Μέσω διαρροής εμπιστευτικού εγγράφου από την Κομισιόν αποκαλύπτεται ότι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, οι τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας θα «παραμείνουν ασταθείς και μάλλον στα …υψηλά όλο το 2022 και στις αρχές του 2023».
Στην Ελλάδα όμως, οι τιμές είναι ακόμη πιο υψηλές αφού οι προμηθευτές ρεύματος μετακυλούν μέσω της ρήτρας αναπροσαρμογής, όχι απλώς το αυξημένο κόστος της χονδρεμπορικής τιμής αλλά και τις προσαυξήσεις που διαμορφώνουν το τελικό κόστος της ενέργειας που αγοράζουν οι ίδιοι για τους πελάτες τους!
Το εμπιστευτικό έγγραφο διοχετεύθηκε στο EURACTIV, και δίνει μάλλον δυσοίωνη εικόνα των ασταθών τιμών της ενέργειας που θα συνεχιστούν, γεγονός που θα οδηγήσει σε πληθωρισμό, θα επηρεάσει τα νοικοκυριά και θα αυξήσει το κόστος για τις επιχειρήσεις, κάτι που ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Ελλάδα.
«Οι τιμές της ενέργειας συνεχίζουν να προκαλούν μεγάλη ανησυχία σε ολόκληρη την ΕΕ. Οι υψηλές και ασταθείς τιμές του φυσικού αερίου, που επηρεάζονται έντονα από την υψηλή παγκόσμια ζήτηση και τις αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, οδηγούν σε υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας», σύμφωνα με το προσχέδιο της έκθεσης που ετοιμάζει η Κομισιόν.
Επίσης γίνεται η πρόβλεψη ότι η ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου και κλιμακώθηκε από την κρίση στην Ουκρανία θα διαρκέσει περισσότερο ίσως μέχρι το 2023.
Οι «ανεξήγητα υψηλές» τιμές στην Ελλάδα
Στη χώρα μας, οι αιτίες για τις «ανεξήγητα υψηλές» τιμές, που μόνο ανεξήγητες δεν είναι, συνοψίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες:
Η πρώτη κατηγορία είναι ενδογενής αφού οι προμηθευτές ρεύματος στην Ελλάδα μετακυλίουν μέσω της ρήτρας αναπροσαρμογής όχι απλώς το αυξημένο κόστος της χονδρεμπορικής τιμής αλλά και τις προσαυξήσεις που διαμορφώνουν το τελικό κόστος της ενέργειας που αγοράζουν οι ίδιοι για τους πελάτες τους.
Οι προσαυξήσεις αυτές είναι πολύ υψηλές και καταλήγουν στο …«κεφάλι των νοικοκύρηδων καταναλωτών» όπως μας λέει στέλεχος της Κομισιόν που συνεχίζει: «Βεβαίως έχουν το δικαίωμα να το κάνουν με βάση το νόμο που ισχύει και απορώ γιατί δεν τροποποιείται ο νόμος αυτός».
Στη λιανική το μηνιαίο επιπλέον κόστος για ένα νοικοκυριό με κατανάλωση 600 kWh μόνο για το ρεύμα και όχι για το σύνολο του λογαριασμού, υπολογίζεται για τον Νοέμβριο σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020, περί τα 80 ευρώ μετά την αφαίρεση της κρατικής επιδότησης των 39 ευρώ. Χωρίς την επιδότηση δηλαδή ο καταναλωτής θα πλήρωνε 119 ευρώ!
Τον Δεκέμβριο, με την εκτίναξη της χονδρεμπορικής τιμής από τα 229 ευρώ/MWh του Νοεμβρίου στα 235 ευρώ/MWh, το επιπλέον κόστος για την ίδια κατανάλωση ρεύματος φτάνει στα 100 ευρώ μετά την επιδότηση.
Όπως αναφέρεται και σε μελέτη του ΙΕΝΕ υπάρχει το χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου το Νοέμβριο, οι καταναλωτές πλήρωσαν κόστη για απώλειες του συστήματος (Υψηλή Τάση) Euro 7.97/MWh, για εφεδρεία του συστήματος Euro2.08/MWh και για την αγορά εξισορρόπησης Euro5.50/MWh.
«Ασύλληπτο για ευρωπαϊκή χώρα είναι δε το κόστος για τις απώλειες δικτύου, κοινώς ρευματοκλοπές, το οποίο ακολουθεί τη διακύμανση της λιανικής τιμής και τον Νοέμβριο διαμορφώθηκε στα 35 ευρώ/MWh, από 10-12/MWh προ κρίσης, μόλις δηλαδή 4 ευρώ χαμηλότερα από την κρατική επιδότηση», τονίζεται στη μελέτη του ΙΕΝΕ.
Σε επίπεδο χονδρικής, οι αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου ξεπέρασαν το 850% το 2021, επηρεάζοντας σημαντικά και το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος, όπου οι ανατιμήσεις στις χονδρεμπορικές τιμές ξεπέρασαν το 300%.
Η δεύτερη κατηγορία είναι «εισαγόμενη»:
Στην Ελλάδα, υπάρχει ανεπάρκεια ισχύος και περιορισμένες διασυνδέσεις, με αποτέλεσμα όλη η ενέργεια να περνάει μέσω του Χρηματιστηρίου και οι καταναλωτές να είναι 100% εκτεθειμένοι στις υψηλές τιμές. Αντίθετα στις Βόρειες χώρες η υπερεπάρκεια ισχύος και οι πολλές διασυνδέσεις έχουν ενισχύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ παραγωγών και προμηθευτών, με αποτέλεσμα η χρηματιστηριακή τιμή να επηρεάζει σε ποσοστό μόλις 20% τις τιμές ρεύματος για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Όσο για τους διεθνείς παράγοντες που προκάλεσαν την άνοδο των τιμών στην Ευρώπη, σύμφωνα με το ΙΕΝΕ είναι:
- Η μεγάλη ζήτηση για φυσικό αέριο μετά το άνοιγμα της οικονομίας από την άρση των lockdowns.
- Τα χαμηλά αποθέματα στις αποθήκες φυσικού αερίου στην Ευρώπη το περασμένο φθινόπωρο.
- Το ψυχρό μέτωπο του περασμένου χειμώνα που οδήγησε σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα τη ζήτηση.
- Το γεωπολιτικό πόκερ που παίζει η Ρωσία, η οποία είναι από τους μεγαλύτερους προμηθευτές φυσικού αερίου της Ευρώπης. Οι επικριτές του Κρεμλίνου κατηγορούν τη Ρωσία ότι επίτηδες αφήνει την Ευρώπη χωρίς επαρκείς ποσότητες φυσικού αερίου λόγω των πολιτικών εντάσεων με την Ουκρανία. Επίσης, κάνουν λόγο για πιέσεις ώστε να δοθεί πιο γρήγορα η πιστοποίηση για τη λειτουργία του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 που παραμένει ανενεργός για εμπορικούς λόγους, επειδή η νέα κυβέρνηση στο Βερολίνο δεν δίνει το πράσινο φως.
- Οι πυρηνικοί αντιδραστήρες στη Γαλλία, οι οποίοι τροφοδοτούν μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ηλεκτροπαραγωγής, χρειάστηκε να κλείσουν για έκτακτη συντήρηση.
- Εξαιτίας της χειμερινής περιόδου, τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά πάρκα δεν είναι τόσο αποδοτικά.
- Oι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα ξεπέρασαν τα ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα των 85 Euro/tCO2.
Σύμφωνα με τη μελέτη του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης, «η κρίση και οι πρωτοφανείς τιμές θα διατηρηθούν τουλάχιστον μέχρι και τον χειμώνα του 2023, ενώ σε περίπτωση πολέμου στην Ουκρανία και διακοπής της παροχής ρωσικού φυσικού αερίου (σενάριο που θεωρείται απίθανο), η Ευρώπη πρέπει να επιστρατεύσει όλες τις επιλογές της, από παλιές μονάδες άνθρακα και πυρηνικά εργοστάσια μέχρι τα αδρανοποιημένα κοιτάσματα φυσικού αερίου, όπως στο Γκρόνινγκεν της Ολλανδίας».
Επί του παρόντος, η ρωσική Gazprom έχει μειώσει τους τελευταίους μήνες τις παραδόσεις φυσικού αερίου στην Ευρώπη κατά το ήμισυ και η Ευρώπη αναπληρώνει αυτό το κενό, αναζητώντας φορτία Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG). Οι παραδόσεις φορτίων LNG στην Ευρώπη έχουν διπλασιαστεί σε σύγκριση με την περσινή χρονιά, με το μεγαλύτερο μέρος να προέρχεται από τις ΗΠΑ.
Σε εξέλιξη έρευνα κατά της Gazprom
Σύμφωνα με το έγγραφο, η Κομισιόν διερευνά επίσης ανησυχίες για «πιθανές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού από εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις ευρωπαϊκές αγορές φυσικού αερίου και ιδίως από τη ρωσική εταιρεία παροχής αερίου Gazprom».
Η Gazprom επιδεικνύει «ασυνήθιστη επιχειρηματική συμπεριφορά», με τη μέση πλήρωση της αποθήκευσης της Gazprom στο 16%, σε σύγκριση με το 44% της αποθήκευσης εκτός Gazprom, αναφέρει το προσχέδιο.
«Η Επιτροπή διερευνά επί του παρόντος όλους τους ισχυρισμούς για πιθανή ανταγωνιστική εμπορική συμπεριφορά της Gazprom κατά προτεραιότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, συλλέγει επίσης πρόσθετες πληροφορίες από σχετικούς παράγοντες της αγοράς», προσθέτει.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η καλύτερη λύση για τη μείωση της εξάρτησης από το εισαγόμενο ρωσικό αέριο και τις χαμηλότερες τιμές μακροπρόθεσμα είναι η επιτάχυνση της εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης αερίων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
«Εάν δεν υπάρξει μαζική επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ θα εξαρτηθούν σημαντικά από τις τιμές του φυσικού αερίου τουλάχιστον έως το 2030», αναφέρει το έγγραφο.
Το προσχέδιο της έκθεσης της Κομισιόν
Εξάλλου στο προσχέδιο της έκθεσης της Κομισιόν που διέρρευσε «με τις αποθήκες αερίου της ΕΕ σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και τις ανησυχίες για την ασφάλεια του εφοδιασμού που συνδέονται με τη χαμηλή χρέωση στους αγωγούς φυσικού αερίου από την Ανατολή, γινόμαστε μάρτυρες μιας αυξανόμενης κρίσης φυσικού αερίου σε σύγκριση με την κατάσταση την εποχή της ανακοίνωσης της Επιτροπής από τον περασμένο Οκτώβριο» όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Οι τιμές χονδρικής του φυσικού αερίου είναι περίπου 400% υψηλότερες από ό,τι πριν από ένα χρόνο και οι τιμές χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας ακολούθησαν το ίδιο μοτίβο, αυξάνοντας κατά 260%. Αυτό έχει οδηγήσει σε άνοδο των λιανικών τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες είναι αυξημένες κατά 51% και 30% αντίστοιχα σε σχέση με πέρυσι, αναφέρει το έγγραφο.
Αυτές οι «εξαιρετικά υψηλές τιμές ενέργειας επηρεάζουν αρνητικά όλο το φάσμα της οικονομίας» και αναμένεται «να παραμείνουν βασικός μοχλός του πληθωρισμού το 2022». Οι τιμές έχουν ήδη πλήξει βιομηχανίες έντασης ενέργειας με υψηλό κόστος παραγωγής και πιθανότατα θα αυξήσουν τις τιμές για άλλα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων.
Η κρίση «επηρεάζει ολοένα και περισσότερο τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά και τους ευάλωτους καταναλωτές, οι οποίοι ξοδεύουν μεγαλύτερο μερίδιο του συνολικού εισοδήματός τους σε λογαριασμούς ενέργειας και επομένως βαθαίνει τις ανισότητες στην ΕΕ», αναφέρει το έγγραφο που διοχετεύθηκε στο Euroactive.
Λύση; Αποθήκευση και ΑΠΕ
Το προσχέδιο περιέχει 12 ενέργειες που μπορεί να λάβει η ΕΕ για την ανακούφιση της συνεχιζόμενης ενεργειακής κρίσης. Αυτό περιλαμβάνει τη δημιουργία ικανότητας παραγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την εξοικονόμηση ενέργειας και τη συνεχή υποστήριξη για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που επηρεάζονται.
Οι δράσεις περιλαμβάνουν επίσης μέτρα για τη βελτίωση της ανθεκτικότητας του εφοδιασμού με φυσικό αέριο της Ευρώπης.
Η Κομισιόν προτείνει νομική απαίτηση για τις χώρες της ΕΕ να διασφαλίζουν ένα ελάχιστο επίπεδο αποθήκευσης φυσικού αερίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου κάθε έτους. Για τη διασφάλιση συνεχών προμηθειών και καλύτερης προετοιμασίας για τον επόμενο χειμώνα, θα υπάρξει ένα «Σχέδιο Αέριο για το χειμώνα» για τη στήριξη της ασφάλειας του εφοδιασμού «με κίνητρα και υποχρεώσεις για στρατηγική αποθήκευση».
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ξεκινήσει ένα πιλοτικό έργο φέτος για να υποστηρίξει τις χώρες και τους φορείς της ΕΕ στην πραγματοποίηση κοινών προμηθειών για την πλήρωση της αποθήκευσης μέχρι το ελάχιστο απαιτούμενο στρατηγικό επίπεδο.
Ωστόσο, ενώ η αποθήκευση φυσικού αερίου συμβάλλει στη μείωση των αυξήσεων των τιμών, δεν θα έχει καμία επίδραση για αυτόν τον χειμώνα, όταν τα επίπεδα αποθήκευσης έχουν φτάσει σε απροσδόκητα χαμηλά επίπεδα.
Ως εκ τούτου, το έγγραφο μιλά επίσης για διαφοροποίηση των προμηθειών από το ρωσικό αέριο μέσω αγωγών προς το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), το μεγαλύτερο μέρος του οποίου εισάγεται επί του παρόντος από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Κατάρ.
Κάθε περιοχή της ΕΕ έχει πλέον άμεση ή έμμεση σύνδεση με τερματικό LNG και «αυτή η διασύνδεση μέσω LNG έχει αποδειχθεί πολύτιμη τους τελευταίους μήνες, καθώς έφερε ρευστότητα στην αγορά και αξιόπιστο εφοδιασμό με φυσικό αέριο στους πελάτες της ΕΕ», σημειώνει η Επιτροπή.
Ο Ιανουάριος σημείωσε το υψηλότερο επίπεδο εισαγωγών LNG και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ισχυρίζεται ότι αυτό είναι «χάρη στην εκτεταμένη διπλωματική δράση της ΕΕ για την ενέργεια».
Η Κομισιόν θα συνεχίσει τις προσπάθειες ενεργειακής διπλωματίας και τον διάλογο με χώρες παραγωγής, κατανάλωσης και διαμετακόμισης ορυκτών αερίων όπως οι ΗΠΑ, το Κατάρ, η Ιαπωνία, η Αίγυπτος, το Αζερμπαϊτζάν και η Τουρκία.
Πάντως, οι επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν είναι ακόμη στο επίπεδο που απαιτείται για την παραγωγή αρκετής ενέργειας για τις ανάγκες της Ευρώπης. Πρέπει επίσης να αντιμετωπιστούν ζητήματα αδειοδότησης για να επιτραπεί μια ταχεία και μεγάλης κλίμακας ανάπτυξη παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Οι χώρες της ΕΕ πρέπει να «παρακολουθήσουν τη διάρκεια των διαδικασιών αδειοδότησης επειγόντως», σύμφωνα με την Επιτροπή, η οποία αναμένεται να εγκρίνει σύσταση τον Ιούνιο για την αντιμετώπιση των φραγμών στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, βουλευτές όλου του πολιτικού φάσματος συμφωνούν σε αυτό το σημείο:
«Η διέξοδος από την ενεργειακή κρίση είναι οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η Επιτροπή πρέπει να ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι με συνέπεια και να αυξήσει τους στόχους για την επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ευρώπη», δήλωσε στη EURACTIV ο Γερμανός βουλευτής των Πρασίνων, Michael Bloss.
«Είναι καλό που η Επιτροπή θέλει τώρα να κηρύξει τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου ως στρατηγικά αποθέματα και έτσι να σταματήσει τα παιχνίδια της Gazprom με όσους δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να θερμάνουν τα σπίτια τους. Αλλά η επένδυση ακόμη περισσότερων σε υποδομές ορυκτών είναι ο λάθος δρόμος», πρόσθεσε.
Η Maria da Graça Carvalho από το κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) συμφώνησε. «Για το μέλλον, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η πράσινη μετάβαση είναι μέρος της λύσης και όχι μία από τις αιτίες του προβλήματος», είπε στην EURACTIV.
Η κα. Carvalho πρόσθεσε ότι «οι χώρες της ΕΕ πρέπει να κάνουν περισσότερα για να ελέγξουν τις αυξανόμενες τιμές μειώνοντας τα γενικά έξοδα και τους υπερβολικούς φόρους στην ενέργεια».
«Τέλος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να παρακολουθεί την αγορά λόγω της τεράστιας αύξησης και του αντίκτυπου που είχε αυτό στις ευρωπαϊκές οικογένειες και επιχειρήσεις», είπε.