Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών ο ηθοποιός Γιάννης Μόρτζος.
Η είδηση του θανάτου του έγινε γνωστή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από «Το Σπίτι του Ηθοποιού»: «Σήμερα το πρωί στις 11:30 δυστυχώς χάσαμε τον αγαπημένο μας ηθοποιό Γιάννη Μόρτζο… Η είδηση αυτή μας γέμισε όλους μεγάλη θλίψη. Καλό σου ταξίδι Γιάννη…» γράφει η λεζάντα της δημοσίευσης.
Στην αρχή του καλοκαιριού, ο ηθοποιός νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με βαρύ αναπνευστικό πρόβλημα και στις αρχές Σεπτεμβρίου μεταφέρθηκε στο Ασκληπιείο Βούλας με ένα επιπλέον πρόβλημα στην καρδιά του.
Στο πλευρό του βρισκόταν συνεχώς η σύζυγός του, Γιούλη Ζήκου. Ένα από τα ελάχιστα πρόσωπα που γνώριζαν το πρόβλημα υγείας του ηθοποιού ήταν ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Αλκίνοος Μπουνιάς, ο οποίος είναι και στενός φίλος του ζευγαριού.
Σε δηλώσεις του στην «On Time», ο Αλκίνοος Μπουνιάς είχε αναφέρει: «Μην τον ενοχλείτε, περνάει πολύ δύσκολες ώρες και χρειάζεται ηρεμία και βέβαια σεβασμό στην κατάστασή του, απ’ όλους μας. Άλλωστε, ο Γιάννης πάντα είχε καλή επικοινωνία με τους δημοσιογράφους και μακάρι να γίνει σύντομα καλά και θα βγει μιλήσει ο ίδιος για το Γολγοθά που περνά. Απ’ όσο γνωρίζω, βρίσκεται σε καλά ιατρικά χέρια, αλλά ας προσευχηθούμε όλοι να γίνει το θαύμα…».
Το 2015, ο Γιάννης Μόρτζος είχε βρεθεί πάλι σε πολύ δύσκολη θέση, ύστερα από μια καρδιολογική επέμβαση ρουτίνας. «Έκανα bypass. Ευτυχώς, γλίτωσα. Ήμουν διασωληνωμένος. Πενήντα μέρες στην Εντατική ήμουν ζωντανός νεκρός. Και όταν κάποια στιγμή άνοιξα τα μάτια μου, έβλεπα να πεθαίνουν κάποιοι στο θάλαμο. Και δεν είχαν την ευαισθησία οι νοσοκόμες να τραβάνε την κουρτίνα να μην τους βλέπω. Εκεί είπα μέσα μου ότι “αφού πεθαίνουν αυτοί, θα πεθάνω κι εγώ”», είχε δηλώσει στην «On Time».
Ο Γιάννης Μόρτζος είχε τονίσει τη στήριξη που είχε δεχτεί από τη σύζυγό του και τότε: «Όμως, σιγά-σιγά έδινα κουράγιο στον εαυτό μου, σκεφτόμουν το παιδί μου και τη γυναίκα μου και προσπαθούσα να συνέλθω. Άρχισα να λέω στίχους από ποιήματα και λόγια από ρόλους που μου έρχονταν στο μυαλό. Τότε, είπα ότι αφού μιλάω, άρα υπάρχω κι έτσι συνήλθα. Νομίζω, όμως, ότι ένας λόγος που κρατήθηκα στη ζωή ήταν η γυναίκα μου, η Γιούλη, η οποία καθόταν πάνω από το μαξιλάρι μου και δεν πήγαινε πουθενά… Τώρα πια δεν τον φοβάμαι τον θάνατο. Είναι λύτρωση».