Στην Ευρώπη επικρατεί αυτή τη στιγμή αυξανόμενη ανησυχία ότι μπορεί να ξεμείνει από ντίζελ, λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Η γηραιά ήπειρος έχει αυτή τη στιγμή επάρκεια μόλις 40 ημερών στο συγκεκριμένο καύσιμα στα αποθέματά της.
Η Ευρώπη λαμβάνει ιστορικά το 20% των εισαγωγών της σε ντίζελ από την Ρωσία. Ανήσυχοι από τις ζοφερές προοπτικές, οι έμποροι επιλέγουν να πληρώνουν τώρα τεράστια premiums για να εξασφαλίσουν την κατάλληλη προσφορά αντί να περιμένουν. Εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της Trafigura, έχουν τώρα προειδοποιήσει ότι ορισμένες περιοχές θα ξεμείνουν από ντίζελ.
Υπήρχαν 247,4 εκατ. βαρέλια μεσαίου αποστάγματος – η κατηγορία καυσίμου που υπολογίζει το ντίζελ ως το κυριότερο συστατικό του – αποθηκευμένα στις ευρωπαϊκές χώρες στα τέλη Ιανουαρίου, σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ). Αυτό είναι αρκετό για να καλύψει περίπου 40 ημέρες ζήτησης, ακόμα κι αν η περιοχή δεν παρήγαγε ή δεν εισήγαγε ούτε ένα επιπλέον βαρέλι καυσίμου.
Οι ευρωπαϊκές χώρες θα συνεχίσουν να παράγουν ντίζελ και να το εισάγουν από τους παραδοσιακούς προμηθευτές τους εκτός Ρωσίας. Η ταχύτητα με την οποία θα αναπληρωθούν τα αποθέματα θα εξαρτηθεί από την επιτυχία αντικατάστασης των προμηθειών που προέρχονται τώρα από την Ρωσία.
Ιδιωτικά αλλά και κρατικά ελεγχόμενα αποθέματα
Ενώ η Φινλανδία και η Δανία διαθέτουν αρκετά ιδιωτικά αλλά και κρατικά ελεγχόμενα αποθέματα ούτως ώστε να μπορούν να κρατήσουν σε λειτουργία τη βιομηχανία τους για περισσότερο από έξι μήνες, η Βρετανία και η Νορβηγία διαθέτουν αυτή τη στιγμή αποθέματα για λιγότερο από 30 ημέρες.
Πριν από την πανδημία, η Βρετανία στηριζόταν στις εισαγωγές για να καλύπτει το ήμισυ της ζήτησης για τις ποσότητες μεσαίου αποστάγματος, με το ένα-τρίτο των προμηθειών αυτών να προέρχονται από την Ρωσία, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
Οι χώρες ή ακόμη και περιοχές εντός των χωρών που παραδοσιακά στηρίζονται σε προμηθευτές εκτός Ρωσίας για τροφοδοσία, θα ανταποκριθούν καλύτερα σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία. Ο μεγαλύτερος καταναλωτής ντίζελ της Ευρώπης, η Γερμανία, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα.
Το νότιο τμήμα της Γερμανίας συνδέεται με τη Μεσόγειο μέσω αγωγών αργού από τη Μασσαλία της Γαλλίας και την Τεργέστη της Ιταλίας για να τροφοδοτεί τα διυλιστήριά του στην Καρλσρούη Το κλίμα στη γερμανική οικονομία έχει καταρρεύσει λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, εκτιμά το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου, το οποίο καταγράφει στον σχετικό δείκτη πτώση σχεδόν οκτώ μονάδων σε σχέση με τον Φεβρουάριο.
Σύμφωνα με το Ifo, ο Δείκτης Επιχειρηματικού Κλίματος έπεσε τον Μάρτιο στις 90.8 μονάδες από 98.5 μονάδες τον Φεβρουάριο, λόγω της πτώσης – ρεκόρ κατά 13.3 μονάδες των προσδοκιών των επιχειρηματιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η πτώση υπερβαίνει και τον περιορισμό των προσδοκιών που είχε καταγραφεί με το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού τον Μάρτιο του 2020 (11.8 μονάδες). Επιπλέον, οι επιχειρήσεις αξιολογούν την τρέχουσα κατάστασή τους ως χειρότερη από αυτήν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και αναμένουν δυσκολίες και στο μέλλον.
Στη βιομηχανία ο δείκτης έπεσε ταχύτερα από ποτέ, με τις εταιρίες να χάνουν εντελώς την αισιοδοξία τους και να περιγράφουν τις προοπτικές τους ως «εξαιρετικά αβέβαιες». Στον κλάδο των υπηρεσιών διαπιστώνεται σημαντική επιδείνωση του κλίματος, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις μεταφορές, ενώ στο εμπόριο ο δείκτης κατέρρευσε σε επίπεδο-ρεκόρ. Οι εκτιμήσεις ωστόσο για την τρέχουσα κατάσταση παραμένουν σχεδόν αμετάβλητες, με θετικό πρόσημο. Το κλίμα υποχωρεί σημαντικά και στις κατασκευές, όπου οι προοπτικές είναι επίσης απαισιόδοξες, παρότι η πλειοψηφία των εταιριών που συμμετέχουν στην έρευνα του Ifo δηλώνουν ακόμη ικανοποιημένες από την τρέχουσα δραστηριότητά τους.
Αντίστοιχα, η Δυτική Γερμανία συνδέει τα λιμάνια της στο Ρότερνταμ και Wilhelmshaven, γεγονός που της προσδίδει κάποια προστασία από τον αντίκτυπο των κυρώσεων. Ωστόσο, η Ανατολική Γερμανία είναι απόλυτα εξαρτημένη από το ρωσικό αργό.
Τα αποθέματα έκτακτης ανάγκης της Γερμανίας διανέμονται σε ολόκληρη την επικράτειά της κατά τέτοιο τρόπο που καθεμία από τις περιοχές έχει επάρκεια τουλάχιστον 15 ημερών, σύμφωνα με τη γερμανική ένωση EBV.
Αντίστοιχη με την κατάσταση στην Ανατολική Γερμανία είναι και σε Τσεχία, Σλοβακία και Ουγγαρία.