Το εποπτικό πράσινο φως αναμένουν οι τράπεζες για να μεγεθύνουν τα δανειακά τους χαρτοφυλάκια με προβληματικά ανοίγματα που πούλησαν ή τιτλοποίησαν τα προηγούμενα χρόνια και πλέον εξυγιαίνονται κατόπιν ενεργειών των servicers.
Σύμφωνα με πηγές από τις εταιρείες που διαχειρίζονται κόκκινα δάνεια, πρόκειται για μία αγορά που όταν ανοίξει μπορεί να αποτελέσει game changer για τον κλάδο, δίνοντας τη δυνατότητα στα πιστωτικά ιδρύματα να «αγοράσουν» έντοκα έσοδα με λίγες συναλλαγές.
Αυτή τη στιγμή, οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι διαθέτουν επάρκεια κεφαλαίων που θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για αυτό το σκοπό, οδηγώντας σε σημαντική βελτίωση της οργανικής τους κερδοφορία.
Προς τον παρόν ο SSM δεν έχει επιτρέψει τη διενέργεια αυτού του τύπου των μεταβιβάσεων, επικαλούμενος τον ηθικό κίνδυνο, ωστόσο εκτιμάται ότι το αργότερο έως και το 2026 θα δώσει τις απαραίτητες εγκρίσεις.
Ορισμένοι δεν αποκλείουν μάλιστα οι πρώτες συναλλαγές να καταγραφούν μέσα στην επόμενη χρονιά.
Ο όγκος των δανείων στις τράπεζες
Εκτιμάται ότι σε βάθος 3 – 5 ετών θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα δάνεια συνολικού ύψους έως και 15 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για ένα σημαντικό μέγεθος της τάξης των 3 – 5 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, το οποίο θα έρθει να προστεθεί στην καθαρή πιστωτική επέκταση από τις νέες χρηματοδοτήσεις.
Η τελευταία, με βάση τα business plans των συστημικών ομίλων, τοποθετείται στην περιοχή των 8 δισ. ευρώ αθροιστικά. Άρα οι επιστροφές πρώην κόκκινων δανείων θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πολύ υψηλά επίπεδα τα σχετικά μεγέθη.
Με τον τρόπο αυτό, οι τράπεζες θα επιτύχουν να χρησιμοποιήσουν με αποτελεσματικό τρόπο τα κεφάλαιά τους, για την αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους, κατά την περίοδο του φθηνού χρήματος που βρίσκεται προ των πυλών.
Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς που έχουν παρουσιάσει, ένα μεγάλο μέρος των απωλειών που θα καταγραφούν στο επιτοκιακό τους εισόδημα από το υφιστάμενο απόθεμα χορηγήσεων, λόγω της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, θα αναπληρωθεί από την αύξηση των συνολικών υπολοίπων.
Άρα πέραν των νέων δανείων που θα χορηγήσουν, με το πράσινο φως του SSM για την επαναγορά των πρώην κόκκινων χορηγήσεων, θα δημιουργηθεί μία νέα δεξαμενή για να πετύχουν τα πλάνα τους.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των ανοιγμάτων δε, είναι ενυπόθηκα, με χαμηλό δείκτη υπολοίπου προς αξία ενεχύρων μετά το κούρεμα που εφαρμόστηκε και με δόσεις προσαρμοσμένες στις οικονομικές δυνατότητες των οφειλετών.
Ως εκ τούτου, η αύξηση των δανειακών τους χαρτοφυλακίων θα μπορεί να γίνει με αρκετά ασφαλή τρόπο, όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο. Εκτιμάται ότι σε βάθος 3 – 5 ετών θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα δάνεια συνολικού ύψους έως και 15 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ένα σημαντικό μέγεθος της τάξης των 3 – 5 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, το οποίο θα έρθει να προστεθεί στην καθαρή πιστωτική επέκταση από τις νέες χρηματοδοτήσεις.
Οι ρυθμίσεις
Οι servicers προετοιμάζονται για αυτές τις συναλλαγές και έχουν δημιουργήσει ειδικά συστήματα καταγραφής του βαθμού εξυπηρέτησης των ανοιγμάτων που διαχειρίζονται κατά τα πρότυπα της ΕΒΑ.
Έτσι, όταν έλθει η ώρα, θα έχουν έτοιμες τις κατηγοριοποιήσεις του συνόλου των προς πώληση δανείων, ώστε να διατεθούν όσα έχουν συμπληρώσει 3 τουλάχιστον συναπτά έτη ομαλών αποπληρωμών.
Ταυτόχρονα, συνεχίζουν με εντατικό ρυθμό τις ρυθμίσεις, τόσο στα δάνεια που παραμένουν στους τραπεζικούς ισολογισμούς, όσο και εκείνα που έχουν τιτλοποιηθεί ή πουληθεί κατά τη φάση εξυγίανσης του συστήματος.
Στο πρώτο μισό του 2024 έφθασαν τα 3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων πάνω από 2 δισ. ευρώ προέρχονται από μη τραπεζικά χαρτοφυλάκια
Κατά τη διάρκεια του 2023 προχώρησαν σε αναδιαρθρώσεις οφειλών συνολικού ύψους 6,5 δισ. ευρώ, ενώ εφέτος η χρονιά αναμένεται να κλείσει με ρυθμίσεις της τάξης των 5 δισ. ευρώ.
Ήδη στο πρώτο μισό του 2024 έφθασαν τα 3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων πάνω από 2 δισ. ευρώ προέρχονται από μη τραπεζικά χαρτοφυλάκια.
Επί του συνόλου, τα 2,7 δισ. ευρώ αφορούν διμερείς ρυθμίσεις και ρυθμίσεις του Ν.3869 («νόμος Κατσέλη») και τα υπόλοιπα συμφωνίες με τους δανειολήπτες στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού.