Οι αναλυτές της Fannie Mae εξακολουθούν να βλέπουν μια ύφεση να… έρχεται, παρόλο που τα πρόσφατα στοιχεία για την οικονομία των ΗΠΑ ήταν πιο ισχυρά από το αναμενόμενο.
«Η οικονομία παρέμεινε πιο ανθεκτική από ό,τι περιμέναμε νωρίτερα μέσα στο έτος, αλλά πιστεύουμε ότι εξακολουθεί να είναι σε επιβράδυνση και είναι πολύ πιθανό να έρθουν πρόσθετα προβλήματα όπως μια ύφεση», ανέφερε η Chryssa Halley, CFO της εταιρίας μετά την ανακοίνωση των εταιρικών αποτελεσμάτων για το β’ τρίμηνο.
Υπενθυμίζεται ότι η Fannie Mae ήταν μεταξύ των «πρωταγωνιστών» το 2007 όταν έσπασε η «φούσκα» των στεγαστικών δανείων και εκατοντάδες χιλιάδες από αυτούς τους δανειολήπτες εμφάνισαν αδυναμία πληρωμής, γεγονός που οδήγησε σε αυτό που ήταν γνωστό ως η υποβάθμιση των υψηλών επιτοκίων.
Η διάσωσή της μαζί με την Freddie Mac θεωρείται ως η μεγαλύτερη «επιχείρηση διάσωσης» στις ΗΠΑ των τελευταίων τουλάχιστον 30 ετών, που σκόπευε να βάλει τέλος στην κρίση εμπιστοσύνης για τους δύο «πυλώνες» της αγοράς δανεισμού των ΗΠΑ.
Η Fannie Mae –η οποία ιδρύθηκε την δεκαετία του ’30 από το Κογκρέσο για να τονώσει την αγορά στέγης– σήμερα χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση που εγγυάται εκατομμύρια στεγαστικά δάνεια.
Η πιθανότητα ύφεσης
«Αν και σημειώνεται ότι η πιθανότητα μιας ήπιας ύφεσης καταγράφει μικρή άνοδο –ειδικά μετά τις υποβαθμίσεις από S&P και Fitch– η οικονομική και στρατηγική ομάδα μας αναμένει ότι η οικονομία θα εισέλθει σε μέτρια ύφεση το τέταρτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους ή το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους» υπογράμμισε η Halley.
Ο λόγος που συνεχίζει να προβλέπει μια ύφεση είναι ότι η οικονομία και οι καταναλωτές δεν έχουν απορροφήσει πλήρως τις επιπτώσεις της αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής από την FED αλλά και των αυστηρότερων προτύπων δανεισμού.
Μάλιστα, η Halley υποστηρίζει ότι περισσότερο «τραπεζικό άγχος παραμένει μια πιθανότητα». Αυτή ήταν μια από τις λίγες διορατικές απόψεις για την οικονομία και τη στέγαση από τη Fannie Mae, η οποία ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα καθαρά κέρδη δεύτερου τριμήνου ύψους $4,99 δισ. αυξημένα κατά 7,3% σε ετήσια βάση.
Άλλο ένα «takeaway»
Η στέγαση θα διαδραματίσει βασικό ρόλο στην έξοδο της οικονομίας από αυτή τη «μέτρια» ύφεση, ειδικά ο κατασκευαστικός κλάδος και κατ’ επέκταση οι πωλήσεις νέων κατοικιών, είπε το στέλεχος της Fannie Mae.
Μέχρι στιγμής, οι πωλήσεις και η κατασκευή νέων κατοικιών ήταν κατά καιρούς τα λίγα πιο φωτεινά σημεία σε μια «μαύρη» αγορά κατοικίας όπου τα υψηλά επιτόκια στεγαστικών δανείων έχουν μειώσει το στοκ κατοικιών από την πλευρά της μεταπώλησης.
Αυτά τα χαμηλότερα επίπεδα βοήθησαν με τη σειρά τους στη στήριξη των τιμών των κατοικιών καθώς η ιστορικά χαμηλή προσφορά δεν μπορεί να συμβαδίσει με τη χλιαρή ζήτηση από τους αγοραστές.
Η Fannie Mae, επίσης, παρατήρησε αυτή τη δυναμική. «Αυτή η έλλειψη προσφοράς υφιστάμενων κατοικιών οδήγησε σε ισχυρότερη από την αναμενόμενη αύξηση των τιμών των κατοικιών», δήλωσε η διευθύνουσα σύμβουλος της Fannie Mae, Priscilla Almodova.
«Στην πραγματικότητα, εκτιμούμε ότι οι τιμές των μονοκατοικιών αυξήθηκαν περίπου 5% κατά τους πρώτους έξι μήνες του έτους, ενώ πολλοί από εμάς αναμέναμε πτώση» είπε η ίδια.
Άνοδος στις τιμές κατοικιών
Ως αποτέλεσμα, οι αναλυτές της Fannie Mae προβλέπουν ότι οι τιμές των κατοικιών στις ΗΠΑ θα αυξηθούν σε ποσοστό 3,9% κατά την εφετινή χρονιά.
Αυτό είναι λίγο πιο αισιόδοξο σενάριο από άλλους συναδέλφους τους – που δεν αναμένουν ανάπτυξη εφέτος – και έρχεται μετά από τέσσερις συνεχείς μήνες αυξήσεων στις τιμές των κατοικιών. Οι προβλέψεις της επιχείρησης που χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση αναφέρουν επίσης ότι τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων θα είναι κατά μέσο όρο 6,6% για το 2023, ποσοστό που δεν είναι πολύ χαμηλότερο από το τρέχον επιτόκιο του 30ετούς σταθερού στεγαστικού δανείου, το οποίο έφτασε στο 6,81% την περασμένη εβδομάδα.
«Αυτό σκότωσε την αναχρηματοδότηση, κάτι που δεν είναι παρά ένας ψίθυρος για το τι ήταν κατά τη διάρκεια της πανδημίας» λέει η Fannie Mae. Το συνολικό μη καταβληθέν υπόλοιπο κεφαλαίου για την αναχρηματοδότηση μιας οικογένειας ήταν $24 δισ από τις αρχές του έτους έως το τέλος Ιουνίου, 1/10 του όγκου των $237 δισ από το προηγούμενο έτος και λιγότερο από το 3% του συνόλου του 2020 και του 2021.
«Δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένου του περιβάλλοντος των επιτοκίων, το μερίδιο αγοράς των εξαγορών μας έφτασε στο 86% το δεύτερο τρίμηνο, ένα επίπεδο που δεν έχουμε δει για τουλάχιστον 23 χρόνια», δήλωσε, μεταξύ άλλων, η Halley.