Οι μεγάλοι ενεργειακοί παίκτες όπως η ΔΕΗ, δεν επηρεάζονται από τις αρνητικές τιμές χονδρικής στο ρεύμα, αφού διαθέτουν πολύ σημαντική καθετοποίηση και portfolio με γεωγραφική και τεχνολογική διασπορά.

Αυτό ήταν το συμπέρασμα από τη θέση του επικεφαλής της ΔΕΗ και αντιπροέδρου της Eurelectric Γιώργου Στάση, που μίλησε για το πρόβλημα των αρνητικών τιμών στη διάρκεια συνέντευξης τύπου που δόθηκε στο πλαίσιο του «Power Summit 2024».

Χαρακτηριστικό είναι ότι τον Απρίλιο στη Γερμανία καταγράφηκαν για οκτώ ημέρες αρνητικές τιμές και στην Ελλάδα για 11 ώρες. «Το πρόβλημα είναι διαχειρίσιμο για τις μεγάλες ενεργειακές εταιρείες, που έχουν ένα ευρύ χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ σε διάφορα σημεία της Ευρώπης, γεωγραφική δηλαδή και τεχνολογική διασπορά» ήταν το συμπέρασμα και από την ομιλία του προέδρου της Eurelectric Λέοναρντ Μπιρνμπάουμ.

Υπάρχει όμως επενδυτική ανασφάλεια και πιθανές χρεοκοπίες για τους μεμονωμένους και μη καθετοποιημένους παραγωγούς, όπως έγινε στην Ισπανία. Φυσικά υπάρχει υψηλή θωράκιση για τις μεγάλες επιχειρήσεις, όπως για παράδειγμα η ΔΕΗ, με υψηλό δείκτη προστασίας λόγω της γεωγραφικής και τεχνολογικής διασποράς των χαρτοφυλακίων τους και φυσικά εξαιτίας της δραστηριοποίησης τους στη λιανική του ρεύματος.

Ακριβώς όπως υπάρχουν κορυφώσεις των τιμών κατά τη διάρκεια της ημέρας, έτσι υπάρχουν και τα κατώτατα όρια, άρα το ζητούμενο είναι η διαχείριση των μεγάλων διακυμάνσεων, το λεγόμενο volatility. «Όλες οι μελέτες που γίνονται από εταιρείες σε Ελλάδα και εξωτερικό, συγκλίνουν στο γεγονός ότι ο μέσος όρος των χονδρεμπορικών τιμών θα κινείται σε επίπεδα ικανά να διασφαλίζει την οικονομική βιωσιμότητα των έργων. Συμφωνούν ότι σε ορίζοντα 20ετίας, ο μέσος όρος των τιμών θα διαμορφώνεται στα επίπεδα των 60- 70 ευρώ / MWh, άρα δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας» λένε έγκυροι παράγοντες της αγοράς.

Η θωράκιση αυτή έχει να κάνει με τη γεωγραφική και τεχνολογική διασπορά των χαρτοφυλακίων τους, κάτι που βέβαια δεν ισχύει για τους μεμονωμένους παραγωγούς. Επίσης η γεωγραφική εξάπλωση σε περισσότερες από μια χώρα, αλλά και εντός της ίδιας χώρας, διασφαλίζει μεγαλύτερη διαφοροποίηση χαρτοφυλακίου και μεγαλύτερη ασφάλεια απέναντι στις καιρικές συνθήκες.

Συνεπώς τέτοιο χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ μπορεί να αξιοποιεί τις διαφοροποίησεις στις επιμέρους αγορές ενέργειας, κυρίως όμως αποκτά μια πιο σταθερή παραγωγή.

Συμπράττει σε αυτό η τεχνολογική διαφοροποίηση. Άλλες δυνατότητες έχει μια εταιρεία με μείγμα χαρτοφυλακίου τόσο φωτοβολταϊκά, όσο και αιολικά και άλλες αυτή που έχει παρουσία μόνο στα πρώτα. Το χαρτοφυλάκιο που είναι ισορροπημένο, με επενδύσεις τόσο στον ήλιο, όσο και στον άνεμο, αυξάνει την ποικιλία και ως προς τις δυνατότητες trading.

Το μείγμα από έργα που ποντάρουν τόσο σε φωτοβολταικά, όσο και σε αιολικά, διασφαλίζουν παραγωγή σε ευρύτερες «ζώνες» του 24ωρου. Την ίδια στιγμή που μπορεί να βρέχει στη περιοχή όπου η εταιρεία έχει εγκατεστημένο το φωτοβολταϊκό της, μπορεί να φυσάει στη περιοχή που βρίσκεται το αιολικό της.

Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας: Οι μπίζνες που έρχονται και οι υποχρεώσεις της Ελλάδας

Οι καθετοποιημένες εταιρείες και οι επενδύσεις τους

Στον ήλιο και στον άνεμο, εάν προστεθούν και επενδύσεις σε μπαταρίες ή αντλιοσιοταμίευση, τότε είναι προφανές ότι οι μεγάλοι παίκτες κινούνται σε ασφαλές επίπεδο.

Σημαντικό στοιχείο είναι και η καθετοποίηση.

«Αν μια εταιρεία πουλάει ηλεκτρική ενέργεια και στη λιανική, όταν οι τιμές στη χονδρεμπορική αγορά καταρρέουν λόγω των ΑΠΕ, αυτή αποκομίζει σημαντικά κέρδη από τη προμήθεια.Ακριβώς επειδή η κατάρρευση των χονδρεμπορικών τιμών λόγω των πράσινων μεγαβατωρών δημιουργεί πρόσθετο περιθώριο κέρδους στην προμήθεια, της παρέχεται η δυνατότητα μείωσης του ανταγωνιστικού σκέλους των λογαριασμών ρεύματος» λένε παράγοντες της αγοράς.

Η υπερβολική διείσδυση των ΑΠΕ αλλάζει και το ρόλο των θερμικών μονάδων φυσικού αερίου. Αποκτούν πλέον άλλη αποστολή σε σχέση με το παρελθόν, αυτή του να αντισταθμίζουν τη στοχαστικότητα των έργων σε ανανεώσιμες πηγές, παρέχοντας υπηρεσίες εξισορρόπησης.
Στο παρελθόν, περιορίζονταν να λειτουργούν ως σταθμοί βάσης, όπως εκτιμάτο πριν από μερικά χρόνια ότι θα γίνει με την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων.

«Στο νέο τοπίο είναι απαραίτητο να υπάρχει ένας μηχανισμός στήριξης όπως ο Μηχανισμός Διαθεσιμότητας Ισχύος καθώς αποκλειστικά και μόνο με τη συμμετοχή τους στις χονδρεμπορικές αγορές, δεν μπορεί να είναι οικονομικά βιώσιμες» λένε οι ίδιοι μάνατζερ, καθηγητές και επιχειρηματίες.

Eurelectric: θέλετε 1 δις το χρόνο σε επενδύσεις για να πιάσετε τους στόχους στην Ελλάδα!

1 δις ευρώ επενδύσεις ετησίως για να φτάσει η Ελλάδα στους στόχους του 2050 μας λέει η Eurelectric!

Τόσα απαιτούνται για τα δίκτυα διανομής σε ετήσια βάση απαιτούνται προκειμένου η Ελλάδα να βαδίσει με επιτυχία το «μονοπάτι» της πράσινης μετάβασης ως το 2050 σύμφωνα με την νέα μελέτη της Eurelectric «Grids for Speed» που παρουσιάστηκε στα πλαίσια του συνεδρίου της που έγινε στην Αθήνα.

Η ανάγκη για τέτοια μεγέθη επενδύσεων έρχεται σε συνέχεια της στρατηγικής μαζικού εξηλεκτρισμού των μεταφορών, της θέρμανσης και της βιομηχανίας και συναρτάται της πληθυσμιακής πυκνότητας της χώρας, των υψηλότερων peak στη ζήτηση, καθώς και της ταχύτητας υλοποίησης της πράσινης μετάβασης.

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας αλλά και συνολικότερα την ενεργειακή αγορά και τις προκλήσεις του «αύριο», ο Διευθύνων Σύμβουλος της E.ON και Πρόεδρος της Eurelectric Leonhard Birnbaum υπογράμμισε ότι η ενεργειακή μετάβαση είναι γεγονός και πλέον το ζήτημα προς επίλυση εστιάζει στις υποδομές. Μάλιστα απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου σημείωσε ότι «υπάρχει μια δυναμική στην αγορά που είναι πλέον ανεξάρτητη των όποιων ρυθμιστικών αγκυλώσεων ή καθυστερήσεων. Περισσότερο σήμερα, ‘key driver’ συνιστά η καινοτομία».

Σε αυτή την κατεύθυνση, οι επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό του ηλεκτρικού συστήματος με έμφαση στις υποδομές και την ψηφιοποίηση συνιστά μονόδρομο και προϋπόθεση προκειμένου να επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι της απανθρακοποίησης αλλά και της ανάπτυξης που απορρέουν από μια τέτοια πορεία για τις εγχώριες οικονομίες.

Πιο συγκεκριμένα για την Ελλάδα, η μελέτη της Eurelectric προβλέπει ότι ότι η ζήτηση για ρεύμα προβλέπεται να αυξηθεί από τις 50 στις 80 τεραβατώρες με ορίζοντα το 2050 μέσω της προσπάθειας για εξηλεκτρισμό αρκετών τομέων, όπως οι μεταφορές, η βιομηχανία, αλλά και η ανάδειξη νέων ενεργοβόρων τομέων όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη και τα κέντρα δεδομένων.

Ομοίως, η παραγωγή ηλεκτρισμού από πράσινες πηγές υπολογίζεται να αυξηθεί έως τις 125 τεραβατώρες στα μέσα του αιώνα. Το γεγονός αυτό προϋποθέτει και μεταφράζεται σε ραγδαία ανάπτυξη των δικτύων και της αποθήκευσης.

Στο παρακάτω διάγραμμα αποτυπώνεται η κατανομή των απαιτούμενων πόρων σε ετήσια βάση μέχρι το 2050 προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι και το οποίο επιμερίζεται σε δίκτυα υψηλής και χαμηλής τάσης, ηλεκτροκίνηση, ενσωμάτωση αιολικών – φωτοβολταϊκών, προστασία του δικτύου από ακραία καιρικά φαινόμενα, καθώς και έξυπνους μετρητές σε όλους τους καταναλωτές.

Σε ένα γενικό συμπέρασμα και με δεδομένο ότι οι ΑΠΕ μαζί με την αποθήκευση θα κληθούν να αναλάβουν το «φορτίο» του εξηλεκτρισμού, η μελέτη της Eurelectric υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη να αναβαθμιστούν τα δίκτυα προκειμένου να μπορέσουν να φιλοξενήσουν τον αυξανόμενο όγκο της παραγόμενης «πράσινης» ενέργειας.

Χρειάζεται να σημειωθεί ότι η Ελλάδα ήδη μετράει σημαντικά βήματα σε αυτό τον τομέα, καθώς, όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία που παραθέτει σε ανάρτησή του ο σύμβουλος του Πρωθυπουργού Νίκος Τσάφος, οι επενδύσεις στα δίκτυα διπλασιάστηκαν το 2023 σε σχέση με την περίοδο 2020-2022 και είναι σχεδόν τριπλάσιες από οποιαδήποτε χρονική στιγμή από το 2012 έως το 2019.

Αξίζει τέλος να σημειωθεί η επισήμανση της Eurelectric ότι η κλιμάκωση των επενδύσεων στα δίκτυα απαιτεί διπλή προσπάθεια. Οι αρχές θα πρέπει να εφαρμόσουν τη συμφωνηθείσα νομοθεσία – όπως για παράδειγμα για τις προληπτικές επενδύσεις – προσαρμόζοντας παράλληλα το ρυθμιστικό πλαίσιο για να υποστηρίξουν την αύξηση των επενδύσεων.

Αυτό σημαίνει εξάλειψη των ανώτατων ορίων επενδύσεων, επιτάχυνση της αδειοδότησης και των προμηθευτικών διαδικασιών σχετικά με τα δίκτυα, καθώς και ελαχιστοποίηση κινδύνου επενδύσεων στοχεύοντας στην τόνωση της ιδιωτικής χρηματοδότησης, ενώ παράλληλα δυνατότητα δημόσιας χρηματοδότησης μέσω του προϋπολογισμού της ΕΕ.

Η προετοιμασία των δικτύων για το μέλλον εξαρτάται επίσης και από την ικανότητα επέκτασης της αλυσίδας εφοδιασμού. Ακόμη και αν εκπληρωθούν οι απαραίτητες επενδύσεις, οι τρέχουσες ελλείψεις χαλκού, το έλλειμμα ταλέντων, οι εκτεταμένοι χρόνοι παραγωγής και το κόστος των μετασχηματιστών μπορούν να παρεμποδίσουν την ανάπτυξη των υποδομών.

Τέτοια εμπόδια πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσω στρατηγικού σχεδιασμού, στενής συνεργασίας μεταξύ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής και των βιομηχανιών, καθώς και με νέες πρωτοβουλίες εκπαίδευσης που στοχεύουν στην ανάπτυξη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού.

Νίκος Τσάφος (σύμβουλος του πρωθυπουργού): Διπλάσιες οι επενδύσεις στο δίκτυο πέρυσι

Τη σημαντική ανάπτυξη των ηλεκτρικών δικτύων στη χώρα μας κατά την περσινή χρονιά αντικατοπτρίζουν τα στοιχεία που παρέθεσε ο Νίκος Τσάφος, παρά την υστέρηση των επενδύσεων τα προηγούμενα χρόνια.

Ειδικότερα, σε ανάρτησή του στο LinkedIn, τόνισε σχετικά:

Δίκτυα, δίκτυα, δίκτυα – όλοι αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να επενδύσουμε στα δίκτυά μας. Αυτή είναι η εικόνα στην Ελλάδα. Οι επενδύσεις στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής σχεδόν διπλασιάστηκαν το 2023 σε σχέση με την περίοδο 2020-22, και είναι σχεδόν τριπλάσιες από οποιαδήποτε χρονική στιγμή από το 2012 έως το 2019. Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν επίσης μια ιδιαίτερη πρόκληση για τη χώρα – τα δίκτυά μας παραμελήθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Τώρα, μετά από χρόνια στασιμότητας, οι επενδύσεις αυξάνονται επιτέλους σύμφωνα με τις ανάγκες του συστήματος. Φυσικά, έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας. Αλλά σε έναν κόσμο όπου η αναβάθμιση των δικτύων αναδεικνύεται ως το απαραίτητο στοιχείο για τη μετάβαση, οι αριθμοί αυτοί είναι ενθαρρυντικοί – και δείχνουν ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να πρωτοστατεί στην ενεργειακή μετάβαση.

Μανουσάκης (ΑΔΜΗΕ): Έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας - Κύπρου

Μανουσάκης (ΑΔΜΗΕ): Το 2025 θα λειτουργήσει η διασύνδεση Αττικής – Κρήτης

Φυσιολογική εξέλιξη στα έργα κατασκευής της μεγάλης διασύνδεσης της Κρήτης και του Great Sea Interconnector προβλέπει ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ, Μάνος Μανουσάκης.

Όπως είπε στο 9ο Συμπόσιο Ενεργειακής Μετάβασης, πλέον οδεύει προς το τέλος η μεγάλη διασύνδεση της Κρήτης. Παρατηρούνται κάποιες αντιδράσεις που δεν είναι οι συνηθισμένες των τοπικών κοινωνιών, αλλά συνιστούν παρενοχλήσεις και ίσως χρειαστεί η συνδρομή του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη γιατί διαφορετικά θα σημειωθεί καθυστέρηση.

Πάντως, ο κ. Μανουσάκης θεωρεί ότι οι οχλήσεις αυτές δεν έχουν να κάνουν με τη συνολική σχέση του ΑΔΜΗΕ με την τοπική κοινωνία, που είναι άριστη. “Προσπαθούμε να βρούμε λύση και πήγε ομαλά. Ελπίζουμε να μην αποτελέσουν παράγοντα καθυστέρησης”, ανέφερε.

Πέρα από αυτό, στο τέλος του 2024 αναμένεται να έχουν ολοκληρωθεί οι κατασκευαστικές εργασίες ώστε στις αρχές του 2025 να γίνει η δοκιμαστική ηλέκτριση που θα διαρκέσει τρεις μήνες. Ως εκ τούτου, το καλοκαίρι του 2025 η διασύνδεση θα είναι στη θέση της και η Κρήτη οριστικά ασφαλής.

Σχετικά με τις υπόλοιπες εγχώριες διασυνδέσεις, με βάση το δεκαετές πρόγραμμα του διαχειριστή τα επόμενα έργα είναι του ΒΑ Αιγαίου και των Δωδεκανήσων, όπου θα χρησιμοποιηθεί η ίδια τεχνολογία όπως της Κρήτης.

Ο ΑΔΜΗΕ διενήργησε ένα διαφορετικό διαγωνισμό γιατί έπρεπε να λάβει υπόψη τις διεθνείς συνθήκες στην αγορά των καλωδίων. “Τα πρώτα χρόνια είχαμε μια σειρά από έργα και μας καθιστούσαν σημαντικούς πελάτες. Τώρα όμως ισχύει το αντίθετο, η ζήτηση είναι τόσο μεγάλη διεθνώς που μας είπαν οι παραγωγοί ότι δεν μπορούν να διαθέσουν θέση παραγωγής για ένα μόνο έργο, άρα ενώσαμε τα έργα μαζί για να δημιουργήσουμε ένα ελκυστικό πακέτο”.

Σχετιικά με τις διεθνείς διασυνδέσεις και τον Great Sea Interconnector, ο κ. Μανουσάκης ανέφερε ότι είναι ένα έργο υπό κατασκευή όχι ανάπτυξη. “Αναλάβαμε εμείς το συμβόλαιο βασιζόμενοι στο ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο δεν θα προκαλεί επιχειρηματικό κίνδυνο, αλλά αναλάβαμε και τη συμφωνία για την επιχορήγηση από την Κομισιόν. Συνεχίσαμε να συνεργαζόμαστε με τον κατασκευαστή, αλλά καθυστερώντας το πλαίσιο δημιουργείται ρυθμιστικός κίνδυνος. Θέλουμε να ολοκληρωθεί το πλαίσιο εγκαίρως και ήδη είναι σε διαβούλευση μια απόφαση που θα πρέπει να αλλάξει σε κάποια σημεία για να συνεχίσουμε να αποπληρώνουμε και να συνεχιστεί ομαλά η υλοποίηση”, υπογράμμισε.

Από την πλευρά της, η κυπριακή κυβέρνηση ζήτησε μια μελέτη κόστους-οφέλους για να εξετάσει τη συμμετοχή της. Ο κ. Μανουσάκης τόνισε ότι αυτό δεν έχει να κάνει με τη στήριξη της κυπριακής κυβέρνησης, καθώς έχει υπογράψει ήδη ότι το στηρίζει. Η εν λόγω μελέτη θα παρουσιαστεί στις αρχές Ιουνίου και ο ΑΔΜΗΕ βρίσκεται σε διάλογο με φορείς της Κύπρου, ενώ θεωρεί ότι όλα θα προχωρήσουν ομαλά. “Τα αποτελέσματα της μελέτης θα είναι πολύ θετικά για το έργο. Η αμερικανική συμμετοχή δίνει ψήφο εμπιστοσύνης και μας κάνει αισιόδοξους ότι δεν υπάρχει γεωπολιτικό ρίσκο”, πρόσθεσε.

Σε ότι αφορά το θέμα των περικοπών, ο επικεφαλής του ΑΔΜΗΕ υποστήριξε ότι σήμερα δεν έχουμε πρόβλημα ηλεκτρικού χώρου, όμως επειδή βλέπουμε το τεράστιο επενδυτικό ενδιαφέρον είναι βέβαιο ότι σε 3-5 χρόνια θα δημιουργηθεί τέτοιο θέμα.

Σήμερα υπάρχουν στη χώρα ηλεκτρισμένα 14 γιγαβάτ, ενώ το σύστημα χωράει 19 γιγαβάτ. Ως το 2030 με τα έργα που έχουν προγραμματιστεί για το δίκτυο θα χωράει 29 γιγαβάτ, όμως οι όροι σύνδεσης έχουν ήδη φτάσει τα 21 γιγαβάτ και έρχονται ακόμα περισσότερα.

Η κυβέρνηση έχει δηλώσει ήδη ότι αφού υπάρχει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον, θα αφήσει να μπουν περισσότερες ΑΠΕ από όσες χωράει το δίκτυο. Κατ΄ επέκταση, αφενός θα περικόπτεται μέρος της ενέργειας και θα υπάρξει και ένας διάλογος για τις αποζημιώσεις. Επίσης, μεσοπρόθεσμα η αποθήκευση αναμένεται να περιορίσει το πρόβλημα.

Ο ΑΔΜΗΕ συμμετέχει στην ομάδα εργασίας του ΥΠΕΝ για να δημιουργηθεί ένα πλάισιο περικοπών, αλλά εκτιμά ότι δεν μπορεί να ζητείται να αποζημιώνει ο ίδιος για τις περικοπές αοφύ έχει ήδη δηλώσει ποια είναι τα όρια του συστήματος.

Τέλος, ο ΑΔΜΗΕ έχει ξεκινήσει να εργάζεται διαφορετικά για το μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό του. “Σκεφτόμαστε για τη δεκαετία μετά το 2033 ένα σύστημα που θα χωράει περισσότερες ΑΠΕ από τη ζήτηση ώστε να γίνουμε εξαγωγείς. Είναι σαν να φτιάχνουμε ένα δεύτερο σύστημα”, σχολίασε ο κ. Μανουσάκης.

Διαβάστε ακόμη: