Η Τράπεζα Κύπρου φαίνεται να περνά στην επόμενη φάση της στρατηγικής της ωρίμανσης, όχι πια ως τράπεζα εξυγίανσης αλλά ως κανονικός ευρωπαϊκός χρηματοπιστωτικός οργανισμός με υψηλή απόδοση κεφαλαίων, σταθερή ποιότητα ενεργητικού και αξιόπιστη κεφαλαιακή βάση.
Η Deutsche Bank, με αναβάθμιση των εκτιμήσεών της και τιμή-στόχο τα 8,70 ευρώ, υπογραμμίζει αυτό ακριβώς: η μετοχή της αποτελεί σήμερα μια από τις πιο ελκυστικές τραπεζικές επενδυτικές προτάσεις στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Η επίδοση του γ’ τριμήνου ήταν ένα ακόμη βήμα επιβεβαίωσης. Καθαρά κέρδη 118 εκατ. ευρώ, κατά 14% υψηλότερα από τις προσδοκίες, με ανθεκτικά καθαρά έσοδα από τόκους και αποτελεσματικό έλεγχο κόστους. Το καθαρό επιτοκιακό αποτέλεσμα υποχώρησε μόλις 1% σε τριμηνιαία βάση, παρότι οι πιέσεις από τη μείωση των επιτοκίων έχουν αρχίσει να φαίνονται. Η Deutsche Bank αποδίδει τη σταθερότητα αυτή σε δύο παράγοντες: τη συνετή αντιστάθμιση επιτοκιακού κινδύνου και την αύξηση όγκων σε χορηγήσεις, που ενισχύουν τα έσοδα και περιορίζουν το κόστος χρηματοδότησης.
Το νέο guidance αποτυπώνει τη μετατόπιση του προφίλ της Τράπεζας Κύπρου. Με απόδοση ιδίων κεφαλαίων πάνω από 20%, δείκτη CET1 στο 15%, καθαρά έσοδα από τόκους περίπου 720 εκατ. ευρώ και δείκτη κόστους προς έσοδα κάτω του 40%, η τράπεζα δείχνει ικανή να διατηρήσει υψηλή κερδοφορία ακόμη και σε φάση υποχώρησης επιτοκίων. Η οργανική δημιουργία κεφαλαίου ξεπερνά ήδη τις 300 μονάδες βάσης, επιβεβαιώνοντας την εσωτερική δυναμική της.
Η ποιότητα ενεργητικού παραμένει υποδειγματική. Ο δείκτης NPE διαμορφώθηκε στο 1,6%, με pro forma μείωση στο 1,2%, επίπεδα που θα ζήλευαν πολλές κεντροευρωπαϊκές τράπεζες. Ο δείκτης κάλυψης στο 112% δείχνει πως το χαρτοφυλάκιο είναι επαρκώς θωρακισμένο, ενώ το κόστος κινδύνου στα 33 μονάδες βάσης παραμένει χαμηλό και σταθερό. Πρόκειται για έναν από τους χαμηλότερους δείκτες στον κλάδο, κάτι που αποτυπώνει την ωρίμανση της κυπριακής οικονομίας και τη σταθερή απομόχλευση των προηγούμενων ετών.
Κεφαλαιακά, η Τράπεζα Κύπρου διατηρεί έναν από τους ισχυρότερους δείκτες στην Ευρώπη. Ο CET1 στο 20,54%, παρά τη μικρή υποχώρηση λόγω αυξημένων RWA και της εξαγοράς της Ethniki Insurance Cyprus, δείχνει ευελιξία και ισχύ. Η ύπαρξη δεδουλευμένης πρόβλεψης μερίσματος 70% ενισχύει τη μετοχική αξία και προσφέρει προβλεψιμότητα στην απόδοση προς τους επενδυτές. Η διοίκηση επιτυγχάνει ισορροπία ανάμεσα σε ανάπτυξη και ανταμοιβή, χωρίς να επιβαρύνει το κεφάλαιο.
Στα λειτουργικά μεγέθη, τα συνολικά έσοδα ξεπέρασαν τις εκτιμήσεις κατά 5%, υποστηριζόμενα από ένα εφάπαξ ασφαλιστικό έσοδο 8 εκατ. ευρώ και τη διατήρηση του NII σε υψηλά επίπεδα. Οι δαπάνες παρέμειναν υπό έλεγχο, με δείκτη κόστους προς έσοδα περί το 40%, δείγμα πειθαρχημένης διαχείρισης. Οι καταθέσεις στα 21,46 δισ. ευρώ και τα ακαθάριστα δάνεια στα 10,84 δισ. δείχνουν σταθερό ισολογισμό, με ικανοποιητική ρευστότητα και διαφοροποιημένη βάση χρηματοδότησης.
Σε αποτιμησιακούς όρους, η εικόνα είναι ακόμη πιο ελκυστική. Με δείκτη P/E 4,2 φορές για το 2024 και προσδοκώμενη απόδοση ιδίων κεφαλαίων πάνω από 20%, η Τράπεζα Κύπρου προσφέρει ένα από τα πιο υποτιμημένα risk-reward προφίλ στην ευρωπαϊκή αγορά. Για το 2025, ο P/E εκτιμάται στις 8,5 φορές και για το 2026 στις 9,1, ενώ η απόδοση κεφαλαίων προβλέπεται στο 16%. Η Deutsche Bank θεωρεί ότι οι στόχοι της διοίκησης είναι συντηρητικοί, αφήνοντας περιθώριο θετικών εκπλήξεων.
Η ουσία βρίσκεται στη συνέπεια της στρατηγικής. Η τράπεζα έχει πλέον απαλλαγεί από τα «βαρίδια» του παρελθόντος. Οι τιτλοποιήσεις και οι πωλήσεις NPE ολοκληρώθηκαν, οι δείκτες κινδύνου σταθεροποιήθηκαν και το επιχειρηματικό μοντέλο έχει στραφεί στην κερδοφόρα οργανική ανάπτυξη. Το μοντέλο συνδυάζει υγιές χαρτοφυλάκιο δανείων, αυξανόμενα έσοδα προμηθειών και περιορισμένο λειτουργικό κόστος, ενώ το κόστος χρήματος παραμένει χαμηλό.
Η εξαγορά της Ethniki Insurance Cyprus αποτελεί κίνηση στρατηγικής ολοκλήρωσης. Η τράπεζα ενισχύει το non-banking σκέλος της, αυξάνοντας τη διαφοροποίηση εσόδων και δημιουργώντας πρόσθετες ροές μετρητών. Ο ασφαλιστικός τομέας προσφέρει σταθερές αποδόσεις και λειτουργεί αντισταθμιστικά σε περιβάλλον κυμαινόμενων επιτοκίων, κάτι που ενισχύει τη σταθερότητα των μελλοντικών αποτελεσμάτων.
Από επενδυτική σκοπιά, η Τράπεζα Κύπρου ξεχωρίζει για τρεις λόγους. Πρώτον, η κερδοφορία της είναι υψηλής ποιότητας, στηριγμένη σε οργανικά έσοδα και όχι σε έκτακτα κέρδη ή αντιστροφές προβλέψεων. Δεύτερον, το κεφαλαιακό της μαξιλάρι προσφέρει ευελιξία για μελλοντικές αποδόσεις προς τους μετόχους, είτε μέσω μερισμάτων είτε μέσω επαναγοράς ιδίων μετοχών. Τρίτον, η αποτίμηση παραμένει χαμηλή σε σχέση με την αποδοτικότητα, κάτι που δημιουργεί επενδυτικό premium.
Η κυπριακή οικονομία προσφέρει το κατάλληλο υπόβαθρο. Ο ρυθμός ανάπτυξης παραμένει θετικός, η ανεργία χαμηλή και το τραπεζικό σύστημα ισορροπημένο μετά από μια δεκαετία μεταρρυθμίσεων. Η σταθερότητα του νομικού και εποπτικού περιβάλλοντος επιτρέπει στις τράπεζες να λειτουργούν χωρίς αναταράξεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τράπεζα Κύπρου απολαμβάνει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, την ισχυρή της θέση στην εγχώρια αγορά και την ταυτόχρονη πρόσβαση σε διεθνές επενδυτικό κοινό.
Η αγορά έχει αρχίσει να αναγνωρίζει την πρόοδο αυτή, αλλά όχι πλήρως. Η μετοχή διαπραγματεύεται με discount έναντι των τραπεζών του ευρωπαϊκού Νότου, παρότι οι δείκτες αποδοτικότητας είναι συγκρίσιμοι ή και ανώτεροι. Η σχέση P/TBV παραμένει ελκυστική, ενώ η κεφαλαιακή επάρκεια λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας απέναντι σε πιθανές μακροοικονομικές αναταράξεις.
Αν κάτι διαφοροποιεί την Τράπεζα Κύπρου από τις υπόλοιπες περιφερειακές τράπεζες, είναι η ικανότητά της να ισορροπεί ανάμεσα στη συντηρητική διαχείριση και στη δυναμική ανάπτυξη. Δεν βασίζεται σε εξωτερικά γεγονότα για να πετύχει τους στόχους της, αλλά στη βελτίωση των βασικών της λειτουργιών. Αυτό είναι το πιο ισχυρό επιχείρημα για τον επενδυτή που αναζητά σταθερότητα με προοπτική απόδοσης.
Η Deutsche Bank συνοψίζει αυτή τη λογική, η Τράπεζα Κύπρου παραμένει ένα «buy story» με σαφή ορατότητα κερδών, πειθαρχημένη διοίκηση και αποτίμηση που δεν αντανακλά ακόμη το νέο προφίλ της. Με τα κέρδη να σταθεροποιούνται άνω των 400 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, απόδοση κεφαλαίων άνω του 20% και προοπτική υψηλών διανομών, η μετοχή διαθέτει χώρο για επανεκτίμηση.
Στην τρέχουσα συγκυρία, όπου οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες κινούνται σε φάση επιβράδυνσης, η Τράπεζα Κύπρου παραμένει μια ιστορία ανθεκτικότητας και μετασχηματισμού. Από τις επιθετικές αναδιαρθρώσεις της προηγούμενης δεκαετίας, περνά σήμερα στην εποχή της σταθερής, μετρήσιμης απόδοσης.
Η απάντηση, λοιπόν, στο ερώτημα αν αποτελεί την καλύτερη τραπεζική επενδυτική πρόταση, είναι περισσότερο ποιοτική παρά αριθμητική. Με δείκτες που υπερβαίνουν τις προβλέψεις, αποδόσεις κεφαλαίων που αγγίζουν τα κορυφαία ευρωπαϊκά επίπεδα και κεφαλαιακή βάση που εξασφαλίζει ανθεκτικότητα, η Τράπεζα Κύπρου έχει μετατραπεί σε case study επιτυχούς αναστροφής. Και σε μια αγορά που σπανίζει η προβλεψιμότητα, αυτό από μόνο του είναι λόγος για εμπιστοσύνη.