Αν πατάς κι εσύ αναβολή στο ξυπνητήρι σου, τότε τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας σίγουρα σε ενδιαφέρουν.

Ας μη κοροϊδευόμαστε. Το κουμπί του «snooze» είναι μέρος της καθημερινότητας μας. Αλλά τελικά, είναι τόσο κακό όσο νομίζουμε για την υγεία μας; Μία νέα μελέτη έρχεται να αλλάξει όσα πιστεύαμε, αφού απέδειξε ότι το να πατάς αναβολή στο ξυπνητήρι, δεν διαταράσσει τον ύπνο.

Στη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Sleep Research, οι ερευνητές πήραν συνεντεύξεις σε περισσότερα από 1.700 άτομα σχετικά με τις συνήθειες ύπνου και αφύπνισης τους. Πάνω από τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων (69%) ανέφεραν ότι χρησιμοποιούν το κουμπί της αναβολής ή ρυθμίζουν πολλαπλά ξυπνητήρια «μερικές φορές».

Σύμφωνα με όσα δήλωσαν, ο πιο συνηθισμένος λόγος για να πατήσουν αναβολή ήταν το αίσθημα υπερβολικής κόπωσης ή η αδυναμία να ξυπνήσουν με το πρώτο ξυπνητήρι. Ένα σημαντικό ποσοστό (17,4%) είπε ότι το έκανε μόνο και μόνο επειδή «αισθάνεται καλά» και ένας παρόμοιος αριθμός (16,6%) σημείωσε ότι ήθελε «να ξυπνήσει πιο αργά».

Μάλιστα, η μελέτη απέδειξε ότι για μερικούς ανθρώπους, οι οποίοι συνηθίζουν να ξυπνούν αργά, το snooze θα μπορούσε να έχει ευεργετικά οφέλη και να αποτρέψει τη λεγόμενη «αδράνεια ύπνου», αυτή τη ζαλάδα που πολλοί αισθάνονται όταν ξυπνούν ξαφνικά.

Καλύτερη διανοητική λειτουργία

Σε ένα άλλο στάδιο της μελέτης, οι ερευνητές έλεγξαν τις δεξιότητες μνήμης, την ικανότητα άθροισης και μια σύνθετη νοητική εργασία στους συμμετέχοντες. Αυτό που διαπιστώθηκε είναι ότι όσοι πατούσαν αναβολή, τα πήγαν καλύτερα σε 3 από τις 4 δοκιμές.

Αυτό σημαίνει ότι η αναβολή στο ξυπνητήρι τους πρόσφερε τη δυνατότητα να είναι πιο λειτουργικοί νοητικά, καθώς είχαν ξυπνήσει σταδιακά. Ωστόσο, η αναβολή δεν έδειξε να προκαλεί κάποια διαφορά στο test εργασιακής μνήμης.

«Τα ευρήματα δείχνουν ότι δεν υπάρχει λόγος να σταματήσετε να χουζουρεύετε το πρωί εάν το απολαμβάνετε, τουλάχιστον όχι για μικρά διαστήματα. Στην πραγματικότητα, αυτό μπορεί ακόμη και να βοηθήσει όσους υποφέρουν από πρωινή υπνηλία να είναι ελαφρώς πιο ξύπνιοι μόλις σηκωθούν», σημείωσε η Τίνα Σάντελιν, από το Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, η οποία ηγήθηκε της μελέτης.

Διαβάστε ακόμη: