνθρωπο του Τζον Κατσιματίδη
- Ο παπάς που… έκλεψε την παράσταση του Αλέξανδρου Τσουβέλα στη Στυλίδα
- ΟΠΕΚΕΠΕ – Part II: Από τις δέκα συνομιλίες που κατέγραψε ο κοριός, μόνο δύο μπορεί να θεωρηθούν επιλήψιμες