Το γεγονός ότι η δημόσια συζήτηση μεταξύ Ελλάδας – Κύπρου για το καλώδιο, συνεχίζεται με αντιπαραθέσεις, είτε μέσω δηλώσεων (Κεραυνός), είτε μέσω «πηγών» (ΥΠΕΝ), καθώς επίσης ότι τρία 24ωρα πριν τη τηλεδιάσκεψη Γιόργκενσεν – Παπασταύρου – Παπαναστασίου δεν έχει δρομολογηθεί κάποια νέα συνάντηση σε τεχνικό επίπεδο για να συνεχιστούν οι συζητήσεις, ενισχύει τις εκτιμήσεις ότι το έργο οδεύει με ταχύτατο βηματισμό προς τις καλένδες.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες από τους εμπλεκόμενους στις μέχρι τώρα τεχνικές συσκέψεις (ΡΑΑΕΥ, ΡΑΕΚ, ΑΔΜΗΕ), δεν έχει ακόμη οριστεί κάποια νέα συνάντηση μέχρι τη μεθαυριανή telco των δύο κυβερνητικών στελεχών με τον Επίτροπο, ούτως ώστε να επιχειρηθεί έστω και στο παρά πέντε να επιλυθεί κάποια εκκρεμότητα και οι υπουργοί να προσέλθουν στο ραντεβού έχοντας στα χέρια τους κάτι το απτό, που να υποδηλώνει πρόοδο.
Κατά τις ίδιες πηγές, πιθανώς η ημερομηνία για τη νέα αυτή σύσκεψη των Ρυθμιστών με τον ΑΔΜΗΕ να «κλειδώσει» σήμερα, δίχως ωστόσο να είναι σαφές αν θα καταστεί εφικτό να προηγηθεί της τηλεδιάσκεψης των υπουργών με τον Επίτροπο ή θα ακολουθήσει.
Εκτός κάποιου δραματικού απροόπτου με τη θετική έννοια, όπου θα έχουν δρομολογηθεί στο παρασκήνιο ουσιώδεις κινήσεις για τα «επόμενα βήματα» του έργου, όπως ανέφερε η ανακοίνωση του ΥΠΕΝ την περασμένη εβδομάδα μετά τη συνάντηση Παπασταύρου – Παπαναστασίου, δεν διαφαίνονται ενδείξεις κινητικότητας ενόψει της σύσκεψης που σημειωτέον έχει συγκαλέσει ο Κοινοτικός Επίτροπος.
Το αντίθετο συμβαίνει όπως υποδηλώνει η χθεσινή δημόσια αντιπαράθεση του κύπριου υπουργού Οικονομικών Μάκη Κεραυνού με τις «πηγές» του ΥΠΕΝ, όπου αμφότερες οι πλευρές έσπασαν τη σιωπή στην οποία είχαν συμφωνήσει την περασμένη εβδομάδα οι δύο υπουργοί Ενέργειας.
Τι εξυπηρετεί η συνέχιση της δημόσιας αντιπαράθεσης
Στην πραγματικότητα, όπως λέει γνωστός διεθνολόγος που παρακολουθεί από κοντά την υπόθεση, ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται η δημόσια συζήτηση μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου για ένα τόσο σοβαρό θέμα, «θα πρέπει να διδάσκεται ως παράδειγμα προς αποφυγή» στους φοιτητές των Διεθνών Σχέσεων.
Ανεξαρτήτως της ουσίας των χθεσινών δηλώσεων Κεραυνού ότι «διαδόθηκαν ψευδείς δηλώσεις από υπουργό άλλης κυβέρνησης (σσ: Παπασταύρου), πως ο ίδιος κατέχει μελέτες βιωσιμότητας του έργου και δεν τις έχει παραδώσει ούτε στον Κύπριο υπ. Ενέργειας Γ.Παπαναστασίου», η επιλογή του τάιμινγκ να αναζωπυρώσει την ένταση σ’ αυτή τη πολύ κρίσιμη συγκυρία, προκαλεί απορία.
Ταυτόχρονα, η επιλογή του ΥΠΕΝ, προφανώς κατόπιν συνεννόησης με το Μαξίμου, να απαντήσει στον κ. Κεραυνό μέσω «πηγών», σύμφωνα με τις οποίες οι δύο πλευρές «συμφώνησαν να περιορίσουν της δηλώσεις, να προχωρήσουν μπροστά ενωμένες και να επικεντρωθούν στην ουσία της υλοποίησης αυτού του σύνθετου έργου, αφήνοντας πίσω διγλωσσία και αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα» είναι αμφίβολο αν εξυπηρετεί τον σκοπό τον οποίο επικαλείται.
Μπαίνοντας στον πειρασμό η ελληνική πλευρά να απαντήσει δημοσίως στις δηλώσεις της άλλης πλευράς, ακόμη και αν έχει βάσιμα επιχειρήματα να τις θεωρεί παραπλανητικές και άκαιρες, στην ουσία πετυχαίνει να επιβεβαιώσει ότι οι δύο χώρες μόνο ενωμένες δεν είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Και αυτό που χρειάζεται στη παρούσα φάση, τώρα που το καλώδιο πνέει τα λοίσθια, είναι να δείξουν αμφότερα τα μέρη ότι δουλεύουν για να επιλυθούν τα πολύπλοκα τεχνικο-οικονομικά ζητήματα του έργου ενόψει και του ραντεβού με τον Ευρωπαίο Επίτροπο, που δείχνει παρέμβαση των Βρυξελλών σε ανώτατο επίπεδο, για πρώτη φορά από την έναρξη του σίριαλ.
«Δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους»
Στην ουσία, αυτό το «πινγκ πόνγκ» δηλώσεων και διαρροών μόνο αισιοδοξία δεν αποπνέει για την τελική έκβαση της υπόθεσης και αν μη τι άλλο προκαλεί απορία ως προς το τι εξυπηρετεί, όταν όλοι γνωρίζουν ότι μας παρακολουθούν σύμμαχοι και αντίπαλοι.
Στη μεγάλη εικόνα, οι δύο χώρες εμφανίζονται όχι μόνο να τους χωρίζει μια εντελώς διαφορετική «κοσμοθεωρία» για το έργο, αλλά και να βρίσκονται σε μια μόνιμη αντιπαράθεση που (εκτός του προφανούς ότι δηλαδή εξυπηρετεί τη Τουρκία), λειτουργεί αποτρεπτικά ακόμη και σε όσους θέλουν να βοηθήσουν (π.χ. Κομισιόν), όταν οι δύο εταίροι «δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους».
Και ακόμη και αν όπως διαρρέεται τις τελευταίες ημέρες, ειδικά από τη κυπριακή πλευρά, οι δύο υπουργοί σταθούν στην ευρωπαϊκή διάσταση του έργου, αναδεικνύοντας τον γεωπολιτικό παράγοντα, δηλαδή τη στάση της Τουρκίας, πέραν της όποιας τοποθέτησης (;) του Δανού Επιτρόπου, το πρώτο που ο ίδιος θα θέσει προς τις εμπλεκόμενες πλευρές θα είναι να ξεκαθαρίσουν αν θέλουν ή δεν θέλουν το έργο, και εφόσον το στηρίζουν, να το αποδείξουν έμπρακτα.
Η μεν Κύπρος ωστόσο δεν δέχεται να δώσει χρήματα όταν υπάρχει και το άλλοθι ότι δεν γίνονται έρευνες στο βυθό, συνοψίζοντας τη στάση της στη φράση, «ξεκινήστε εσείς τις έρευνες πόντισης του καλωδίου και μετά πληρώνουμε».
Η δε, Ελλάδα, δεν δέχεται να ξοδέψει άλλο διπλωματικό κεφάλαιο και να αναλάβει μόνη της το γεωπολιτικό ρίσκο, για ένα έργο όπου κύριος ωφελημένος είναι η Λευκωσία, εφόσον η τελευταία δεν επιλύσει τις πολλές οικονομικές και ρυθμιστικές εκκρεμότητες που της αναλογούν.
Σε αυτό το κλίμα, με ανοικτά όλα τα μεγάλα οικονομικά και ρυθμιστικά θέματα – μπροστά στα οποία η προ ημερών μεταβίβαση στον ΑΔΜΗΕ των αδειών ιδιοκτησίας και διαχειριστή είναι ένα βήμα ήσσονος σημασίας- το εύλογο ερώτημα είναι τι το ουσιαστικό θα προσθέσει το ραντεβού με τον Επίτροπο Γιόργκενσεν, παρά να επισημοποιήσει το απόλυτο αδιέξοδο.