Εξοπλισμένες με δύο εκθέσεις διεθνών οίκων που αποτελούν πολύ ισχυρά χαρτιά, στις όποιες αναταράξεις μπορεί να προκύψουν στο μέλλον εξαιτίας του ασταθούς διεθνούς περιβάλλοντος αλλά και των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων (πχ αστειότητες Βαρουφάκη για «σχέδιο Δήμητρα») βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες.

Δύο διεθνείς οίκοι με αναλύσεις τους που είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες 24 ώρες «πίνουν νερό» στο μέλλον των ελληνικών τραπεζών, εκτιμώντας ότι απέκτησαν κατά τα τελευταία χρόνια εκείνα τα χαρακτηριστικά που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για πρωταγωνιστικό ρόλο στον κλάδο τους στις αναπτυγμένες και στις ώριμες αγορές,

Πρόκειται δίχως αμφιβολία για επισήμανση που ενισχύει το κύρος των ελληνικών τραπεζών μεταξύ των σοβαρών ξένων επενδυτών και αφήνει μεγάλα περιθώρια για τις μετοχές τους.

Η αναφορά αυτή όμως επιβεβαιώνει με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο την ανάλυση για τον κλάδο τόσο της AXIANEWS όσο και του Radar στην οποία επιμένουμε όλους τους τελευταίους μήνες: Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σήμερα, στην καλύτερη θέση της τελευταίας εικοσαετίας και μπορούν να παράγουν υπεραξίες οι οποίες θα επιβραβεύσουν διοικήσεις, μετόχους και εργαζόμενους τους.

Παράλληλα έχουν όλα τα ισχυρά εχέγγυα, ώστε να λειτουργήσουν υπέρ της ελληνικής οικονομίας παρέχοντας στις παραγωγικές της δυνάμεις, εκείνα τα εφόδια που θα επιτρέψουν την μεταμόρφωσή της και η χώρα να προσαρμοστεί σε ένα νέου τύπου και αναγκαίου υπό τα σημερινά δεδομένου παραγωγικού μοντέλου .

Οι θετικές εκθέσεις προέχονται από την S&P και την UBS που ενώ διαφέρουν ως προς τον τρόπο προσέγγισης  οδηγούνται τελικά στο ίδιο θετικό κοινό συμπέρασμα για τις ελληνικές τράπεζες.

Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της UBS κλειδιά για τη συνέχιση της θετικής πορείας των τραπεζών στην Ελλάδα είναι η διψήφια αύξηση των χορηγήσεων επιχειρηματικών δανείων, τα χαμηλά beta των καταθέσεων και τα μερίσματα από τα κέρδη του 2023.

Κυρίαρχο ζήτημα για το κλάδο θεωρείται η επιστροφή την πληρωμή μερισμάτων.

Το επόμενο ορόσημο για τις ελληνικές τράπεζες θα είναι η επαναφορά των μερισμάτων, για την οποία οι τράπεζες βρίσκονται σε διάλογο με τα στελέχη του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (Single Supervisory Mechanism – SSM), με την ποιοτική αξιολόγηση να φαίνεται ως η βασική αβεβαιότητα. Οι αντικειμενικές και ποσοτικές προϋποθέσεις έχουν ήδη εκπληρωθεί ή θα εκπληρωθούν, κατά την άποψή μας, τονίζεται χαρακτηριστικά.

Οι αναλυτές του διεθνούς οίκου επισημάνουν την επιτοκιακή μόχλευση, το καλύτερο στην Ευρώπη μακροοικονομικό αναπτυξιακό σκηνικό και την ολοένα και πιο πιθανή επιστροφή των μερισμάτων.

Παράλληλα τονίζουν ότι οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες είναι συστημικές και εκτεθειμένες σε ένα ευρύ φάσμα κινδύνων, όπως τη μακροοικονομία και την πολιτική, ιδίως στον αντίστοιχο αντίκτυπό τους στα επιτόκια, στον πληθωρισμό, στην αύξηση του ΑΕΠ και στο δημοσιονομικό έλλειμμα.

Οι πολιτικοί κίνδυνοι περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη δημοσιονομική πολιτική μιας πιθανής νέας κυβέρνησης, τη μελλοντική πορεία της νομισματικής πολιτικής και τις ενέργειες της Κεντρικής Τράπεζας.

Οι τράπεζες υπόκεινται επίσης σε ρυθμιστικούς, νομοθετικούς και δικαστικούς κινδύνους, ιδίως όσον αφορά πιθανές αλλαγές στις λογιστικές πρακτικές, την ευθύνη που προκύπτει από θεωρούμενες συγκρούσεις συμφερόντων ή ζημιωμένους εταιρικούς πελάτες.

Από την πλευρά της η S& συμπεραίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες με επιταχυνόμενο ρυθμό θα αποκομίζουν τα οφέλη από την πολυετή εκκαθάριση των ισολογισμών τους και την αποκατάσταση της κερδοφορίας αλλά και από την αύξηση των επιτοκίων.

Οι τράπεζες σύμφωνα με τον οίκο έχουν καταγράψει επίσης σημαντική πρόοδο στην επανεξισορρόπηση του προφίλ χρηματοδότησής τους, χάρη στις ισχυρές καταθέσεις και την απότομη απομόχλευση των ισολογισμών τους, οι οποίες τις τοποθετούν πλέον σε καλή θέση για την αποπληρωμή των μεγάλων στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης που έχουν αναλάβει.

Για τους λόγους αυτούς οι αναλυτές του αμερικανικού οίκου αυξάνουν τις μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις του για τις τράπεζες Eurobank, Eurobank Holdings, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και Τράπεζα Πειραιώς.

Αντιμετωπίζοντας συνολικά ελληνικές και κυπριακές τράπεζες αυξάνουν επίσης τις μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις για την Aegean Baltic Bank, την Alpha Bank και την Alpha Services and Holdings, με σταθερές προοπτικές ενώ αναθεώρησε τις προοπτικές σε θετικές από σταθερές για την Τράπεζα Κύπρου, την Bank of Cyprus Holdings και την Piraeus Financial Holdings επιβεβαιώνοντας τα ratings.

Τράπεζες: Στόχος η επιστροφή στην αγορά των Βαλκανίων το 2023

Ειδικότερα και ανά ελληνική τράπεζα:

Εθνική Τράπεζα

Εκτιμάται ότι αναδιάρθρωσε με επιτυχία τον ισολογισμό της σε περιβάλλον συνολικού περιορισμού των κινδύνων χρηματοδότησης στο ελληνικό σύστημα. Ο οίκος θεωρεί πως είναι βελτιωμένη λειτουργική απόδοση της τράπεζας και το προφίλ κινδύνου της προσεγγίζοντας τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών. Όπως αναφέρει η Εθνική έχει τον ισχυρότερο δείκτη κάλυψης προβλέψεων έναντι ζημιών δανείων στον ελληνικό τραπεζικό τομέα στο 87%, ενώ διαθέτει κεφαλαιακό δείκτη CET1 στο 15,7%. Επιπλέον, οι λόγοι κόστους-κινδύνου αλλά και των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (NPEs) διαμορφώθηκαν στις 70 μονάδες βάσης (bps) και στo 5,2%, αντίστοιχα, στο τέλος του 2022. Οι αναλυτές της S&P αναμένουν περαιτέρω βελτίωση στο κόστος του κινδύνου σε 50-60 μονάδες βάσης έως το 2025, ενώ ο δείκτης NPEs αναμένεται να υποχωρήσει κάτω από το 4,5%.

Τράπεζα Πειραιώς

Θεωρείται πως η τράπεζα έχει αναδιαρθρώσει επιτυχώς τον ισολογισμό της σε ένα ευρύτερο περιβάλλον άμβλυνση των κινδύνων χρηματοδότησης στην ελληνική αγορά. Το πιο σημαντικό είναι ότι η Τράπεζα περιόρισε τον δείκτη NPE κάτω από το 10%, αν και η κάλυψη των ζημιών της από τα αποθεματικά υπολείπεται της Εθνικής και της Eurobank. Η Πειραιώς διατήρησε επίσης το LCR και το NSFR της πολύ πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις, παρά την πρόωρη αποπληρωμή TLTRO ύψους 9 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2022. Το θετικό outlook για τους προσεχείς 12 μήνες αντανακλά την προσδοκία του οίκου για περαιτέρω βελτίωση στην ποιότητα του ενεργητικού της σε επίπεδο αντίστοιχο με τις τράπεζες στο κάτω άκρο της κατηγορίας ΒΒ.

Eurobank

Εκτιμάται πως η τράπεζα έχει αναδιαρθρώσει επιτυχώς τον ισολογισμό σε περιβάλλον ευρύτερα περιορισμένων κινδύνων σε όλο το σύστημα στην Ελλάδα. Αναγνωρίζει πως η λειτουργική απόδοση και το προφίλ κινδύνου της τράπεζας έχουν βελτιωθεί και πλησιάσει πιο κοντά στον μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών με καλύτερη αξιολόγηση και ότι το χάσμα θα συνεχίσει να ελαχιστοποιείται στους επόμενους 12-18 μήνες. Σημειώνεται ακόμα πως η Eurobank ήταν η πρώτη ελληνική τράπεζα που προχώρησε σε μεγάλες τιτλοποιήσεις και τώρα απολαμβάνει ισχυρό δείκτη κάλυψης στο 74,6% μαζί με κεφαλαιακό δείκτη CET-1 στο 15,2%. Επιπλέον, ο δείκτης cost of risk και NPE της Eurobank διαμορφώθηκαν σε 72 μονάδες βάσης και 5,2%, αντίστοιχα, στο τέλος του 2022, και η S&P προβλέπει ότι θα βελτιωθεί περαιτέρω έως το 2025 σε 60 μονάδες βάσης και 4,5%-5,0%, αντίστοιχα.

Alpha Bank

Αξιολογείται πως η τράπεζα έχει αναδιαρθρώσει επιτυχώς τον ισολογισμό και επειδή οι κίνδυνοι χρηματοδότησης σε όλο το σύστημα στην Ελλάδα έχουν αμβλυνθεί. Η σταθερή προοπτική για την Alpha Βank τους επόμενους 12 μήνες αντικατοπτρίζουν την προσδοκία για βελτίωση στα κέρδη, στην ποιότητα του ενεργητικού και την κεφαλαιοποίησή, αν και με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με τα τελευταία χρόνια, λόγω των λιγότερο σταθερών μακροοικονομικών συνθηκών. Αναμένει ότι οι πιστωτικές ζημίες του ομίλου θα συνεχίσουν να μειώνονται, παράλληλα με οριακή αύξηση της κάλυψης των ζημιών από τα αποθεματικά, αλλά η κάλυψη πιθανότατα θα παραμείνει κάτω από αυτή των εταίρων στην κατηγορία αξιολόγησης «ΒΒ».

Διαβάστε περισσότερα