Πολύτιμη για πολλούς οφειλέτες αποδεικνύεται η νομοθεσία για την πτώχευση μικρού αντικειμένου, καθώς όσοι πληρούν τις προϋποθέσεις μπορούν να απαλλαγούν ακόμη και από μεγάλα χρέη σε τράπεζες, Εφορία και ΕΦΚΑ.

Χαρακτηριστική είναι η απόφαση που εξέδωσε πρόσφατα το Πρωτοδικείο Πειραιά (με αριθμό 1013/2025), με την οποία έγινε δεκτή η πτώχευση ενός ναυτικού, ο οποίος απαλλάσσεται από χρέη συνολικού ύψους 1,.5 εκατ. ευρώ.

Ο οφειλέτης επικαλέσθηκε, όπως αναφέρει η απόφαση, ότι έχουν σωρευθεί στο πρόσωπό του υπέρογκες οφειλές προς χρηματοδοτικούς φορείς και ότι έχει παύσει να πληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο». Έτσι, ζήτησε «να κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης και να διοριστεί σύνδικος πτώχευσης».

Το δικαστήριο δέχθηκε ότι:

  • Αιτών είναι φυσικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα. Είναι ναυτικός και εργάζεται ως πλοίαρχος σε σκάφη αναψυχής ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, με καθαρές μηνιαίες αποδοχές το ποσό των 1.700,00 ευρώ περίπου.
  • Δεν έχει ακίνητη περιουσία, ενώ διαθέτει ένα αυτοκίνητο αξίας 4.800,00 ευρώ περίπου.
  • Διατηρεί έναν τραπεζικό λογαριασμό (μισθοδοσίας) στον οποίο έχει επιβληθεί κατάσχεση ποσού 1.171,49 ευρώ.
  • Ως εκ τούτου, ικανοποιεί σωρευτικά και τα 3 κριτήρια προσδιορισμού της πολύ μικρής οντότητας

Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο αιτών έχει ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις στην Α.Α.Δ.Ε., στον Ε.Φ.Κ.Α. και σε χρηματοδοτικούς φορείς, συνολικού ύψους άνω των 1.500.000,00 ευρώ, περίπου τις οποίες αδυνατεί να εξυπηρετήσει.

Τέλος, πιθανολογείται ότι τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη υπερβαίνουν το ποσό των ετήσιων ευλόγων δαπανών διαβίωσης ή το δωδεκαπλάσιο του ακατασχέτου κατά το άρθρο 33 παρ. 2 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.

Με αυτά τα δεδομένα, το δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση πτώχευσης ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να προσδιοριστεί η ημέρα παύσης των πληρωμών του αιτούντος, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, να οριστεί Εισηγητής της πτώχευσης, προκειμένου να διατάξει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας, καθώς και να διοριστεί Σύνδικος της πτώχευσης από το Μητρώο Διαχειριστών Αφερεγγυότητας.

O εξειδικευμένος στον τομέα δικηγόρος διαμεσολαβητής Δημήτρης Μπούκας μας αναλύει τι προβλέπει ο νόμος για την πτώχευση μικρού αντικειμένου:

Μια καινοτομία του πτωχευτικού νόμου είναι ότι επιτρέπει σε φυσικά πρόσωπα χωρίς εμπορική δραστηριότητα να προχωρούν στη λεγόμενη πτώχευση μικρού αντικειμένου. Η σχετική διαδικασία, σε αυτή την περίπτωση, είναι απλοποιημένη, με σκοπό να κινείται και να περαιώνεται ταχύτερα η κήρυξη της πτώχευσης. Στη διαδικασία της πτώχευσης μικρού αντικειμένου υπάγονται οφειλέτες που δεν υπερβαίνουν τα όρια σε δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια προσδιορισμού της «πολύ μικρής οντότητας» του άρθρου 2 Ν. 4308/2014:

α) Σύνολο ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων): τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες (450.000) ευρώ.

β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: εννιακόσιες χιλιάδες (900.000) ευρώ.

γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: δέκα (10) άτομα.

Επομένως, για τα φυσικά πρόσωπα που δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, το κριτήριο ένταξής τους στην κατηγορία της πτώχευσης μικρού αντικειμένου καθορίζεται κυρίως από την αξία του συνόλου της περιουσίας τους, που δεν πρέπει να υπερβαίνει το ύψους των 450.000 ευρώ. Για τον υπολογισμό της αξίας των ακινήτων λαμβάνεται υπόψη η φορολογητέα αξία του ΕΝΦΙΑ και για ακίνητα εκτός σχεδίου πόλης και οικισμού, για τα οποία δεν προσδιορίζεται αξία ΕΝ.Φ.Ι.Α., ως αξία των ακινήτων λογίζεται η αντικειμενική τους αξία.

Ο οφειλέτης που θα ζητήσει να υπαχθεί στη διαδικασία πτώχευσης μικρού αντικειμένου θα πρέπει να βρίσκεται σε παύση πληρωμών. Σύμφωνα με τον νόμο, τεκμαίρεται ότι ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών όταν δεν καταβάλλει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, σε ύψος τουλάχιστον 60% των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του για περίοδο τουλάχιστον έξι (6) μηνών, εφόσον η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωσή του υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ.

Ο νόμος προβλέπει ότι εφόσον, σύμφωνα με τα στοιχεία στα οποία παρέχεται πρόσβαση μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας, πιθανολογείται ότι τα μη βεβαρυμμένα στοιχεία της περιουσίας του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας και τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη, πέραν των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, δεν υπερβαίνουν τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης της παρ. 5 του άρθρου 92, δεν διορίζεται σύνδικος και ο εισηγητής διατάσσει την καταχώρηση του ονόματος ή της επωνυμίας του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 213 και επέρχονται οι συνέπειες της καταχώρησης της παρ. 4 του άρθρου 77. Την ανεπάρκεια της παρούσας μπορεί να αναδείξει με παρέμβασή του και πιστωτής.

Διαβάστε ακόμη: