Τα όσα βιώνει αυτή τη στιγμή η παγκόσμια οικονομία ουσιαστικά και όχι μόνο το επίκεντρο της νέας τραπεζικής κρίσης, ήτοι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, με αιτία την θωρακισμένη Ελβετία του παγκόσμιου πλούτου, για όσους γνωρίζουν έστω και στοιχειωδώς το πως λειτουργούν οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία.
Από τη έναρξη της πολιτικής των Κεντρικών τραπεζών, να αυξήσουν τα επιτόκια, υπήρξαν εξαρχής αλυσιδωτές αντιδράσεις, αλλά όχι τέτοιες που θα ανησυχούσαν τους λαμβάνοντες τις αποφάσεις, καθώς το φαινόμενο του αυξημένου πληθωρισμού θεωρήθηκε τότε, θυμίζω, ως παροδικό.
Η απόφαση των τραπεζιτών να ακριβύνουν το κόστος του χρήματος, για να τιθασεύσουν τον επικινδύνως καλπάζοντα πληθωρισμό, παρέβλεψε δυστυχώς όλες τις παρενέργειες που μπορούσε να επιφέρει η αλλαγή και μάλιστα απότομη της νομισματικής πολιτικής, με ευθεία αντανάκλαση και στην πιστωτική πολιτική των εμπορικών τραπεζών.
Ενώ, όπως αποδεικνύεται τώρα περίτρανα και συνάμα οδυνηρά, αγνοήθηκαν παντελώς οι συνέπειες που θα είχαν οι επενδυτικές τράπεζες είτε οι “καθαρόαιμες” είτε αυτές των μικτών δραστηριοτήτων.
Τώρα, οι Κεντρικές τράπεζες θερίζουν τους καρπούς των λαθεμένων και επιπόλαιων επιλογών τους, έχοντας ως Ευαγγέλιο την επιστροφή του πληθωρισμού στο 2%, λες και εκεί έχει βάλει τον πήχη ο Μίδας, ο θεός του χρήματος.
Τα αποτελέσματα μέχρι τώρα είναι μικρά και περιορισμένα σε σχέση με τον πληθωρισμό, ο οποίος υποχώρησε μεν, αλλά όχι γιατί οι καταναλωτές δεν είχαν πολλά χρήματα να ψωνίσουν (που ούτως ή άλλως, δεν είχαν… άπειρα διαθέσιμα ούτε πριν την αύξηση των επιτοκίων), αλλά γιατί υποχώρησαν οι τιμές στον τομέα της ενέργειας και λόγω άλλων συγκυριών.
Με τον πληθωρισμό στα τρόφιμα, όμως, να μην υποχωρεί από τα πρωτοφανή επίπεδα, στα οποία εκτινάχθηκαν από την αυθαίρετη τιμολογιακή πολιτική των πολυεθνικών να μετακυλούν επί δύο φορές τουλάχιστον τα ενεργειακά και επιτοκιακά κόστη τους στην κατανάλωση, μέσω χονδρεμπορικών και λιανικών τιμών.
Υπάρχουν σήμερα ολοένα και πιο δυνατές φωνές που αμφισβητούν ευθέως την πολιτική των Κεντρικών τραπεζών να αυξάνουν συνεχώς τα επιτόκια, οδηγώντας επιχειρήσεις και δανειολήπτες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.
Η περίπτωση της Deutsche Bank μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί.
Πέραν των “αμαρτωλών” ομολόγων της, που αποτελούν πράγματι συστημικό κίνδυνο όχι μόνο για όλη την Ευρωζώνη, αλλά και για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αν παρ’ ελπίδα “σκάσουν”, οι φόβοι των αγορών κατά την περασμένη εβδομάδα, αλλά και σήμερα, χαρακτηρίζονται ως “μεταδιδόμενοι”.
Ότι δηλαδή, πλέον όλοι οι μετέχοντες στην τραπεζική πυραμίδα, γνωρίζοντας τα τρωτά της σημεία, χωρίς να υπάρξει γεγονός (πιστωτικό ή όποιας άλλης μορφής), συμπεριφέρθηκαν και συμπεριφέρονται, ως να έχει ήδη καταρρεύσει.
Είναι ακριβώς ο ορισμός του μεταδιδόμενου φόβου. Που όλοι ελπίζουν να παραμείνει απλός φόβος και να μην υπάρξουν νέες δυσάρεστες εξελίξεις και μάλιστα μεγατόνων στην προκειμένη περίπτωση.