Συνέντευξη στον Κώστα Κατόπη
Συνάντησα την ταλαντούχα ζωγράφο Εμμέλεια Φιλιπποπούλου στο ατελιέ της στο Αίγιο. Έργα μεγάλων, κυρίως, διαστάσεων δέσποζαν στον χώρο. Ανθρώπινες φιγούρες που με έβαλαν σε σκέψεις… Η ίδια με υποδέχτηκε με χαμόγελο και άνεση οικοδεσπότη. Από τις πρώτες μας κουβέντες κατάλαβα ότι πρόκειται για άτομο ιδιαίτερα ευφυές, ετοιμόλογο που απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις με κρίση, ευνοώντας τον γόνιμο διάλογο.
Όντας από τα 16 της στην ΑΣΚΤ, φοίτησε από πολύ νωρίς δίπλα σε καταξιωμένους δασκάλους, σπουδάζοντας παράλληλα κλασική κιθάρα. Το έργο της, παρά το νεαρό της ηλικίας της, είχε περάσει ήδη από διάφορα στάδια πριν φύγει για το Μάντσεστερ προκειμένου να τελειώσει το μεταπτυχιακό της, όπου πήρε μια πρώτη γεύση «για το πώς λειτουργούν τα πράγματα στη ‘βιομηχανία της τέχνης’ και μια εισαγωγή στις προοπτικές που υπάρχουν για ένα νέο καλλιτέχνη ως προς την προώθηση της δουλειάς του».
Αναφέρθηκε στις τεχνικές και τους συμβολισμούς της, ενώ προσδιορίζει τις επιρροές της από την ελληνική παραδοσιακή ζωγραφική, τον εξπρεσιονισμό και την Arte Povera, τους μεγάλους ξένους δημιουργούς αλλά και τον ρόλο που έχει διαδραματίσει η μουσική στη δουλειά της.
Ακόμα, μιλάει για την «αγορά τέχνης» της Ελλάδας και τις διαφοροποιήσεις με αυτή της Αγγλίας, τις ευκαιρίες που δημιουργούνται για τους νέους καλλιτέχνες -με κρατική βοήθεια πολλές φορές- αλλά την τακτική των συλλεκτών αλλά και για τις τάσεις που έρχονται πλέον στη χώρα μας.
Τέλος, αναφέρεται στην πρόσφατη επιτυχημένη συμμετοχή της στο Discovery Art Fair στην Κολωνία και την προετοιμασία για την ατομική της έκθεση στο Κέντρο Τεχνών Μετς τον προσεχή Δεκέμβριο. Αναλυτικά η συνέντευξη έχει ως εξής:
– Εμμέλεια, γιατί αποφάσισες να ασχοληθείς με την Τέχνη και τη ζωγραφική συγκεκριμένα;
Η εικόνα έχει μεγάλη δύναμη. Η δημιουργία γενικά, αλλά και πιο συγκεκριμένα η δημιουργία της παράστασης είναι μια πανάρχαια ανάγκη- πανανθρώπινη και πολύ προσωπική ταυτόχρονα.
Θυμάμαι τον εαυτό μου μικρή, τότε, που ο χρόνος ήταν άπλετος. Παρασυρόμουν κι εγώ από τη γοητεία της εικόνας και αφιερωνόμουν απερίσπαστα στην παρατήρηση του κόσμου γύρω μου. Έτσι άρχισα σταδιακά να αποκτώ μια οπτική ευαισθησία στα μοτίβα, στις σχέσεις και τις ποσότητες των χρωμάτων και των σχημάτων. Επίσης, μου άρεσε το ανακάτεμα με την ύλη από το να χτίζω κάστρα στην άμμο, το να πλάθω μπιφτέκια μέχρι το να φτιάχνω μικρά γλυπτά από πηλό ή πλαστελίνη.
Ήμουν τυχερή επειδή από παιδί είχα επαφή με τη φύση, τη θάλασσα και τα ζώα. Το ελληνικό τοπίο και το φως έχουν καταγραφεί μέσα μου βαθιά και είναι συνεχής αναφορά για μένα στη ζωή και στην τέχνη. Ακόμη, μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον όπου ο πολιτισμός είχε περίοπτη θέση κι έτσι, με έναν φυσικό τρόπο, είχα πρόσβαση στα βιβλία, στο παιδικό θέατρο, σε μουσεία κτλ. Οι γονείς μου με πήγαιναν όπου μπορούσαν. Κάποια στιγμή, αντιλήφθηκα τη μαγεία της συγκίνησης από την τέχνη.
Μου φαινόταν καθηλωτικό πώς με τα έργα τέχνης οποιασδήποτε μορφής, μεταφερόμαστε σε έναν ελεύθερο χρόνο και ένα χώρο που χωράνε και προλαβαίνουν να φωτιστούν λεπτές ανθρώπινες ευαισθησίες και αγωνίες ή ακόμα να εκφραστούν, με ποιητικό τρόπο, προσωπικά και συλλογικά βιώματα. Ζωγράφιζα πολύ και παντού, ιδιαίτερα, ανθρώπινες φιγούρες ενταγμένες στο περιβάλλον τους.
Για παράδειγμα, ινδιάνους με τις εστίες τους στη φύση. Καθώς, οι ζωγραφιές μου ανταποκρίνονταν στα αιτήματά μου προς έκφραση και η ιδιότητα του ζωγράφου είχε αίγλη στα μάτια μου, αποφάσισα πως αυτό θα γινόμουν στο εξής. Έτσι, εγκατέλειψα, γύρω στα πέντε, την ιδέα να γίνω γιατρός ή υδραυλικός που θεωρούσα, επίσης, ενδιαφέροντα επαγγέλματα.
-Αποφοίτησες σε νεαρή ηλικία από την ΑΣΚΤ και συνέχισες τις σπουδές σου στο Μάντσεστερ. Θέλεις να μας μιλήσεις για τα πρώτα σου βήματα;
Παρακολούθησα από δέκα χρονών μαθήματα ζωγραφικής και σχεδίου με τον Ν. Πρέσσα, Ν. Νικολάου και Γ. Κολιζέρα και πέρασα στην Καλών Τεχνών της Αθήνας όταν ήμουν δεκαέξι. Ο ενθουσιασμός μου ήταν τεράστιος. Φοίτησα στο Α και Δ Εργαστήριο. Ταυτόχρονα, σπούδαζα κλασική κιθάρα.
Τα επόμενα χρόνια βίωσα μια μεγάλη εσωτερική σύγκρουση μεταξύ μαθητείας σε ένα ακαδημαϊκό πλαίσιο και της αναζήτησης μιας πολύ προσωπικής ταυτότητας , που είχε να κάνει με το ύφος, το θέμα και το μέσον.
Το έργο μου είχε περάσει ήδη από διάφορα στάδια, όταν έφτασα στο Μάντσεστερ για το μεταπτυχιακό μου, όπου υπήρχε μια διασκεδαστική ‘ανοιχτότητα’ και αποδοχή, θα έλεγα, προς κάθε είδους καλλιτεχνική πρακτική. Βασικοί καθηγητές μου ήταν ο Ian Rawlinson και η Sutapa Biswas. Τότε ήταν που άρχισα να εντάσσω τη μουσική ερμηνεία στον εικαστικό χώρο.
Εκείνη την περίοδο, ταξίδεψα αρκετά, στο Λονδίνο, στο Βερολίνο, στις Βρυξέλλες και είχα την τύχη να δω σημαντικά μουσεία Τέχνης και μεγάλες παραγωγές μιας πιο πειραματικής σκηνής, που συνδύαζαν μορφές τέχνης: χορό, live μουσική, εικαστικά. Στην τελική έκθεση του μεταπτυχιακού στο HOME, παρουσίασα μία σουίτα για κιθάρα του C. Domeniconi, που λέγεται ‘Κοyunbaba’, σε ένα σκηνικό που είχα προηγουμένως δημιουργήσει στο εργαστήριο.
Από άποψη σπουδής, θεωρώ ότι το πανεπιστήμιο εκεί πρόσφερε μια πιο ρεαλιστική ιδέα για το πώς λειτουργούν τα πράγματα στη ‘βιομηχανία της τέχνης’ και μια εισαγωγή στις προοπτικές που υπάρχουν για ένα νέο καλλιτέχνη ως προς την προώθηση της δουλειάς του. Σ’ αυτό το πλαίσιο, μέρος του μεταπτυχιακού μου ήταν η διοργάνωση και η επιμέλεια ενός δωδεκαήμερου workshop in residence στη Νίσυρο, δηλαδή ενός προγράμματος φιλοξενίας και εργασίας ομάδας φοιτητών σ’ εκείνο το περιβάλλον, που ολοκληρώθηκε με έκθεση στο
αρχαιολογικό μουσείο του νησιού, υπό την αιγίδα του Δήμου Νισύρου και την υποστήριξη του MSoA. Το εγχείρημα αυτό δεν θα πραγματοποιούνταν χωρίς τη σημαντική συμβολή της Hatitze Ahmet, της Jo Lansley και του Νίκου Θεοδώρου.
– Ποιες τεχνικές χρησιμοποιείς;
Η ζωγραφική με ακρυλικά ή λάδια σε ‘χορταστικές’ επιφάνειες είναι μια σταθερή πρακτική..Όλο εκεί γυρνάω. Κατά καιρούς έχω πειραματιστεί με την ύλη όπως σκουριά, ξύλο, ύφασμα και έχω αξιοποιήσει για το έργο μου ευρήματα (found objects) όπως παλιές πόρτες, σκαριά βάρκας και σκουριασμένες λαμαρίνες. Ειδικά στη σκουριά έχω μια αδυναμία.
Σε κάποια ζωγραφικά μου έργα υπάρχουν περιοχές που προσιδιάζουν σε σκουριά με τη μορφή ματιέρας. Αυτή η διαχείριση δεν είναι τυχαία. Η αίσθηση του φθαρμένου, του σκουριασμένου έχει ένα βάρος και αποκτά έναν συμβολικό χαρακτήρα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα χρώματα. Πιο πρόσφατα, έχω εστιάσει στη σημειολογία του χρώματος και πώς αυτό θα εμφανίζεται στη δουλειά μου. Για παράδειγμα, μ’ αρέσει το ‘πορτοκαλοκίτρινο’. Έντονο χρώμα. Δεν το χρησιμοποιώ αφειδώς, ωστόσο. Θέλω να έχει νόημα και να εξυπηρετεί τη ζωγραφική αφήγηση.
Ακόμη, βλέπω τη μουσική μελέτη ως μέρος της πρακτικής μου. Το όργανό μου είναι η κιθάρα. Τοποθετώ το εικαστικό μου έργο και, πιο συγκεκριμένα, την αφηγηματική του διάθεση σε μια παραλληλία με το μουσικό λόγο. Κάποιες φορές, αυτή η παραλληλία παίρνει τη μορφή δραματουργίας, δηλαδή μουσικού παιξίματος σε εικαστικό σκηνικό. Συνήθως, όταν ζωγραφίζω τραγουδάω από μέσα μου.
Όταν παίζω μέσα σε ένα δικό μου σκηνικό, είναι σαν να ακούγεται εκείνη η φωνή μου, η πιο ειλικρινής. Μια όμορφη στιγμή ήταν όταν ερμήνευσα δύο σύγχρονα κομμάτια για κιθάρα ‘Μικρή Είσοδος’ και ‘Χώμα Ελαφρύ’, που μου εμπιστεύθηκε Θ. Κουμεντέρης, ανάμεσα από δύο μεγάλες ζωγραφικές επιφάνειες , σε έναν εμβληματικό χώρο, πρώην σταφιδαποθήκη, στο Αίγιο.
– Από πού αντλείς τις εμπνεύσεις σου και ποιες οι επιρροές σου.
Μιας και αναφέρθηκα στη μουσική, να πω ότι συχνά ανατρέχω σε μουσικά έργα και συγκεκριμένες ερμηνείες από διάφορες περιόδους και ρεύματα για να ‘κουρδιστώ’ δημιουργικά, ανάλογα με το τι θέλω να φτιάξω . Θα αναφέρω μόνο λίγα: Bruch, Κονσέρτο No. 1, Op. 26, Kreisler/ Pugniani, ‘Praeludium and Allegro’, σε μεταγραφή για κλαρινέτο και πιάνο, Μουλουδάκης, ‘The Young Man and the Owl’, R.E.M., ‘Drive’, Tom Waits, ‘Rain Dogs’.
Ακόμη, το έργο μου έχει αναφορές στην παραδοσιακή ελληνική ζωγραφική, τον εξπρεσιονισμό και την Arte Povera. Κάποιοι από τους καλλιτέχνες των οποίων τη δουλειά εκτιμώ είναι ο Γ. Μπουζιάνης, ο Μ.Chagalle, o L.Freud, o F.Bacon, o A.Kiefer, ο W. Kentridge κ.α.
Συνήθως, πάντως, η έμπνευση πυροδοτείται ανύποπτα από τυχαιότητες της καθημερινότητας . Mια ιδέα σιγοβράζει εσωτερικά μέχρι να μην αντέχει άλλο. Τότε, είτε βγαίνει πηγαία και παίρνει τη μορφή έργου, είτε χάνεται για όσο χρειαστεί.
– Εμμένεις συχνά στην ανθρώπινη φιγούρα. Τι θέλεις να επικοινωνήσεις;
Πράγματι στην τελευταία μου δουλειά έχω ξαναστραφεί αρκετά στη φιγούρα, όπως λες. Υπάρχει μια τάση στη σύγχρονη τέχνη στη δυτική κουλτούρα, που έλκει την καταγωγή της από το προτεσταντικό δόγμα, που θέλει τον άνθρωπο- το θεατή ως το άτομο που θα βιώνει την εμπειρία που προσφέρει το έργο. Το τελευταίο ενορχηστρώνεται έτσι ώστε ο ήρωας, δρων ή παθών, να είναι ο ίδιος ο θεατής.
Είναι μια ενδιαφέρουσα αντιμετώπιση που την επεξεργάζομαι ακόμα και την αντιπαραβάλλω με τη λειτουργία της αναπαράστασης της μορφής στο έργο, με τη σημασία που έχει στο αρχαίο ελληνικό θέατρο ή στις βυζαντινές
εικόνες, όπου προκύπτει συγκίνηση είτε μέσω της ταύτισής του θεατή με το είδωλο, είτε μέσω της αγάπης προς αυτό που συμβολίζει.
Οι μορφές που φτιάχνω, μ’ αρέσει να έχουν κάτι το ακατέργαστο και το primitive, να ξεφεύγουν λίγο απ’ το σχέδιο, να έχουν μια μικρή ‘διαολιά’ γιατί νιώθω ότι έτσι προσεγγίζουν περισσότερο τον ανθρώπινο ψυχισμό με όλη του την ατέλεια: αδεξιότητα, ντροπή, αγωνία, αμφιβολία. Είναι λυτρωτικό να καταγράφεται αυτό μέσω της ζωγραφικής.
– Επίσης, η αφαίρεση είναι ένα από τα στοιχεία που κυριαρχούν στα έργα σου…
Αν το καλοσκεφτεί κανείς η λέξη ‘αφαίρεση’ στην τέχνη είναι ένας μικρός πλεονασμός, δεδομένου ότι η αντίληψή μας για την πραγματικότητα έχει εξ’ ορισμού αφαίρεση. Εννοώ ότι μόνο αφαιρετικά μπορούμε να συλλάβουμε τον κόσμο γύρω μας, ούτως ή άλλως, πόσο μάλλον όταν αποπειρόμαστε να τον αποδώσουμε με οποιοδήποτε μέσο. Έτσι, δεν θα λέγαμε ότι κι η πιο ρεαλιστική αποτύπωση εμπεριέχει αφαίρεση;
Βέβαια καταλαβαίνουμε την ανάγκη, που υπήρξε να τεθεί ως αίτημα η έννοια της αφαίρεσης και να επανανοηματοδοτηθεί ο όρος στη σύγχρονη ιστορία, εφόσον από το 19ο αιώνα και μετά εδραιώνεται η φωτογραφία ως κύριο μέσο καταγραφής της πραγματικότητας απέναντι στη ρεαλιστική ζωγραφική απεικόνιση.
Επίσης, αν κοιτάξει κανείς σε διάφορους πολιτισμούς από την αρχαιότητα ως σήμερα, από τους εκρηκτικούς Βίσωνες του Λασκώ ως τους πίνακες του Rothko, εντοπίζει την αφαίρεση, που συμβαίνει αναπόφευκτα για χάρη της έκφρασης. Θα μπορούσαμε πολλά ακόμα να πούμε εδώ, απλά, ας σημειώσω πως η αφαίρεση δεν είναι σκοπός στο έργο μου, αλλά ίσως ένα όχημα για να ειπωθούν ή και όχι μερικές αλήθειες.
– Έχεις κοντά σου την Πάτρα αλλά επέλεξες να ζεις και εργάζεσαι στο Αίγιο. Πώς είναι για έναν καλλιτέχνη να δραστηριοποιείται εκτός του ιστού της μεγαλούπολης;
Το Αίγιο είναι ένα μέρος που συνδυάζει βουνό και θάλασσα. Η ποιότητα ζωής δίπλα στη φύση δεν συγκρίνεται με αυτή στα μεγάλα αστικά κέντρα. Έχω οργανώσει εδώ το εργαστήριό μου και με καλύπτει, για την ώρα, τουλάχιστον.
Πέρα απ’ αυτό, το Αίγιο βρίσκεται κοντά στην Πάτρα και στην Αθήνα και μετακινούμαι τακτικά για να παρακολουθώ τα πολιτιστικά και κοινωνικά δρώμενα και να βλέπω τους φίλους μου. Είμαι υπέρ της κινητικότητας. Μ’ αρέσει να ταξιδεύω εντός κι εκτός Ελλάδας και να αλλάζω παραστάσεις. Δεν αποκλείω να ξαναφύγω μελλοντικά.
– Μιας και ανήκεις στη νέα γενιά καλλιτεχνών, ποια πιστεύεις ότι θα πρέπει να είναι τα πρώτα βήματα στο ξεκίνημα μιας καριέρας;
Θεωρώ ως πιο σημαντικό να έχει κανείς εμπιστοσύνη στο έργο του και να μην τα παρατά παρά τις αντιξοότητες. Ο πολιτισμός έχει χτυπηθεί αλύπητα τα τελευταία χρόνια και ο δρόμος δεν είναι εύκολος, μάλλον αποτρεπτικός, για τους νέους, είτε από την άποψη του βιοπορισμού, είτε από την άποψη της ηθικής απαξίωσης της προσφοράς τους από την πολιτεία. Από εκεί και πέρα, δεν υπάρχουν συνταγές γιατί εξαρτάται τι πορεία θέλει να ακολουθήσει ο κάθε καλλιτέχνης σ’ αυτό το χώρο.
Για μένα, έχει σημασία να αναζητήσουμε τις ‘συγγένειές’ μας, ποιο έργο μας αφορά, με ποιους καλλιτέχνες θέλουμε να συνδιαλεγόμαστε, ποιοι μπορούν να μας υποστηρίξουν και σε ποιους απευθυνόμαστε. Αν το έργο έχει ειλικρίνεια και ποιότητα, αργά ή γρήγορα, θα βρει το δρόμο του. Το κάθε επαγγελματικό βήμα φέρνει το επόμενο. Απορρίψεις και κωλύματα θα υπάρξουν, είναι δεδομένο. Δεν χρειάζεται φόβος, ούτε και υπεροψία, βέβαια.
-Τι εκτιμάς για την αγορά της Τέχνης στην Ελλάδα; Κάνε μια σύγκριση με την αγορά της Μ. Βρετανίας… Υπάρχει ανταπόκριση σε νέους καλλιτέχνες;
Για να έρθει σε επαφή το κοινό με τους καλλιτέχνες, χρειάζεται μεγαλύτερη εκπροσώπηση τους από τους χώρους τέχνης, κάτι που σταδιακά ξαναγίνεται μετά το τέλος της πανδημίας. Η σταθερή προτίμηση γνωστών γκαλερί και ιδρυμάτων στην προβολή και προώθηση του έργου ορισμένων καλλιτεχνών, είτε ενός πιο ‘πιασάρικου’ pop ύφους, είτε καλά εδραιωμένων ως ‘μεγάλων ονομάτων’ στην αγορά της τέχνης, ήταν ένα φαινόμενο που ίσχυε στην Αθήνα, απ’ όσο ξέρω, αλλά επιδεινώθηκε μεταξύ των lockdown. Εύλογο,μεν, λόγω του μικρότερου οικονομικού ρίσκου σε εποχές στερημένες από υποστήριξη στον πολιτισμό, τόσο άδικο, δε, για το ξεκίνημα των νέων και πολλά υποσχόμενων.
Στην Αγγλία υπάρχει μία τάση να αξιοποιούνται υποβαθμισμένοι χώροι, όπως: εγκαταλελειμμένα μαγαζιά, πρώην τράπεζες και σχολεία και, συχνά, με κρατικές επιχορηγήσεις να μετατρέπονται σε γκαλερί ή εναλλακτικούς πολυχώρους, τους οποίους, συνήθως, διαχειρίζονται καλλιτέχνες. Μ’ αυτόν τον τρόπο, αναδυόμενοι εικαστικοί παρουσιάζουν το έργο τους χωρίς να τους απασχολεί άμεσα η εμπορικότητα. Είναι μια τίμια τακτική, που τους κάνει πιο εύκολα ανιχνεύσιμους από free-lance επιμελητές και συλλέκτες.
Αυτή η τάση έρχεται κι εδώ. Κάποιες αίθουσες και χώροι είναι πιο συμπεριληπτικοί και δίνουν βήμα σε νέους δημιουργούς και επιμελητές εκθέσεων που κάνουν πολύ καλή δουλειά. Αντίστοιχα, υπάρχει ένα υποψιασμένο κοινό που παρακολουθεί εκθέσεις , εντοπίζει το έργο και αγοράζει με βάση την αισθητική και την ποιότητα, πέραν απ’ το στάδιο της καριέρας του εικαστικού.
– Η δύναμη του διαδικτύου και των social media πώς πιστεύεις ότι έχει επηρεάσει την αγορά της Τέχνης σε παγκόσμιο επίπεδο;
Η τέχνη έχει ένα ίδιον: είναι πολύ δημοκρατική. Δεν μπορούμε να αποδείξουμε την κακογουστιά ή το ‘άτεχνο’. Στο σύγχρονο κόσμο της τέχνης όλα γίνονται αποδεκτά, αρκεί να εμπίπτουν σε ένα εννοιολογικό πλαίσιο. Στο διαδίκτυο συναντάς αυτό ακριβώς. Τα πάντα για όλα τα γούστα. Χρειάζεται παιδεία και καλό ένστικτο για να αναγνωρίσει κανείς την ποιότητα.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα μέσο που ευνοεί την ορατότητα του έργου των καλλιτεχνών και διευκολύνει την προσέγγισή τους απ’ το κοινό, χωρίς ιδιαίτερη διαμεσολάβηση. Σίγουρα, πάντως, η έκθεση των έργων σε ‘virtual’ μορφή, με τίποτα, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη φυσική παρουσίαση και αυτό έγινε καλά αντιληπτό κατά τη διάρκεια των lockdown.
-Πώς αντιλαμβάνεσαι / οραματίζεσαι το αύριο στην Τέχνη σου; Ποια είναι τα σχέδιά σου για το άμεσο μέλλον;
-Είμαι χαρούμενη που έχουμε ξεφύγει απ’ την εποχή της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων και υπάρχει η αίσθηση της ελευθερίας. Αυτό επηρεάζει και την καλλιτεχνική παραγωγή. Αυτή την περίοδο, ετοιμάζω νέα δουλειά με κατεύθυνση την πρώτη ατομική μου έκθεση που θα γίνει στο Κέντρο Τεχνών Μετς τον Δεκέμβριο.
Ακόμη, προσβλέπω στο να παρουσιάζω το έργο μου σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπως ήταν η πολύ πρόσφατη συμμετοχή μου στο Discovery Art Fair στην Κολωνία στο περίπτερο του Κέντρου Τεχνών Μετς, που επιμελήθηκε η Νιόβη Κρητικού.
Who is who
Η Εμμέλεια Φιλιπποπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1994 και μεγάλωσε στο Αίγιο.
Αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας το 2017, όπου εισήχθη ως ταλέντο, ενώ το 2019 έλαβε τον τίτλο Master από το Manchester School of Art στην Αγγλία.
Την ίδια χρονιά διοργάνωσε ένα δωδεκαήμερο πρόγραμμα φιλοξενίας καλλιτεχνών με τελική έκθεση με τίτλο ‘In Site’, στη Νίσυρο, υπό την αιγίδα του Δήμου Νισύρου και τη συγχρηματοδότηση του MSoA.
Ακόμη, έχει σπουδάσει κλασική κιθάρα, αποκτώντας δίπλωμα το 2018.
Έχει συμμετάσχει σε εκθέσεις και φεστιβάλ και έχει πραγματοποιήσει συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Επίσης, έχει εργαστεί ως σκηνογράφος και performer για τη σκηνή ‘Το Τρένο στο Ρουφ’ και ως δασκάλα σχεδίου/ζωγραφικής.
Το σώμα της δουλειάς της περιλαμβάνει ζωγραφική, εγκαταστάσεις και live performance, ενώ βασική ιδέα, που διατρέχει μεγάλο μέρος του έργου της, είναι το ‘προσωρινό’ της ζωής και η φθορά της ύλης μπροστά στην αιωνιότητα του συνεχώς εναλλασσόμενου φυσικού κόσμου.
Περισσότερα για τις εκθέσεις της Εμμέλειας Φιλιππποπούλου εδώ