REAL ESTATE

Έσοδα – ρεκορ 3,4 δισ. ευρώ στις πλατφόρμες Airbnb στην Ελλάδα

Η μέση τιμή βραχυχρόνιας μίσθωσης είναι πέντε φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη μακροχρόνιας μίσθωσης

Σε 3,4 δισ. ευρώ εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί φέτος ο τζίρος των βραχυχρόνιων τουριστικών μισθώσεων που πραγματοποιούνται διαδικτυακά μέσα πλατφόρμας τύπου Airbnb, στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 14% της εκτιμώμενης συνολικής τουριστικής δαπάνης, η οποία υπολογίζεται στα 23,4 δισ. ευρώ.

Το 2016 τα ετήσια έσοδα από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις ανήλθαν σε 1,4 δισ. ευρώ (με 16 δισ. ευρώ τουριστική δαπάνη), για να αυξηθούν το 2019 σε 2,96 δισ. ευρώ (με 21,8 δισ. ευρώ τουριστική δαπάνη), γεγονός που αναδεικνύει τη δυναμική που αποκτά η συγκεκριμένη αγορά.

Σύμφωνα με τη μελέτη «Βραχυχρόνιες Μισθώσεις: Επιπτώσεις στις πόλεις και στους πολίτες» της Grant Thornton, που παρουσιάστηκε σε ημερίδα του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, η τουριστική δαπάνη της οικονομίας διαμοιρασμού μεγεθύνεται με έντονο ρυθμό τα τελευταία έτη, περίπου 15% ετησίως, με τις δαπάνες διαμονής να εκτιμάται ότι θα ανέλθουν φέτος σε 1,38 δισ. ευρώ από 841 εκατ. ευρώ το 2016 και 1,25 δισ. ευρώ το 2019, με τις αντίστοιχες δαπάνες σε λοιπές υπηρεσίες να υπολογίζεται ότι θα διαμορφωθούν σε 1,98 δισ. ευρώ από 582 εκατ. ευρώ το 2016 και 1,7 δισ. ευρώ το 2019.

«Δεν υπάρχει κλάδος που να έχει υπερδιπλασιαστεί σε μέγεθος τα τελευταία χρόνια και από τα νούμερα φαίνεται ότι πρόκειται για μία αγορά που επιδρά σημαντικά στο τουριστικό προϊόν της χώρας», τόνισε, μεταξύ άλλων ο δρ Παναγιώτης Πρόντζας, Head of Strategy & Investments της Grant Thornton Greece.

«Είναι τέτοιο το μέγεθος, που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το τουριστικό προϊόν που προβάλλουμε διεθνώς. Πέραν των ποσοτικών δεδομένων, υπάρχει και ζήτημα ποιοτικών χαρακτηριστικών, ως προς την ποιότητα του τουριστικού προϊόντος, τον κίνδυνο υγείας και ασφάλειας και την επιβάρυνση των πόλεων και των υποδομών τους», προσέθεσε.

Ενδεικτικό της μεγέθυνσης της αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων είναι το γεγονός ότι ο αριθμός των καταχωρήσεων που διατίθενται με όρους της οικονομίας του διαμοιρασμού για φέτος ανέρχεται σε 215 χιλιάδες, έναντι 95 χιλιάδων το 2019 και 195 χιλιάδων το 2019, το πιο «δυνατό» για τον ελληνικό τουρισμό έτος. Αντίστοιχα, ο αριθμός των ακινήτων της συγκεκριμένης αγοράς ανέρχεται σε 129 χιλιάδες από 57 χιλιάδες το 2016 και 117 χιλιάδες το 2019.

Σημαντική είναι, την ίδια στιγμή, η απώλεια που καταγράφεται σε επίπεδο δημόσιων εσόδων, λόγω του τρόπου φορολόγησης της αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων. Όπως αναφέρεται στη μελέτη, το 2016 οι απώλειες των δημόσιων εσόδων έφταναν τα 160,6 εκατ. ευρώ, με τα διαφυγόντα έσοδα για το Δημόσιο να εκτιμάται ότι θα ανέλθουν φέτος στα 316,7 εκατ. ευρώ. Καταγράφεται, δηλαδή, διπλασιασμός των καθαρών απωλειών ως προς τα δημόσια έσοδα κατά το διάστημα 2019-2022.

Αντίστοιχα, η ανάπτυξη της αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων στερεί τη δημιουργία 39.000 νέων θέσεων απασχόλησης σε ετήσια βάση, διαταράσσοντας το εργασιακό μοντέλο, σύμφωνα τουλάχιστον με τα συμπεράσματα της έκθεσης.

«Εχουμε έλλειμμα προσωπικού στα ξενοδοχεία. Δεν αποτελεί μυστικό ότι υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη απορρόφηση σε άτυπες μορφές εργασίας στο κομμάτι της οικονομίας διαμοιρασμού», επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος Αλέξανδρος Βασιλικός, στο πλαίσιο της ημερίδας που πραγματοποίησε το ΞΕΕ.

Ως προς τις επιπτώσεις που έχει η οικονομία του διαμοιρασμού, αυτές εντοπίζονται σε τρεις άξονες: στις τιμές των ακινήτων, στα δημόσια έσοδα και στις θέσεις απασχόλησης. Συγκεκριμένα, όπως αποτυπώνεται στη μελέτη, η μέση τιμή βραχυχρόνιας μίσθωσης είναι κατά 5 φορές υψηλότερη από αυτή που σημειώνεται σε επίπεδο μακροχρόνιας μίσθωσης, γεγονός που δημιουργεί ισχυρά κίνητρα για να διαθέσουν οι ιδιοκτήτες τα ακίνητά τους με όρους της οικονομίας του διαμοιρασμού, επιτείνοντας το στεγαστικό πρόβλημα και οδηγώντας στον «εκτοπισμό» των ακινήτων που ενοικιάζονται μακροχρόνια.

Για παράδειγμα, ένα ακίνητο που βρίσκεται στο Ζάππειο ενοικιάζεται φέτος σε μηνιαία βάση με 50,60 ευρώ/τ.μ. με όρους βραχυχρόνιας μίσθωσης, τη στιγμή που το ίδιο ακίνητο διατίθεται προς ενοικίαση στα 15,57 ευρώ/τ.μ. με όρους μακροχρόνιας μίσθωσης, με την αναλογία της τιμής να διαμορφώνεται στο 3,25. Πάνω από 5 φορές υψηλότερη είναι η τιμή (49,33 ευρώ/τ.μ.) που διατίθεται ένα ακίνητο στον Κεραμεικό προς βραχυχρόνια ενοικίαση σε σχέση με την αντίστοιχη τιμή (9 ευρώ/τ.μ.) όταν μισθώνεται μακροχρόνια.

Ακόμη μεγαλύτερη είναι η ψαλίδα μεταξύ των τιμών των ακινήτων που ενοικιάζονται με όρους της οικονομίας του διαμοιρασμού και εκείνων που διατίθενται σε μακροχρόνια μίσθωση σε περιοχές εκτός Αθηνών, όπως τα Χανιά, η Ρόδος και η Κέρκυρα, όπου η αγορά των βραχυχρόνιων μισθώσεων ανθεί:

  • Συγκεκριμένα, βάσει της μελέτης, στη Ρόδο η τιμή που διατίθεται ένα ακίνητο με όρους βραχυχρόνιας μίσθωσης διαμορφώνεται στα 63,26 ευρώ/τ.μ. και είναι 8 φορές υψηλότερη σε σχέση με την αντίστοιχη τιμή (8,43 ευρώ/τ.μ.) στην οποία διατίθεται ένα ακίνητο για μακροχρόνια μίσθωση.
  • Η τιμή για τα ακίνητα που μισθώνονται βραχυχρόνια στα Χανιά είναι 6πλάσια έναντι της αντίστοιχης τιμής στις παραδοσιακές μισθώσεις, ενώ στην Κέρκυρα τετραπλάσια.

Διαβάστε ακόμη: