Το εμβληματικό οικοδόμημα, γνωστό ως «Αθήναιον Μέλαθρον», εντυπωσίασε τον επισκέπτη από τη Σαουδική Αραβία τόσο πολύ ώστε αποφάσισε να το αγοράσει. Λεφτά, δόξα τω Θεώ, υπήρχαν, αφού ήταν ιδιοκτήτης δύο εργοστασίων παραγωγής τροφίμων, γαλακτοκομικών και δεκάδων άλλων προϊόντων με εξαγωγές σε όλη τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη.

Το ιστορικό κτίριο άλλαξε χέρια αθόρυβα εκείνη την περίοδο μετά από ένα deal που διήρκεσε έναν μήνα ανάμεσα στις δύο πλευρές, ενώ το ίδιο αθόρυβα, 40 χρόνια μετά, αποκτήθηκε από τη Eurobank, η οποία το αγόρασε από την οικογένεια Μπαμουτζαλί.

Οι λεπτομέρειες έμειναν εν κρυπτώ, κάτι που επιθυμούσαν και οι δύο πλευρές, όμως η συμφωνία για το «deal της χρονιάς», όπως το αποκάλεσαν, έκλεισε στις αρχές του καλοκαιριού με τίμημα 52 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με κορυφαίους μεσίτες της αγοράς του real estate. Πρόκειται για το ακριβότερο ακίνητο της Αθήνας που πουλήθηκε φέτος και σύμφωνα με τα όσα συζητούνται, η Eurobank θα στεγάσει μεγάλο μέρος των διοικητικών υπηρεσιών της το 2028, όταν θα έχουν λήξει και κάποιες μακροχρόνιες μισθώσεις καταστημάτων στο ισόγειο του κτιρίου.

Οι άγνωστοι Αραβες και το γραφειάκι

Ο πατριάρχης της οικογένειας Μπαμουτζαλί είδε από την αρχή την αγορά του «Αθήναιον Μέλαθρον» ως μια επενδυτική ευκαιρία εκτός Σαουδικής Αραβίας, σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί ως κτίριο γραφείων, αφού η θέση του στο κέντρο της Αθήνας ήταν ιδανική για διάφορους επαγγελματίες και η επιλογή του αποδείχτηκε ιδανική. Οι επτά όροφοι του κτιρίου στέγασαν από δικηγορικές εταιρείες μέχρι νεαρούς τότε αλλά φιλόδοξους χρηματιστές, όπως τον σημερινό πρόεδρο της Τράπεζας Πειραιώς Χρήστο Μεγάλου.

Πολλοί τον θυμούνται λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας του ’90 μαζί με τον Λάμπρο Παπακωνσταντίνου να «τρέχουν» σε ένα γραφείο του συγκεκριμένου κτιρίου την BZW (Barclays de Zoete Wedd), την επενδυτική τράπεζα της Barclays Worldwide. Στο ένα άκρο της σχετικά μεγάλης αίθουσας καθόταν ο Μεγάλου και στο άλλο ο Παπακωνσταντίνου μαζί με μια μικρή επενδυτική ομάδα με μέσο όρο ηλικίας τα 30 χρόνια, όλοι τους ενθουσιώδεις «παίκτες», σε εποχές που η Σοφοκλέους ζούσε μεγάλες, πλην εφήμερες, όπως αποδείχτηκε, δόξες. Οπως έλεγε άνθρωπος που γνωρίζει πολύ καλά την ιστορία του κτιρίου, η οικογένεια Μπαμουτζαλί είχε ένα πολύ μικρό γραφείο για να διεκπεραιώνονται υποθέσεις που αφορούσαν το απόκτημά τους.

Εκτός από αυτό, οι συγκεκριμένοι Σαουδάραβες ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν να αποκτήσουν άλλα ακίνητα στην Ελλάδα ή να αγοράσουν κατοικίες κάποιοι από αυτούς.
Ο θάνατος του πατριάρχη της οικογένειας δεν άλλαξε τις ισορροπίες για τα εννιά παιδιά του και ο πρωτότοκος Αμπντουλραχμάν Μπαμουτζαλί απλά συνέστησε την εταιρεία Mujally A. Bamujally Limited Co., στην οποία αυτός και τα αδέλφια του ήταν οι μόνοι μέτοχοι.

Στην Ελλάδα το κτίριο της Σταδίου και Κολοκοτρώνη ανήκε στην εταιρεία ΑΔΕΞΑ Α.Ε. που είχε ως αντικείμενο τη διαχείριση και εκμετάλλευση ξενοδοχείων, εισαγωγές-εξαγωγές, εμπορία ειδών καλλωπισμού, ρούχων, ταξιδίων και φαρμακευτικών προϊόντων. Τα εννέα παιδιά της οικογένειας κατείχαν το 100% των μετοχών και μέχρι το 2021 υπήρχαν κατά καιρούς σκέψεις για την πώλησή του, κυρίως λόγω της μεγάλης φορολογίας στα ακίνητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι μόνο για τον ΕΝΦΙΑ του συγκεκριμένου κτιρίου των επτά ορόφων και των 8.500 τετραγωνικών μέτρων το ποσό έφτανε, σύμφωνα με πηγές της κτηματομεσιτικής αγοράς, τις 360.000 ευρώ! Τελικά πριν από δύο χρόνια τα παιδιά πήραν την οριστική απόφαση να το πουλήσουν όσο αθόρυβα το είχε αγοράσει ο πατέρας τους, και έτσι οι προτάσεις άρχισαν να πέφτουν στο τραπέζι.

Οι «μνηστήρες»

Από τη στιγμή που βγήκε προς πώληση, δεν ήταν λίγοι οι επίδοξοι «μνηστήρες» που εμφανίστηκαν για να αποκτήσουν το ιστορικό ακίνητο. Τρεις τουλάχιστον μεγάλες αλυσίδες ξενοδοχείων προσέγγισαν την οικογένεια Μπαμουτζαλί μέσω του δικηγόρου της Νίκου Γερασίμου, που μαζί με τον Μοχσίν Μπαμουτζαλί ανέλαβαν την πώληση.

Οι όμιλοι Kempinski Hotels, Hyatt και Brown εξεδήλωσαν ενδιαφέρον, αλλά είχαν ενδοιασμούς επειδή ήταν μισθωμένο όλο σχεδόν το κτίριο σε γραφεία.
Στους πέντε πρώτους ορόφους στεγαζόταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στους δύο τελευταίους το ΤΑΙΠΕΔ, οπότε δεν γνώριζαν κατά πόσο θα μπορούσαν να καταγγείλουν τις συμβάσεις των μισθώσεων ώστε να φύγουν άμεσα οι δύο κρατικοί οργανισμοί από το κτίριο.

Η ευτυχής συγκυρία ήταν ότι το 2021 έφυγε το ΤΑΙΠΕΔ και έναν χρόνο αργότερα η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, οπότε το κτίριο ήταν ελεύθερο να πουληθεί σε ξενοδοχειακή αλυσίδα. Το πρόβλημα που προέκυψε για τη συμφωνία αφορούσε το τίμημα εξαγοράς, αφού τα αρχικά ποσά που προσφέρθηκαν από τους ξενοδοχειακούς ομίλους δεν ικανοποίησαν τους Σαουδάραβες.

Επίσης, δύο ενδιαφερόμενοι που το ήθελαν για να μισθώνουν γραφεία έφτασαν κοντά, αλλά τελικά υπαναχώρησαν μπροστά στο τίμημα, ενώ το ενδιαφέρον από τους ξενοδόχους εξακολουθούσε να υφίσταται.

Η συμφωνία

Λίγο μετά το Πάσχα και ενώ υπήρχαν συζητήσεις με συγκεκριμένους ομίλους ξενοδοχείων, η Eurobank εκδηλώνει ενδιαφέρον με μια επιθετική κίνηση, βγάζοντας τους υπόλοιπους «μνηστήρες» εκτός παιχνιδιού.
H πρώην διευθύντρια Επενδύσεων & Χαρτοφυλακίου της Eurobank και πλέον managing partner της Grivalia Management Company μαζί με το νομικό επιτελείο της τράπεζας ανέλαβαν να κλείσουν το deal με την οικογένεια Μπαμουτζαλί. Οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν δύο μήνες, διάστημα κατά το οποίο ολοκληρώθηκε ο νομικός, ο τεχνικός και ο οικονομικός έλεγχος της εταιρείας ΑΔΕΞΑ Α.Ε. στην οποία ανήκει το εμβληματικό ακίνητο.
Θεωρήθηκε χρόνος-ρεκόρ, αφού η συγκεκριμένη διαδικασία απαιτεί συνήθως διάστημα έξι μηνών μέχρι να ολοκληρωθούν οι συγκεκριμένοι έλεγχοι.

Την 1η Ιουνίου οι μετοχές της οικογενειακής εταιρείας πουλήθηκαν με τίμημα τα 52 εκατ. ευρώ στο «deal της χρονιάς», όπως χαρακτηρίστηκε από τους λίγους μυημένους που ήξεραν λεπτομέρειες. Προς το παρόν η Eurobank δεν έχει κάνει κάποια παρέμβαση στο εμβληματικό ακίνητο, αφού στο ισόγειο λειτουργούν εννέα καταστήματα που παραμένουν αφού έχουν πολυετείς συμβάσεις. Οταν αυτές λήξουν, το νέο project θα πάρει σάρκα και οστά ώστε το 2028 να είναι έτοιμο για να υποδεχθεί τη διοίκηση της τράπεζας, η οποία «καθάρισε» με συνοπτικές διαδικασίες τους υπόλοιπους ενδιαφερόμενους, για να αποκτήσει ένα εμβληματικό κτίριο της πρωτεύουσας με πολύ μεγάλη ιστορία.

Το πρώτο κτίριο με μπετόν

Το συγκεκριμένο ακίνητο κουβαλάει μια μεγάλη ιστορία, αφού οικοδομήθηκε το 1907 για τον Αλέξανδρο Αφεντούλη με βάση σχέδια Γάλλου αρχιτέκτονα. Την κατασκευή ανέλαβε ο πολιτικός μηχανικός Ηλίας Αγγελόπουλος, την πρόσοψη επιμελήθηκε ο συνάδελφός του Αριστείδης Μπαλάνος και ήταν η πρώτη κατασκευή στη χώρα στην οποία χρησιμοποιήθηκε το γνωστό μπετόν αρμέ, δηλαδή οπλισμένο σκυρόδεμα. Λειτούργησε ως ξενοδοχείο για πολλές δεκαετίες, αλλάζοντας κατά καιρούς όνομα, αφού αρχικά ονομαζόταν «Γεώργιος», ακολούθως «Ιλιον Παλλάς», μετά «Σπλέντιτ» και τελικά «Ατενέ Παλλάς».

Κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του 20ού αιώνα, στο ισόγειο που βρίσκεται στη Σταδίου στεγαζόταν η «Πανελλήνιος Αγορά», ενώ το 1950 προστέθηκαν δύο όροφοι και πραγματοποιήθηκε εξωτερική και εσωτερική ριζική ανακαίνιση του κτιρίου από τον αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Βουρέκα. Η καθηγήτρια Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ τη χαρακτήρισε, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, «κλασικομοντέρνα», η οποία κυριαρχούσε στα κτίρια «γοήτρου» των ιδιωτών τη δεκαετία του ’50. Χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές στα γυρίσματα ελληνικών ταινιών, όπως στο «Μια ζωή την έχουμε» με τον Δημήτρη Χορν ή στο «Κυριακάτικο ξύπνημα» με την Ελλη Λαμπέτη.

Τέλος, εκεί διέμενε ως πελάτης ο Γιώργος Κωνσταντίνου μετά τον χωρισμό του από τη Μάρω Κοντού στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα», ενώ σχεδόν καθημερινά επιφανείς Αθηναίοι πέρναγαν για καφέ ή φαγητό σε άλλες εποχές, πολύ διαφορετικές από τη σημερινή.

Διαβάστε ακόμη: