Ακόμη και τον ερχόμενο Ιούνιο δηλώνει έτοιμη η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας να προχωρήσει στην διάθεση του υπόλοιπου ποσοστού (18%) που βρίσκεται στα χέρια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, επιτυγχάνοντας την πλήρη αποκρατικοποίησή της.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Παύλος Μυλωνάς σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις του δεν κρύβει την επιθυμία του για την διάθεση του υπολοίπου 18% αμέσως μόλις εκπνεύσει η προθεσμία των έξι μηνών, από το placement του περασμένου Νοεμβρίου, δηλαδή μέχρι τον Ιούνιο του 2024.
Μάλιστα κάθε φορά που ερωτάται πότε θα ήταν, για τον ίδιο, ο κατάλληλος χρονικός ορίζοντας για την πλήρη απεμπλοκή της Εθνικής Τράπεζας από τα «δεσμά» του Δημοσίου, απαντά μονολεκτικά και με νόημα: αύριο!
Το σύνολο άλλωστε της τραπεζικής αγοράς επισημαίνει ότι σχεδόν έναν μήνα μετά την επιτυχή διάθεση του 22% των μετοχών της Εθνικής Τράπεζας σε Έλληνες, αλλά και ξένους επενδυτές, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην επόμενη συναλλαγή που θα σηματοδοτήσει και την πλήρη έξοδο του Δημοσίου από την τράπεζα.
Τα χρονικά παράθυρα
Τραπεζικές πηγές επισημαίνουν στo Radar ότι με δεδομένο ότι έχει υπογραφεί lockup για ένα 6μηνο από την πραγματοποίηση του πρόσφατου placement ανοίγει ένα «παράθυρο ευκαιρίας» από τον Μάιο μέχρι και τις αμερικανικές εκλογές που θα διεξαχθούν τον Νοέμβριο του 2024.
Η περαιτέρω μείωση του ποσοστού θα μπορούσε να γίνει είτε μέσω placement είτε μέσω accelerated book building, χωρίς να αποκλείεται και πρόγραμμα buyback (κάτι που επιθυμούν οι μέτοχοι της τράπεζας).
«Δεδομένου ότι βάσει νόμου, το ΤΧΣ έχει δικαίωμα να εκκινήσει τη διαδικασία αποεπένδυσης στην ίδια τράπεζα μετά την παρέλευση 6μήνου, αυτό σημαίνει πως μέχρι και τον Μάιο δεν πρέπει να αναμένονται εξελίξεις στο συγκεκριμένο θέμα» σχολιάζουν οι ίδιες πηγές, εξηγώντας πως από εκεί και πέρα το ακριβές χρονοδιάγραμμα για την πώληση του «πακέτου» της ΕΤΕ εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων η αποκλιμάκωση των επιτοκίων και οι αμερικανικές εκλογές.
Μετά την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να «παγώσει» τα επιτόκια, η συζήτηση πλέον περιστρέφεται γύρω από τον χρόνο που θα ξεκινήσει η αποκλιμάκωσή τους. Στην τελευταία σχετική έρευνα του Bloomberg, οι μεν οικονομολόγοι εκτιμούσαν πως η κεντρική τράπεζα θα διατηρήσει τα επιτόκια σταθερά μέχρι και τον Ιούνιο, οπότε και θα ισχύσει η πρώτη από τις συνολικά τρεις μειώσεις το 2024, οι δε επενδυτές ότι τα επιτόκια θα μειωθούν κατά σχεδόν 150 μονάδες βάσης το επόμενο έτος, αρχής γενομένης από τον Μάρτιο.
Το χρονικό σημείο που θα σηματοδοτήσει την απαρχή της μείωσης των επιτοκίων είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για τις τράπεζες, καθώς θα έχει αντίκτυπο στην κερδοφορία τους. Σε αυτή την περίπτωση εκτιμάται ότι θα επισπευστούν και οι όποιες κινήσεις αποεπένδυσης.
Την ίδια στιγμή, τον προσεχή Νοέμβριο έχουν προγραμματιστεί οι αμερικανικές εκλογές, γεγονός που σημαίνει ότι τα βλέμματα όλου του πλανήτη και κατ’ επέκταση των επενδυτών θα είναι στραμμένα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η περίοδος αυτή σαφώς δεν ενδείκνυται για συναλλαγές, ενώ εξίσου «νεκρός» θα πρέπει να θεωρείται και ο Δεκέμβριος, με τα όποια deals παραδοσιακά να μετατίθενται για τον επόμενο χρόνο.
Τον Μάρτιο η αποεπένδυση της Πειραιώς
Το γεγονός όμως που θα κρίνει τον χρονικό ορίζοντα για το δεύτερο πακέτο της Εθνικής Τράπεζας είναι η αποεπένδυση της Τράπεζας Πειραιώς.
Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο του ΤΧΣ, Ηλία Ξηρουχάκη, το Ταμείο θα έχει την εισήγηση του συμβούλου για το timing, αλλά και το ύψος της διάθεσης των μετοχών στην Τράπεζα Πειραιώς στα τέλη Φεβρουαρίου, ημερομηνία κατά την οποία αναμένεται η δημοσίευση των ετήσιων αποτελεσμάτων της τράπεζας.
Στόχος είναι το τίμημα της διάθεσης να είναι το υψηλότερο δυνατό δεδομένων των ισχυρών οικονομικών αποτελεσμάτων που αναμένεται να καταγράψουν όλες οι συστημικές τράπεζες για το 2023.
Αυτό κάνει πολλούς από την αγορά να εκτιμούν πως η διάθεση του 27% –ή μέρος αυτού, εφόσον ακολουθηθεί… μοντέλο ΕΤΕ– που κατέχει το Ταμείο στην τράπεζα θα πραγματοποιηθεί περί τα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου του 2024. Ως εκ τούτου και μέχρις ότου να υπάρξει ο «οδικός χάρτης» για την αποεπένδυση από την Τράπεζα Πειραιώς είναι μάλλον απίθανο να υπάρξουν εξελίξεις από το «μέτωπο» της Εθνικής Τράπεζα.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς Χρήστος Μεγαλου δεν κρύβει τους συνομιλητές του την σαφή προτίμηση που έχει για το μοντέλο της συναλλαγής που ακολούθησε η Εθνική Τράπεζα. Μέσω της συγκεκριμένης συναλλαγής διασφαλίζεται μεγάλη διασπορά με είσοδο και ιδιωτών (retail) επενδυτών, έστω και εάν η διάθεση των μετοχών γίνεται με κάποιο -έστω και μικρό- discount.
Αντιθέτως, στην περίπτωση που υπάρξει αυτόκλητο ενδιαφέρον από στρατηγικό επενδυτή η προσφορά θα πρέπει να περιλαμβάνει -μικρότερο ή μεγαλύτερο- premium, όπως συνέβη άλλωστε και στην περίπτωση της UniCredit.
Συνολικά πάντως για την διαδικασία οι εκπρόσωποι των Θεσμών που έχουν και τον έλεγχο του διοικητικού συμβουλίου του ΤΧΣ φαίνεται να δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην ποιότητα των επενδυτών που θα εισέλθουν στο μετοχικό κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών παρά στο τελικό τίμημα της συναλλαγής.
Άρα η είσοδο επενδυτών μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, όπως π.χ. pension funds και αμοιβαία κεφάλαια αποτελούν προτεραιότητα στην στρατηγική τους καθώς σε αντίθεση με τα παραδοσιακά hedge funds, διακρατούντις μετοχές στα χαρτοφυλάκια τους για σειρά ετών.
Αδιάψευστος μάρτυρας η πρόσφατη περίπτωση της Εθνικής Τράπεζας όπου η ζήτηση -ιδίως από το εξωτερικό- υπερκάλυψε ως γνωστό την προσφορά κατά 6,2 φορές.
Αυτό που μένει να ξεκαθαριστεί, πάντως, είναι το ποσοστό που θα διαθέσει το Δημόσιο από το 27% που κατέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της Πειραιώς.
Πηγές της αγοράς θεωρούν εύλογη ακόμη και τη διάθεση του συνολικού ποσού εφόσον η διάθεση πραγματοποιηθεί χρηματιστηριακά καθώς -όπως αποδείχθηκε στην Εθνική Τράπεζα- η ζήτηση για τις ελληνικές τράπεζες στην παρούσα συγκυρία είναι πολύ ισχυρή και άνετα μπορεί να απορροφηθεί το εν λόγω ποσοστό χωρίς να πιεστεί το τίμημα.
Σε αυτή την κατεύθυνσή δομείται τις τελευταίες εβδομάδες και η στρατηγική του Διευθύνοντος Συμβούλου Χρήστου Μεγάλου, καθώς εκτιμά ότι όλα τα δεδομένα που υπάρχουν καθιστούν επιτεύξιμο τον στόχο της συνολικής διάθεσης του 27%.
Σημειώνεται τέλος ότι είναι θέμα ημερών οι ανακοινώσεις για την πρόσληψη του νομικού συμβούλου με έδρα την Ελλάδα που θα υποστηρίξει τη συναλλαγή μαζί με έναν διεθνή νομικό σύμβουλο και έναν χρηματοοικονομικό σύμβουλο επίσης διεθνούς εμβέλειας.