Στην JP Morgan πέρασε εδώ και λίγες ώρες η «σκυτάλη» προκειμένου να “τρέξει” την τελική ευθεία της συναλλαγής για την διάθεση του 18,4% των μετοχών που κατέχει το Δημόσιο, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, στο μετοχικό κεφάλαιο της Εθνικής Τράπεζας.
Το απόγευμα της περασμένης Τετάρτης συνεδρίασε για πρώτη φορά το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για το project της αποεπένδυσης, με τον σύμβουλο, JP Morgan, να ανακοινώνει ότι μελέτησε τα στοιχεία του φακέλου για την αποεπένδυση και θα έρθει προσεχώς με τα σενάρια των επιλογών για τα ποσοστά διάθεσης έως και του εναπομείναντος 18,39% των μετοχών της Εθνικής Τράπεζας που κατέχει το ΤΧΣ.
Όπως εξηγεί στην «Αxianews» πηγή με συμμετοχή στις διεργασίες, «ο χρόνος για το placement της Εθνικής Τράπεζας μετράει πλέον αντίστροφα και όπως έχει δείξει η εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος δεν θα απαιτήσει περισσότερο από 3-4 εβδομάδες από σήμερα».
Ως εκ τούτου κοινή αίσθηση στην αγορά είναι ότι το Ταμείο θέλει να τρέξει το νέο placement της ΕΤΕ στις αρχές Οκτωβρίου, προλαβαίνοντας τις αμερικανικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου.
Τα επόμενα βήματα
Ως εκ τούτου μετά το «πράσινο φως» από πλευράς του συμβούλου ότι τα δεδομένα της τράπεζας και της οικονομίας ευνοούν την εκκίνηση της συναλλαγής αλλά και του Ταμείου να βολιδοσκοπηθεί το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών ακολουθούν μία σειρά από διαδικασίες και συγκεκριμένα:
Βήμα 1ο: Ο σύμβουλος ξεκινά τις επαφές με την επενδυτική κοινότητα και επιστρέφει στο ΤΧΣ με το feedback που έλαβε. Εφόσον το ενδιαφέρον κριθεί ικανοποιητικό, τότε το Ταμείο θα δώσει το “οκ” για το επόμενο βήμα. Υπενθυμίζεται ότι επιδίωξη είναι η προσέλκυση επενδυτών μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, όπως, άλλωστε, συνέβη και στην πρώτη φάση της αποεπένδυσης από την ΕΤΕ, με την είσοδο στο μετοχολόγιό της μερικών από τα πιο ισχυρά επενδυτικά “σπίτια”, όπως Fidelity, BlackRock, Capital, Norges, Lazard, Allianz, GIC, Wellington, RWC και Robeco.
Βήμα 2ο: Συντάσσονται όλα τα έγγραφα που αφορούν στο placement, προκειμένου αυτά να δοθούν προς έγκριση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σε αυτό το σημείο είθισται να προτείνεται η διάθεση συγκεκριμένου ποσοστού (έως ένα συγκεκριμένο εύρος), απόφαση που, όμως, δύναται να μεταβληθεί αναλόγως της ζήτησης και του ύψους των προσφορών που θα κυμανθούν κοντά στο ανώτερο εύρος της τιμής. Υπενθυμίζεται ότι στην περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς, για παράδειγμα, ενώ αρχικά είχε ανακοινωθεί η διάθεση του 22% τελικά αποφασίστηκε να διατεθεί προς πώληση το σύνολο των μετοχών που κατείχε το ΤΧΣ (27%) λόγω υπερκάλυψης.
Βήμα 3ο: Ανακοινώνεται η εκκίνηση της πώλησης, προσδιορίζοντας τον χρόνο που θα παραμείνουν ανοιχτά τα δύο βιβλία.
Βήμα 4ο: Ολοκληρώνεται η συναλλαγή, με την ΕΤΕ, να επιστρέφει σε ιδιωτικά “χέρια” και το Ταμείο να κλείνει τον κύκλο ζωής του, με τις όποιες “εκκρεμότητες” να μεταβιβάζονται από τη νέα χρονιά στο Υπερταμείο.
Το επικρατέστερο σενάριο
Τα σενάρια που έχουν κυκλοφορήσει το προηγούμενο διάστημα κάνουν λόγο για διάθεση ποσοστού 10% με 13% από το συνολικό 18,4% και διακράτηση του υπολοίπου υπό τον έλεγχο του Δημοσίου για την μετέπειτα διάθεσή του σε ενδεχόμενο στρατηγικό επενδυτή.
Υπάρχουν, ωστόσο, και φωνές που τάσσονται υπέρ της πλήρους αποεπένδυσης, θεωρώντας ότι θα υπάρξει μεγαλύτερη ανταπόκριση από τις αγορές και ισχυρότερος θετικός αντίκτυπος για την Εθνική Τράπεζα και το σύνολο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Σε κάθε περίπτωση, το placement θα διενεργηθεί συνδυαστικά σε ξένους και Έλληνες επενδυτές.
Στην α΄ φάση της αποεπένδυσης στην εγχώρια αγορά προσφέρθηκε το 20% των μετοχών (40.247.467 μετοχές, εκ των οποίων το 60% ή 24.148.480 σε ιδιώτες επενδυτές και το 40% ή 16.098.987 μετοχές σε ειδικούς επενδυτές), με το υπόλοιπο 80% (160.989.867 μετοχές) να κατανέμεται στους διεθνείς επενδυτές.
Αντιδρά η αγορά
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι το σενάριο διακράτησης ενός ποσοστού από το Δημόσιο έχει προκαλέσει μεγάλο προβληματισμό στην αγορά καθώς πολλές πλευρές τονίζουν ότι πρόκειται για μια στρατηγική που μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για την πραγματική ανάπτυξη της Εθνικής Τράπεζας.
Αντί δηλαδή άπαντες οι ενδιαφερόμενοι να επιδιώξουν την προσέλκυση ενός ισχυρού στρατηγικού επενδυτή που θα μπορούσε να δώσει στην τράπεζα την αναγκαία ώθηση για να ανταγωνιστεί διεθνώς, φαίνεται να προτιμάται ένα καθεστώς όπου η τράπεζα παραμένει υπό τον έλεγχο του κράτους, περιορίζοντας έτσι τις δυνατότητες για καινοτομία και ανάπτυξη.
Μάλιστα σε αυτή τη λογική υπάρχουν και ακόμη πιο «αιχμηρές φωνές» που κάνουν λόγο ότι η τάση να αποφευχθεί η ανάδειξη ενός στρατηγικού επενδυτή αντικατοπτρίζει τον φόβο για την απώλεια του ελέγχου από το Δημόσιο.
Αυτό, ωστόσο, μπορεί να οδηγήσει την τράπεζα σε μια στάσιμη κατάσταση, όπου η πραγματική δυναμική της και η δυνατότητα να αξιοποιήσει πλήρως τις ευκαιρίες της αγοράς θα περιορίζονται.
Σε μια εποχή όπου η διεθνής τραπεζική σκηνή εξελίσσεται ραγδαία, η Εθνική Τράπεζα κινδυνεύει να μείνει πίσω αν συνεχίσει να λειτουργεί με μια νοοτροπία που δίνει προτεραιότητα στη διατήρηση των υφιστάμενων ισορροπιών αντί στην καινοτομία και την πρόοδο κάνουν λόγο οι ίδιες πηγές και προσθέτουν ότι η απόφαση του ΤΧΣ να διαθέσει ποσοστό 10% από το συνολικό 18,39% που κατέχει στην Εθνική Τράπεζα, αφήνοντας το υπόλοιπο 8% ως δέλεαρ για έναν ενδεχόμενο στρατηγικό επενδυτή, φαίνεται ως μια κίνηση που υπονομεύει την προσπάθεια για ουσιαστική ανάπτυξη.
Ενώ η απόφαση αυτή μπορεί να εξυπηρετεί τη βραχυπρόθεσμη στρατηγική διαχείρισης του μετοχικού κεφαλαίου, αφήνει την τράπεζα εκτεθειμένη σε ένα μέλλον χωρίς την αναγκαία στήριξη και καθοδήγηση που ένας δυναμικός επενδυτής θα μπορούσε να προσφέρει «καταλήγουν οι ίδιες πηγές».
Όπως και να έχει την ερχόμενη εβδομάδα και μετά την Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης αναμένεται νέα συνεδρίαση του ΤΧΣ, αλλά και μετέπειτα όταν θα υπάρχει απτό το ενδιαφέρον των επενδυτών, το οποίο θα καθορίσει τελικά και το ποσοστό διάθεσης.
«Αυτή είναι η «πεπατημένη» των προηγούμενων αποεπενδύσεων του ΤΧΣ, κάτι που σημαίνει ότι το τελικό ποσοστό διάθεσης θα αποφασιστεί στο παρά πέντε της εκκίνησης της συναλλαγής» καταλήγουν πηγές του οικονομικού επιτελείου.