Όταν ο ζωγράφος Μαξ Πέχσταϊν επιβιβάστηκε στο πολυτελές ατμόπλοιο Ντέρφλινγκερ τον Μάιο του 1914 για να ταξιδέψει στις πρώην γερμανικές αποικίες στο Νότιο Ειρηνικό, βρισκόταν στο απόγειο της καλλιτεχνικής του δόξας. Μέσα σε λίγα χρόνια είχε κάνει όνομα στο Βερολίνο και οι κριτικοί τέχνης έκαναν λόγο για τον νέο, μοντέρνο τρόπο ζωγραφικής του. Ο νεαρός Πέχσταϊν θεωρήθηκε πρωτοπόρος του νεογέννητου εξπρεσιονισμού.
Αλλά γιατί άφησε το Βερολίνο για να μετακομίσει στα νησιά Παλάου, ένα μικροσκοπικό κομμάτι γης στον Ειρηνικό που ήταν αποικία της τότε Γερμανικής Αυτοκρατορίας από το 1899;
Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για το ταξίδι του Μαξ Πέχσταϊν. Αφού γνώρισε τους καλλιτέχνες από τη Δρέσδη Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ και Έριχ Χέκελ εντάχθηκε στην καλλιτεχνική ομάδα “Γέφυρα”, η οποία μαζί με τον “Γαλάζιο Καβαλάρη”, εξακολουθεί να είναι η πιο διάσημη εξπρεσιονιστική ομάδα στη Γερμανία μέχρι σήμερα.
Αυτοί οι καλλιτέχνες ήθελαν να αντισταθούν στους αυστηρούς κοινωνικούς και καλλιτεχνικούς κανόνες στην τότε Γερμανική Αυτοκρατορία. Αναζητούσαν την «άδολη ενότητα της φύσης και του ανθρώπου» όπως έγραφε ο Πέχσταϊν στην αυτοβιογραφία του και φαντάζονταν ότι θα μπορούσαν να την βρουν στις γερμανικές αποικίες στο Νότιο Ειρηνικό.
Αυτό είναι και το θέμα της έκθεσης «Whose Expression; Οι καλλιτέχνες της Γέφυρας την περίοδο της αποικιοκρατίας» στο Μουσείο Γέφυρα του Βερολίνου έως τις 20 Μαρτίου.
Η γοητεία του άγνωστου
Όταν ο Εξπρεσιονισμός γνώριζε τις μεγάλες επιτυχίες του, η Γερμανική Αυτοκρατορία με τις αποικίες της στην Αφρική, την Ασία και τον Ειρηνικό, ήταν μια από τις σημαντικότερες αποικιακές δυνάμεις στον κόσμο. Η γοητεία που ασκούσαν οι αποικίες στους καλλιτέχνες ήταν τεράστια.
Μια ιδέα ευρέως διαδεδομένη εκείνη την εποχή ήταν πως κάθε κοινωνία θα εξελισσόταν στην πορεία της ιστορίας από μια άγρια, πρωτόγονη φυσική κατάσταση σε έναν πολιτισμένο, καλλιεργημένο λαό. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις έβλεπαν τους εαυτούς τους στην κορυφή του πολιτισμού και τους γηγενείς ως πρωτόγονους.
Οι καλλιτέχνες της Γέφυρας δεν έθεταν στον εαυτό τους πάντως ερωτήματα σχετικά με την προέλευση ή το πλαίσιο, υπό το οποίο αποκτήθηκαν τα συχνά κλεμμένα πολιτιστικά αγαθά που βρίσκονταν στα μουσεία των αποικιοκρατικών χωρών. Το θέμα δεν υπήρχε καν την περίοδο της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.
Αλλά δεν ήταν μόνο τα αντικείμενα στα εθνολογικά μουσεία που συγκίνησαν τον Μαξ Πέχσταϊν ή τον συνάδελφό του Έμιλ Νόλντε για να ζήσουν στις γερμανικές αποικίες στον Ειρηνικό. Λίγες δεκαετίες νωρίτερα, ο Γάλλος ζωγράφος Πωλ Γκωγκέν είχε μετακομίσει από τη Γαλλία στην Ταϊτή.
Η μη αντίληψη της πραγματικότητας
Τον 18ο αιώνα, εμφανίστηκαν αρκετές ταξιδιωτικές αναφορές από Ευρωπαίους ναυτικούς, όπου νησιά όπως η Ταϊτή θεωρούνταν ως ένας ουτοπικός φυσικός παράδεισος όπου ο έρωτας είναι ελεύθερος. Ο Γκωγκέν μάλιστα άφησε τη γυναίκα και τα παιδιά του στη Μασσαλία για να ζήσει στον επίγειο παράδεισο στον Ειρηνικό. Ο Γκωγκέν συζούσε με ένα μόλις 13χρονο κορίτσι, ωστόσο δεν βρήκε τον επίγειο παράδεισο. Στο ταξιδιωτικό του ημερολόγιο «Noa Noa», αντίθετα, εμφανιζόταν «αηδιασμένος από όλη την ευρωπαϊκή επιπολαιότητα» και «απογοητευμένος από πράγματα που απείχαν τόσο από αυτό που ήθελα και κυρίως φανταζόμουν». Ωστόσο, μάταια αναζητά κανείς εκφράσεις αυτής της απογοήτευσης στα έργα του Γκωγκέν. Μια ιστορία που επρόκειτο να επαναληφθεί και με τους Γερμανούς Εξπρεσιονιστές.
Η αντίθεση ανάμεσα στην πραγματικότητα της εποχής στις αποικίες και στα έργα τους ήταν τεράστια. Δεν απεικονίζονταν τα εμπορικά και πολεμικά πλοία στα λιμάνια, οι τηλεγραφικές γραμμές στην ύπαιθρο ή οι αυτόχθονες που αναγκάζονταν να κάνουν σκληρές δουλειές.
Είναι ενδιαφέρον πάντως ότι ο ίδιος ο Έμιλ Νόλντε άλλαξε τη στάση του όταν επέστρεψε από τις αποικίες. Στον τρίτο τόμο της αυτοβιογραφίας του που γράφτηκε το 1936, ο Νόλντε παραδέχεται ότι η αποικιοκρατία είναι «μια βάναυση υπόθεση» και λέει πως αν κάποτε μιλήσουν οι αυτόχθονες και γράψουν αυτοί την ιστορία «…τότε εμείς οι λευκοί Ευρωπαίοι θα πρέπει να κρυφτούμε ντροπιασμένοι σε σπηλιές».