Σύμφωνα με έρευνα, τα επίπεδα των αντισωμάτων κατά του κορωνοϊού στον οργανισμό είναι ένας καλός δείκτης για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου.

Πρόκειται για μία αμερικανική έρευνα που έγινε σε εμβολιασμένους με Moderna. Αυτή η διαπίστωση θα βοηθήσει στην επιτάχυνση των κλινικών δοκιμών των εμβολίων στο μέλλον.

Οι επιστήμονες και οι ρυθμιστικές – εποπτικές Αρχές μέχρι σήμερα βασίζονται σε μεγάλες ελεγχόμενες με εικονικό εμβόλιο (πλασίμπο) κλινικές δοκιμές για να προσδιορίσουν κατά πόσο ένα νέο εμβόλιο κατά του Covid-19 «δουλεύει».

Τι έδειξε η εν λόγω έρευνα;

Όμως, όπως δείχνει η νέα μελέτη από επιστήμονες του Κέντρου Ερευνών Φρεντ Χάτσινσον, το Εθνικό Ινστιτούτο Αλλεργιών και Λοιμωδών Νόσων των ΗΠΑ και την εταιρεία Moderna, η μέτρηση του επιπέδου των αντισωμάτων στους εμβολιασμένους συνιστά, επίσης, ένα αντιπροσωπευτικό δείκτη για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου σε έναν άνθρωπο.

Η μελέτη, που ανέλυσε δεδομένα από κλινική δοκιμή σε 30.000 άτομα και η οποία ακόμη δεν έχει δημοσιευθεί σε επιστημονικό περιοδικό, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, βρήκε ότι το εμβόλιο της Moderna είναι πιο αποτελεσματικό στους εμβολιασμένους που έχουν υψηλά επίπεδα αντισωμάτων.

Αυτοί οι εμβολιασμένοι είναι λιγότερο πιθανό να μολυνθούν στη συνέχεια από τον κορωνοϊό.

Γιατί είναι τόσο σημαντική αυτή η ανακάλυψη;

Η εύρεση ενός υποκατάστατου αξιόπιστου δείκτη αποτελεσματικότητας των εμβολίων αναμένεται να επιταχύνει τις εγκρίσεις νέων εμβολίων στο μέλλον, χωρίς να χρειαστούν καν δαπανηρές και χρονοβόρες μεγάλες δοκιμές ελεγχόμενες με πλασίμπο, σύμφωνα με τον ερευνητή Dr. Πίτερ Γκίλμπερτ του Ινστιτούτου Fred Hutchinson.

Όπως ανέφερε, σε συνδυασμό με τη συσσώρευση ανάλογων δεδομένων από τα εμβόλια Pfizer/ BioNTech και AstraZeneca, διαμορφώνεται σταδιακά η πεποίθηση ότι όντως τα αντισώματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εναλλακτικός δείκτης του κατά πόσο τα εμβόλια κατά του κορονοϊού «δουλεύουν».

Να σημειωθεί πως τα εμβόλια κατά του Covid-19 που έχουν ήδη εγκριθεί έχουν αποφέρει δισεκ. ευρώ στους φαρμακευτικούς ομίλους που τα παράγουν, ξεκινώντας από τη συμμαχία ανάμεσα στην αμερικανική Pfizer και τη γερμανική BioNTech, που δημοσίευσε τα οικονομικά αποτελέσματά της.