Οι πληθωριστικές πιέσεις στην ελληνική οικονομία εμφανίζονται πολύ πιο επίμονες από τις αρχικές εκτιμήσεις, με την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) να επιταχύνεται για 3ο συνεχόμενο μήνα τον Ιούλιο (3,1% ετησίως), ενώ ο πληθωρισμός στο 7μηνο του έτους, κυμάνθηκε στο 2,6%, κατά μ.ο., σχεδόν αμετάβλητος σε σύγκριση με το 2024.
Αντιστοίχως, όπως επισημαίνει η Εθνική Τράπεζα (ΕΤΕ) σε σχετική ανάλυση, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) στην Ελλάδα αυξήθηκε στο 3,7% τον Ιούλιο, επιβραδυνόμενος στο 3,1% τον Αύγουστο, ρυθμός αντίστοιχος με το μ.ο. για το 1ο εξάμηνο. Η μέση αύξηση του ΕνΔΤΚ στην Ευρωζώνη ήταν 2,1% στο 8μηνο. Ως συνέπεια των ανωτέρω τάσεων, η απόκλιση του ελληνικού εναρμονισμένου πληθωρισμού από αυτόν της Ευρωζώνης ανήλθε σε υψηλό 3 ετών (1,7 ποσοστιαίες μονάδες) τον Ιούλιο με την απόσταση να παραμένει σημαντική (1 ποσοστιαία μονάδα τόσο τον Αύγουστο όσο και στο 8μηνο).
Από την πλευρά της η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) σημειώνει ότι, ο πληθωρισμός, όπως μετρείται από τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), κατέγραψε μέσο ετήσιο ρυθμό 3,0% το 2024, υποχωρώντας από το 4,2% του 2023 και συνεχίζοντας την πορεία αποκλιμάκωσης που ξεκίνησε το δ΄ τρίμηνο του 2022.Το τρέχον έτος, 2025, παρουσιάζει παρόμοια χαρακτηριστικά με το 2024. Οι τιμές των ειδών διατροφής κινούνται σε σχετικώς χαμηλά επίπεδα και η συνιστώσα των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών εξακολουθεί να αποκλιμακώνεται.
Οι συνεχιζόμενοι υψηλοί ρυθμοί του εναρμονισμένου πληθωρισμού αποδίδονται κυρίως στη συνιστώσα των υπηρεσιών, λόγω μισθολογικών αυξήσεων, έμμεσων φόρων (στην εστίαση και στη διαμονή) και υψηλής, εξωτερικής κυρίως, ζήτησης (τουρισμός). Η ενεργειακή συνιστώσα όμως θα καθορίσει εν πολλοίς την περαιτέρω αποκλιμάκωση του εναρμονισμένου πληθωρισμού. Αναμένεται, σε σύνολο έτους, να διατηρηθεί σε αρνητικό έδαφος, επιταχύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αποκλιμάκωση του γενικού εναρμονισμένου πληθωρισμού.
Σημαντική είναι και η παρατήρηση του ΙΟΒΕ ότι, η αύξηση του ΕνΔΤΚ κατά τ το α’ εξάμηνο του 2025 (2,5%) οφείλεται κυρίως στη θετική συμβολή της εγχώριας ζήτησης, καθώς ο δείκτης με σταθερούς φόρους και χωρίς τα ενεργειακά αγαθά αυξήθηκε κατά +3,2% (έναντι +3,5% το 2024). Η επίδραση της έμμεσης φορολογίας στις τιμές ήταν θετική, προσθέτοντας 0,3 ποσοστιαίες μονάδες στο γενικό επίπεδο τιμών, σε σύγκριση με 0,1 ποσοστιαίες μονάδες την προηγούμενη χρονιά.
Οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό
Σύμφωνα με την ΤτΕ, o πληθωρισμός βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) θα συνεχίσει να αποκλιμακώνεται την επόμενη τριετία, αν και η επιμονή του πληθωρισμού των υπηρεσιών, λόγω μισθολογικών αυξήσεων, έμμεσων φόρων (στην εστίαση και στη διαμονή) και υψηλής, εξωτερικής κυρίως, ζήτησης (τουρισμός), εμποδίζει την ταχεία αποκλιμάκωσή του. Το 2025 αναμένεται να παραμείνει υψηλός σε 2,5%, αντανακλώντας την επιμονή του πληθωρισμού των υπηρεσιών, λόγω κυρίως των αναμενόμενων αυξήσεων των αμοιβών εργασίας και των ενοικίων και των πιέσεων από την υψηλή τουριστική ζήτηση.
Το 2026 ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 2,1%, ενώ το 2027 αναμένεται μια εφάπαξ επιτάχυνσή του στο 2,4%, λόγω ενσωμάτωσης της επίδρασης του συστήματος εμπορίας εκπομπών ρύπων στην ενεργειακή συνιστώσα του ΕνΔΤΚ. Τέλος, ο πυρήνας του πληθωρισμού θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, παρουσιάζοντας σημαντική απόκλιση από το μέσο όρο της ευρωζώνης και αντανακλώντας εν μέρει το θετικό παραγωγικό κενό της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, αναμένεται να μειωθεί αισθητά στο 2,2% έως το 2027, εξαιτίας της αποκλιμάκωσης κυρίως του πληθωρισμού των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.
Το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι, η εγχώρια ζήτηση αναμένεται να ενισχυθεί από την αύξηση της απασχόλησης, τις μισθολογικές παρεμβάσεις (αύξηση κατώτατου μισθού θα επηρεάσει το μισθολόγιο των δημόσιων υπαλλήλων, τα επιδόματα ανεργίας, και τα ειδικά μισθολόγια ένστολων), καθώς και από φορολογικές ελαφρύνσεις όπως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος (για τους ελεύθερους επαγγελματίες) και οι μειώσεις στον ΕΝΦΙΑ. Οι επιδράσεις της έμμεσης φορολογίας στις τιμές εκτιμώνται αμελητέες, καθώς οι αλλαγές στον ΦΠΑ έχουν ήδη ενσωματωθεί (ένα έτος από την εφαρμογή του μέτρου).
Το διεθνές περιβάλλον
Με βάση τις προβλέψεις της ΤτΕ, ο παγκόσμιος πληθωρισμός με βάση τον ΔΤΚ αναμένεται ότι θα υποχωρήσει στο 4,3% το 2025 από 5,7% το 2024. Στις προηγμένες οικονομίες εκτιμάται ότι από 2,6% το 2024 θα διαμορφωθεί στο 2,5% το 2025, έναντι πρόβλεψης 2,1% μόλις 3 μήνες πριν, καθώς οι δασμοί που επιβάλλονται αναμένεται ότι θα μετακυλιστούν σε μεγάλο βαθμό στις τιμές καταναλωτή και οι δυνατότητες υποκατάστασης εισαγωγών καταναλωτικών και επενδυτικών αγαθών με εγχωρίως παραγόμενα θα είναι περιορισμένες, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
Οι εμπορικοί δασμοί λειτουργούν ως διαταραχή στην πλευρά της προσφοράς στις χώρες που επιβάλλουν δασμούς, μειώνοντας την παραγωγικότητα και αυξάνοντας το κόστος ανά μονάδα προϊόντος. Οι χώρες στις οποίες επιβάλλονται δασμοί αντιμετωπίζουν μια αρνητική διαταραχή στην πλευρά της ζήτησης, καθώς η ζήτηση εξαγωγών μειώνεται, ασκώντας καθοδική πίεση στις τιμές.
Το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι, οι προβλέψεις για την παγκόσμια ανάπτυξη έχουν υποβαθμιστεί λόγω επιβράδυνσης σε μεγάλες οικονομίες (π.χ., ΗΠΑ, Ευρωζώνη, Κίνα) και αυξανόμενης αβεβαιότητας από εμπορικούς περιορισμούς, γεωπολιτικές εντάσεις και δυσμενείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες. Οι κίνδυνοι για τις προοπτικές ανάπτυξης και πληθωρισμού παραμένουν αυξημένοι, ενώ θετική επίδραση θα μπορούσε να έχει η άρση των πρόσφατων εμπορικών περιορισμών.
Ενώ η ΕΤΕ σημειώνει ότι, η επιβράδυνση του πληθωρισμού στην Ελλάδα θα μπορούσε να επιταχυνθεί σε περίπτωση περαιτέρω μείωσης των ενεργειακών τιμών, αν υποχωρήσει η τρέχουσα υψηλή γεωπολιτική αβεβαιότητα. Παράλληλα, τυχόν εκτροπή εμπορικών ροών από τρίτες χώρες − που θα κατευθύνονταν πριν τους δασμούς στις ΗΠΑ − προς την Ευρώπη, πλεόνασμα παραγωγής σε μεμονωμένους κλάδους στην ΕΕ αλλά και μείωση των επιβαρύνσεων στις εξαγωγές των ΗΠΑ από τη ΕΕ ενδέχεται να λειτουργήσουν επίσης αποπληθωριστικά.
Τι αποτρέπει την αποκλιμάκωση του πληθωρισμου
Σύμφωνα με την ανάλυση της ΕΤΕ, Οι κυριότεροι παράγοντες στους οποίους θα πρέπει να αποδοθεί η επιμονή του πληθωρισμού στην Ελλάδα και η διεύρυνση της απόστασης από την Ευρωζώνη (βάσει ΕνΔΤΚ), είναι, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι:
* Η διατηρήσιμη αναπτυξιακή υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας, που τροφοδοτείται κυρίως από την ανθεκτική εγχώρια ζήτηση, η οποία την τρέχουσα περίοδο αντανακλά πλέον, κατά κύριο λόγο, την ισχυρή αγορά εργασίας (με την αύξηση της απασχόλησης στο 1,2% ετησίως το 6μηνο του 2025 και κατά 400 χιλιάδες εργαζομένους συνολικά σε σύγκριση με το 2019, ενώ ο μέσος πραγματικός μισθός στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκε κατά περισσότερο από 2,5% ετησίως το 1ο τρίμηνο του 2025 και κατά 8% σωρευτικά, από το 2019) και τις πιο χαλαρές εγχώριες νομισματικές συνθήκες, οι οποίες μεταφράζονται και σε επιταχυνόμενη πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Παράλληλα, τα μη μισθολογικά εισοδήματα και η αξία του χρηματοοικονομικού και οικιστικού πλούτου των νοικοκυριών που δεν εντάσσονται στις πιο ευάλωτες κοινωνικές κατηγορίες, ενισχύονται με ρυθμούς ανάλογους της προ-κρίσης περιόδου ενώ το οικονομικό κλίμα παραμένει ευνοϊκό, οδηγώντας σε μεγαλύτερη ροπή για ιδιωτική κατανάλωση, ειδικά από τα νοικοκυριά με μεγαλύτερη οικονομική ευρωστία. H εν λόγω δυναμική συντείνει σε σημαντική αύξηση του εγχώριου «παραγωγικού κενού», βραχυπρόθεσμα, στο 2½% το 2025 − που είναι το υψηλότερο επίπεδο από το 2007 − με τη θετική απόκλιση από την Ευρωζώνη να είναι η ευρύτερη από τη συμμετοχή της χώρας στο ευρώ, ερμηνεύοντας το μεγαλύτερο τμήμα της αντίστοιχης πληθωριστικής διαφοράς.
Η εν λόγω διεύρυνση παρατηρείται παρότι ο ρυθμός αύξησης του δυνητικού ΑΕΠ εκτιμάται ότι έχει επιταχυνθεί σε άνω του 1,7% το 2025, υπερβαίνοντας τον αντίστοιχο για την Ευρωζώνη (+1,1% το 2025) για πρώτη φορά εδώ και 17 έτη. Η σημαντική αύξηση του παραγωγικού κενού υποδηλώνει ότι η ζήτηση έχει αυξηθεί σε μεγαλύτερο ποσοστό από ό,τι η συνολική παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας, δεδομένου ότι η κορύφωση του επενδυτικού κύκλου συνήθως έπεται της ανάκαμψης της ζήτησης. Οι εν λόγω τάσεις οδηγούν βραχυπρόθεσμα σε στενότητα πόρων και σε μεγαλύτερα περιθώρια ανατιμήσεων τόσο των αγαθών και υπηρεσιών αλλά και των αμοιβών των συντελεστών παραγωγής (κεφαλαίου και εργασίας).
* Η ισχυρή ζήτηση από το εξωτερικό η οποία εκδηλώνεται κυρίως μέσω του τουρισμού συντείνει στις ανατιμήσεις, ειδικά στις υπηρεσίες. Η δυναμική παραμένει ανοδική, με τον εισερχόμενο τουρισμό να οδεύει σε νέο ιστορικό υψηλό, όπως φανερώνει η αύξηση των τουριστικών εσόδων κατά 11% ετησίως στο 6μηνο του 2025, καθώς και του μέσου εσόδου ανά άφιξη κατά 10% το ίδιο διάστημα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα σημαντικό ποσοστό των τουριστών, κυρίως από τις μεγαλύτερες αγορές της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ, εμφανίζουν μεγαλύτερη ανοχή στις ανατιμήσεις, όντας εξοικειωμένοι με το ακόμη υψηλότερο επίπεδο τιμών αγαθών και υπηρεσιών στις χώρες προέλευσής τους.
* Η έντονα ανοδική τάση των τιμών ενοικίων κατοικιών αποτυπώνει μια συνεχιζόμενη ανισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς ακινήτων – για πώληση ή ενοικίαση – στην ελληνική αγορά. Σύμφωνα με το σχετικό υποδείκτη του ΕνΔΤΚ τα ενοίκια για κατοικίες αυξήθηκαν κατά 10,4% ετησίως στο εξάμηνο (11,3% τον Ιούλιο), από 5,1% το 2024, έναντι αύξησης στην Ευρωζώνη κατά 2,9% τόσο στο 1ο εξάμηνο του 2025 αλλά και κατά το 2024. Οι εν λόγω μεταβολές πρόσθεσαν 0,4 ποσοστιαίες μονάδες στην άνοδο του ΕνΔΤΚ για την Ελλάδα σε σύγκριση με 0,2 ποσοστιαίες μονάδες για την Ευρωζώνη κατά το 1ο εξάμηνο (αξίζει να σημειωθεί ότι ο συντελεστής στάθμισης των ενοικίων στον ΕνΔΤΚ είναι παρόμοιος σε Ελλάδα και Ευρωζώνη, περίπου 6%).
H ανισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς στην ελληνική αγορά, συνεχίζει να τροφοδοτεί τις ανατιμήσεις, με τις τιμές των ενοικίων να προσαρμόζονται σταδιακά στις σημαντικές αυξήσεις των τιμών των ακινήτων τα προηγούμενα χρόνια. Συγκεκριμένα, η σωρευτική μέση ανατίμηση των κατοικιών από το χαμηλότερο σημείο τους − κατά τη 10ετή κρίση που καταγράφηκε το 2017 − έχει υπερβεί το 70%, με το μέσο επίπεδο τιμών να υπερβαίνει πλέον οριακά, κατά το 1ο τρίμηνο του 2025, το προηγούμενο ιστορικό τους υψηλό το 2008, σε ονομαστικούς όρους.
Αντιστοίχως, η σωρευτική αύξηση του δείκτη τιμών ενοικίων από τα τέλη του 2017 μέχρι τον Ιούλιο του 2025 ανέρχεται σε 24%, ενώ υπολείπεται ακόμη κατά 8% του ιστορικού υψηλού του 2011, πάλι σε ονομαστικούς όρους.Ως επιταχυντής των ανατιμήσεων λειτούργησε και η συγκρατημένη κατασκευαστική δραστηριότητα − μετά την παρατεταμένη συρρίκνωσή της κατά τη διάρκεια της κρίσης – που οδήγησε σε αργή προσαρμογή της προσφοράς, ενισχύοντας τις αυξήσεις των τιμών ακινήτων και ενοικίων, σε μία σχετικά «ρηχή» εγχώρια αγορά όσον αφορά τον αριθμό των συναλλαγών και το διαθέσιμο προς πώληση οικιστικό απόθεμα.
Ενέργεια και τρόφιμα
* Η σημαντική αύξηση των τιμών λιανικής στο ηλεκτρικό ρεύμα τους προηγούμενους μήνες, κατά τους οποίους σημειώθηκε εντονότερη μετάδοση στη λιανική αγορά της μεταβλητότητας που χαρακτηρίζει διαχρονικά τη χονδρική αγορά ρεύματος, ειδικά στη χώρα μας. Σε αυτό συνέτειναν και οι πολύ αυξημένες τιμές φυσικού αερίου στις αρχές του έτους. Παρότι οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος για τα ελληνικά νοικοκυριά παραμένουν σε επίπεδο χαμηλότερο από το μ.ο. της ΕΕ, η μετάδοση των πιέσεων από τη χονδρική αγορά στη λιανική έγινε εντονότερη τους τελευταίους μήνες. Σε αυτό συνέβαλε και η πρόσφατη αλλαγή στην εμπορική πολιτική των εταιριών με τις περισσότερες να εφαρμόζουν, μέχρι τον Ιούλιο, ταχύτερες ανατιμήσεις στα «πράσινα» τιμολόγια με συνεχώς προσαρμοζόμενη τιμή − προκειμένου να επιταχύνουν τη μετάβαση των πελατών τους σε τιμολόγια «σταθερών χρεώσεων» − οι οποίες οδήγησαν σε αυξημένες μεσοσταθμικές τιμές στη λιανική αγορά μέχρι και τον Ιούλιο με τις συνθήκες να αλλάζουν τον Αύγουστο.
Ενώ οι τιμές των σταθερών τιμολογίων κατέστησαν φθηνότερες και πιο ελκυστικές, η πλειοψηφία των καταναλωτών που παρέμειναν στα «πράσινα» τιμολόγια χρεώθηκε αυξημένες τιμές τους προηγούμενους μήνες. Συγκεκριμένα, οι τιμές ηλεκτρικού ρεύματος για τα νοικοκυριά στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 11,5% ετησίως το 1ο εξάμηνο του 2025, έναντι +1,6% στην Ευρωζώνη, με το μέσο όρο του επιπέδου τιμών την ίδια περίοδο να διαμορφώνεται στο υψηλότερο σημείο από την κορύφωση της ενεργειακής κρίσης κατά το 1ο εξάμηνο του 2022. Παρόμοια ανατίμηση παρατηρήθηκε και στην Ευρωζώνη.
Οι προαναφερόμενες τάσεις στις μέσες τιμές ρεύματος για τον καταναλωτή φαίνεται ότι αρχίζουν να αντιστρέφονται από τον Αύγουστο – συνιστώντας βασική αιτία αποκλιμάκωσης του ΕνΔΤΚ στο 3,1% τον ίδιο μήνα – καθώς παρατηρείται πιο άμεση μετακύλιση της υποχώρησης, σε μηνιαία όσο και σε ετήσια βάση, που έχει συντελεστεί στη χονδρεμπορική αγορά, κατά το ίδιο διάστημα.
* Οι νέες ανατιμήσεις στα τρόφιμα, ειδικά σε κατηγορίες με ισχυρή εξαγωγική ζήτηση αλλά και ορισμένους τομείς της παραγωγής που επιβαρύνονται από ισχυρές εποχικές επιδράσεις – κυρίως λόγω τουρισμού – αλλά και λόγω αυξημένου κόστους παραγωγής. Αν και ο μέσος ρυθμός αύξησης των τιμών της κατηγορίας τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών (βάσει ΔΤΚ) έχει υποχωρήσει, από το 4ο τρίμηνο του 2024, χαμηλότερα του 2% ετησίως, και κυμάνθηκε στο 1,6% ετησίως στο εξάμηνο − παραμένοντας ηπιότερος από το γενικό επίπεδο του πληθωρισμού και κοντά στο μέσο όρο της Ευρωζώνης – εμφανίζει σαφώς αυξητικές τάσεις τους τελευταίους μήνες (+2,8% ετησίως τον Ιούλιο). Οι εντονότερες πιέσεις εντοπίζονται κυρίως στις κατηγορίες των φρέσκων φρούτων (+20,9% ετησίως τον Ιούλιο), κρεάτων (+6,2% ετησίως) και κατεψυγμένων λαχανικών (+3,6% ετησίως).
Σε κάθε περίπτωση, ο πληθωρισμός, αν και κινείται ασφαλώς χαμηλότερα από την κορύφωση του προβλήματος πριν δυο χρόνια, παραμένει σε επίπεδα που δημιουργούν ανησυχία, υπό μια διττή έννοια. Από τη μία πλευρά, προκαλείται πίεση σε σημαντική μερίδα των νοικοκυριών, των οποίων τα εισοδήματα πρέπει να ανταποκρίνονται στην εντεινόμενη πίεση αναγκών για υπηρεσίες και προϊόντα.Από την άλλη μεριά, ειδικότερα για μια οικονομία στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης, η διαφορά του πληθωρισμού από τις άλλες οικονομίες λειτουργεί διαβρωτικά οδηγώντας σε μείωση ανταγωνιστικότητας, απώλεια μεριδίων στις εξαγωγικές αγορές και πίεση στα πραγματικά εισοδήματα.
Οι λόγοι για τους οποίους ο πληθωρισμός στη χώρα μας είναι γενικά υψηλότερος από πολλές άλλες ευρωπαϊκές, έχουν βάθος και αφορούν τόσο εμπόδια και δυσχέρειες στις λειτουργίες των αγορών όσο και για νέες επενδύσεις που θα προσέθεταν επιπλέον παραγωγικό δυναμικό αυξάνοντας την προσφορά. Όσο απλούστερο και σταθερότερο είναι το πλαίσιο για την παραγωγή και την επιχειρηματικότητα τόσο θα υπάρχει ευεργετική επίδραση στις τιμές.
Διαβάστε ακόμη:
- Η CrediaBank αποκτά το 70% της HSBC Μάλτας έναντι 200 εκατ. ευρώ
- AEGEAN: Αύξηση της επιβατικής κίνησης κατά 4% – Αύξηση 109% στα καθαρά κέρδη
- Gucci, Balenciaga, Saint Laurent: Πώς οι χάκερ έφτασαν σε δεδομένα εκατομμυρίων πελατών
- Οι Ισραηλινοί προελαύνουν στην πόλη της Γάζας – Οι κάτοικοί της αποχωρούν με καραβάνια