«Η συστηματική δημιουργία κεφαλαίου προσφέρει επιλογές επιστροφής αξίας στους μετόχους μας, τόνισε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, «κλείνοντας» το θέμα του μερίσματος για το περασμένο έτος, ενώ, έκανε λόγο για απόδοση κεφαλαίου 12% στους μετόχους, μέχρι το 2025. Τα αποτελέσματα της τράπεζας ύστερα από φόρους διαμορφώνονται σε 1.120 δισ. ευρώ, το 2022.

Όσον αφορά την κερδοφορία, τα οργανικά κέρδη σε επίπεδο ομίλου σημείωσαν αύξηση κατά 57% σε ετήσια βάση και ανήλθαν στο νέο υψηλό επίπεδο των 0.7 δισ. το 2022, υπερβαίνοντας τον στόχο για το έτος ύψους περίπου 0.5 δισ. ευρώ, ενώ, τα κέρδη περιόδου (1.120 δισ. ευρώ) ήταν αυξημένα 29% σε ετήσια βάση.

«Κατεγράφησαν καλύτερες επιδόσεις σε όλους τους τομείς κερδοφορίας της Τράπεζας»

Όπως ανέφερε ο κ. Μυλωνάς στο χαιρετισμό του, «αυτή η ισχυρή εικόνα προήλθε από καλύτερες επιδόσεις σε σύγκριση με τις εκτιμώμενες σε όλους τους τομείς κερδοφορίας της Τράπεζας. Επιταχύνθηκε η ανάκαμψη των καθαρών εσόδων από τόκους (+13% σε ετήσια βάση), μερικώς λόγω της ισχυρής επέκτασης του χαρτοφυλακίου εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα (+ 2.5 δισ. ή +10% σε ετήσια βάση), συντελώντας στην αύξηση των οργανικών εσόδων κατά 15% σε ετήσια βάση. Οι λειτουργικές δαπάνες παρέμειναν συγκρατημένες παρά τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις.

Στα 7 δισ. ευρώ ανήλθαν τα ταμειακά διαθέσιμα

«H ρευστότητα, η κεφαλαιακή επάρκεια και τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα βρίσκονται σε επίπεδα που παρέχουν στην ΕΤΕ συγκριτικό πλεονέκτημα, ιδιαίτερα σε αυτό το ευμετάβλητο χρηματοοικονομικό περιβάλλον. Η υψηλή ρευστότητα απορρέει από τη μεγάλη και σταθερή βάση καταθέσεων όψεως και ταμιευτηρίου, με τα ταμειακά μας διαθέσιμα να παραμένουν στα 7 δισ. ευρώ, ακόμη και μετά την πλήρη αποπληρωμή του προγράμματος TLTRO ΙΙΙ.

Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, βελτιώσαμε την ήδη ισχυρή κεφαλαιακή μας θέση το 2022, με τον δείκτη CET1 και τον Συνολικό Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, μετά την πλήρη επίπτωση του ΔΠΧΑ9, να ανέρχονται σε 15.7% και 16.8% αντίστοιχα», σημείωσε.

Αρνητικές παρέμειναν οι οργανικές ροές Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων

Αναφορικά με την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου, οι οργανικές ροές Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων παρέμειναν αρνητικές καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022, οδηγώντας τον δείκτη Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων προ προβλέψεων στο 5.1% στην Ελλάδα, αρκετά χαμηλότερα από τον στόχο του περίπου 6% που είχε τεθεί.

Αναφορικά με τους τομείς του Περιβάλλοντος και της Κοινωνικής Ευθύνης (ESG), προωθείται η στρατηγική για το κλίμα και το περιβάλλον, καθώς και την ευρύτερη κοινωνικά βιώσιμη ανάπτυξη, έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην αγορά της χρηματοδότησης της βιώσιμης ενέργειας, αλλά και παρακολουθώντας το αποτύπωμα άνθρακα των πελατών μας, ενώ παράλληλα εφαρμόζουμε περιβαλλοντικά υπεύθυνες πρακτικές», επισημάνθηκε. Οι ισχυρές βάσεις της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διατηρήσουν θετικό το πρόσημο της ανάπτυξης της χώρας για το 2023, υπεραποδίδοντας σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

«Σε αυτό το ευνοϊκό περιβάλλον και αξιοποιώντας τον ισχυρό ισολογισμό και τη θετική δυναμική της κερδοφορίας μας, φιλοδοξούμε να πετύχουμε Απόδοση Ιδίων Κεφαλαίων άνω του 12% το 2025, ενώ, η συστηματική δημιουργία κεφαλαίου προσφέρει επιλογές επιστροφής αξίας στους μετόχους μας.

Αυτά τα επιτεύγματα συνάδουν με τον στόχο μας να συνεχίσουμε να παρέχουμε στους πελάτες μας, τα κατάλληλα προϊόντα και υπηρεσίες, διατηρώντας την εμπιστοσύνη και την πίστη τους στην Εθνική Τράπεζα, την Τράπεζα Πρώτης Επιλογής», ανέφερε, επίσης, ο κ. Μυλωνάς.

Ενσωματώνοντας ισχυρές εκταμιεύσεις ύψους 2.7 δισ. ευρώ το δ’ τρίμηνο 2022, τα εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ελλάδα ανήλθαν σε 27.7 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 1.2 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το γ’ Τρίμηνο 2022 και 2.5 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση

Οι εκταμιεύσεις δανείων διαμορφώθηκαν σε 6.7 δισ. ευρώ το 2022, αντανακλώντας τις εκταμιεύσεις Εταιρικής Τραπεζικής (83% του συνόλου), ενώ, η νέα παραγωγή δανείων Λιανικής Τραπεζικής επίσης σημείωσε ισχυρή ανάκαμψη κατά σχεδόν 30% σε ετήσια βάση σε 1.2 δισ. ευρώ.

Οι δανειακές συμβάσεις

Η ΕΤΕ υπέγραψε δανειακές συμβάσεις στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) ύψους 0.3 δισ. περίπου (29% μερίδιο αγοράς), εκ των οποίων περίπου το ένα τρίτο αφορά δάνεια που εμπίπτουν στον πυλώνα της «πράσινης» μετάβασης.

Το κόστος πιστωτικού κινδύνου ύψους 70 μονάδων βάσης το 2022, συντέλεσε στην περαιτέρω αύξηση του δείκτη κάλυψης ΜΕΑ από σωρευμένες προβλέψεις σε 88% περίπου στην Ελλάδα (δείκτης κάλυψης των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών ύψους 58% σε επίπεδο ομίλου).

Διαβάστε ακόμη: