Μετά τις απόλυτα επιτυχημένες διαδικασίες αποεπένδυσης του Δημοσίου από Eurobank, Alpha Bank, Εθνική Τράπεζα και οσονούπω την Τράπεζα Πειραιώς, σε συνδυασμό επί την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας, οι διοικήσεις των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων εξετάζουν τα επόμενα στρατηγικά βήματά τους, με σημαντικότερο την ανταμοιβή των μετόχων τους.

Υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή τονίζει στο Radar ότι «η επιτυχημένη διάθεση του 22% της Εθνικής Τράπεζας από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας με την προσέλκυση αρκετών από τα μεγαλύτερα funds του πλανήτη και η πώληση του 9% της Alpha Bank στη UniCredit, τον πρώτο μεγάλο ξένο όμιλο που επενδύει στην Ελλάδα από το 2006, καταδεικνύουν ότι πλέον οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιστρέψει στην κανονικότητα και προσθέτει ότι πλέον έχει έρθει η ώρα να ανάψει το πράσινο φως από τον επόπτη για τη διανομή μερίσματος από τα κέρδη της εφετινής χρήσης».

Σε εξέλιξη οι συζητήσεις

Σύμφωνα με πληροφορίες, οι συζητήσεις των διοικήσεων των συστημικών τραπεζών με τον εποπτικό βραχίονα της ΕΚΤ, τον SSM, έχουν ξεκινήσει και πλέον δεν διαφαίνεται να εκφράζονται σοβαρές επιφυλάξεις για την επιχειρούμενη επιστροφή κεφαλαίου στους μετόχους.

Οι ίδιες πληροφορίες τοποθετούν τον τελικό γύρο συζητήσεων αμέσως μετά την ανακοίνωση των οικονομικών αποτελεσμάτων του 2023, που είναι προγραμματισμένη για τις αρχές της νέας χρονιάς και πριν από τις ετήσιες γενικές συνελεύσεις του ερχόμενου καλοκαιριού.

Μέσα στην εβδομάδα ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς, Χρήστος Μεγάλου, ανέφερε ότι προσφάτως ο SSM, αναγνωρίζοντας την προσπάθεια εξυγίανσης της τράπεζας, έδωσε το «πράσινο φως» για την επαναγορά πέντε εκατομμυρίων μετοχών, διαδικασία η οποία θα επαναληφθεί και εφέτος, ενώ συνεχίζονται οι συζητήσεις για τη διανομή μερίσματος 10% από τα κέρδη του 2023 (σ.σ.: 700 εκατ. ευρώ), με τις σχετικές εγκρίσεις να αναμένονται στη γενική συνέλευση των μετόχων τον προσεχή Ιούνη.

Ενδεικτικό της στρατηγικής που ήδη καταστρώνουν οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι είναι το γεγονός ότι στο σύνολό τους έχουν ήδη εγγράψει προβλέψεις για το μέρισμα που στοχεύουν να διαθέσουν, το οποίο κατά περίπτωση θα κινηθεί μεταξύ 10% – 30% επί της μετά από φόρους κερδοφορίας του 2023.

Όπως προκύπτει από τις παρουσιάσεις τους, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας ακόμη και μετά τη διανομή του, διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα, αρκετά πάνω από τα ελάχιστα όρια, ενώ με ασφάλεια επιτυγχάνονται και οι στόχοι MREL.

Ισχυρό όπλο σε αυτή την προσπάθεια αποτελούν τόσο τα εντυπωσιακά κέρδη της διετίας 2022 – 2023, που κατά πάσα πιθανότητα θα κινηθούν στη ζώνη των 7,5 δισ. ευρώ, όσο και οι εκδόσεις ομολόγων, οι οποίες παρά το ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον και την άνοδο των επιτοκίων συνεχίζονται χωρίς αποκλίσεις και με βάση τον υφιστάμενο προγραμματισμού.

Επαναγορά μετοχών μελετά η ΕΤΕ

Την ίδια στιγμή σε συζητήσεις με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) βρίσκεται η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας, με αντικείμενο το ενδεχόμενο να επιτραπεί, κατά το προηγούμενο της Eurobank, πρόγραμμα επαναγοράς, το οποίο θα αφορά μόνο σε μετοχές κυριότητας ΤΧΣ.

Κατά τις πρόσφατες παρουσιάσεις, πριν τη διάθεση του 22% από το ΤΧΣ, η διοίκηση της Εθνικής αναφέρθηκε στους υποψήφιους επενδυτές, στο ενδεχόμενο, ως «εργαλείο» περαιτέρω μείωσης της συμμετοχής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στο μετοχικό της κεφάλαιο.

Η αναφορά του θέματος σε ομαδικές παρουσιάσεις δείχνει ότι έχει προηγηθεί προεργασία με τον SSM για το ζήτημα.

Μετά τη διάθεση του 22%, το ΤΧΣ κατέχει το 18,39% της Εθνικής.

Μικρό μέρος του παραπάνω ποσοστού ( σ.σ. ως 5%) θα μπορούσε να επαναγορασθεί από την τράπεζα και να ακυρωθεί, στο πλαίσιο μιας συνολικής πολιτικής επιβράβευσης μετόχων, εφόσον το επιτρέψει ο SSM.

Οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν ενόψει της τακτικής γενικής συνέλευσης του 2024.

Την ίδια στιγμή η διοίκηση της Ενικής Τράπεζας έχει ενημέρωση τους επενδυτές για την πρόθεση διανομής μερίσματος για την χρήση 2023, που θα αντιστοιχεί σε περίπου 25% με 30% των καθαρών κερδών, εφόσον, όμως, εγκριθεί από τη Φρανκφούρτη πρόγραμμα επαναγοράς μετοχών ΤΧΣ, με σκοπό την ακύρωση, το ύψος του μερίσματος μπορεί να μεταβληθεί καθώς η ακύρωση μετοχών συνεπάγεται έμμεση αξία για τους μετόχους.

Η επίδραση της αναβάθμισης

Αναφερόμενοι στη βελτίωση του κλίματος στην εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά και την επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στην κανονικότητα, τραπεζικές πηγές υπογραμμίζουν τη σημασία ανακατάληψης της επενδυτικής βαθμίδας από το ελληνικό δημόσιο, που συμπαρασύρει και τις αξιολογήσεις των τραπεζών.

Μετά την επιτυχημένη διάθεση των μετοχών της Εθνικής Τράπεζας και της Alpha Bank, μία ακόμη γεύση της θετικής επίδρασης της τελευταίας αναβάθμισης από τον οίκο Standard &Poor’s πήρε η αγορά από την επιτυχημένη έκδοση ομολόγου υψηλής προεξοφλητικής προτεραιότητας (Senior Preferred) που δρομολόγησε μέσα στην εβδομάδα η Eurobank.

Η έκδοση, ύψους 500 εκατ. ευρώ, υπερκαλύφθηκε κατά 3 φορές ενώ συνολικά υποβλήθηκαν προσφορές 1,6 δισ. ευρώ, γεγονός που επέτρεψε τη μείωση της απόδοσης του τίτλου στο 5,875% ετησίως έναντι 6,25% που ήταν η αρχική ενδεικτική προσφορά.

Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, η έκδοση προσέλκυσε ισχυρή ζήτηση από ξένους επενδυτές με σημαντική γεωγραφική διασπορά, καθώς η τράπεζα συγκέντρωσε τελικές εντολές από 101 διαφορετικούς επενδυτές.

Άντληση 3 δισ. ευρώ από τις αγορές

Συνολικά από τις αρχές του 2023 οι τράπεζες έχουν αντλήσει μέσα από εκδόσεις ομολόγων κεφάλαια ύψους περίπου τριών δισ. ευρώ, με τον σχεδιασμό για νέα έξοδο στις διεθνείς αγορές να επιταχύνεται, μεταξύ άλλων, και από την επιστροφή της Ελλάδας στο «κλαμπ» των χωρών με επενδυτική βαθμίδα.

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), όλες οι τράπεζες έχουν ήδη αναλάβει πρωτοβουλίες με στόχο την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (Minimum Requirements for Own Funds and Eligible Liabilities – MREL) έως και το τέλος του 2025.

«Στο πλαίσιο αυτό, το α΄ εξάμηνο του 2023, συνεχίζοντας την τάση των προηγούμενων δύο ετών και παρά τη σημαντική αύξηση των αποδόσεων, τα ελληνικά σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα προχώρησαν σε εκδόσεις ομολόγων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, ονομαστικής αξίας 1,5 δισ. ευρώ (+500 εκατ. ευρώ το νέο ομόλογο της Eurobank), καθώς και σε εκδόσεις ομολόγων χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, ονομαστικής αξίας 400 εκατ. ευρώ (+500 εκατ. ευρώ της έκδοσης Tier 2 της Εθνικής Τράπεζας)», σημειώνει χαρακτηριστικά στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και συνεχίζει: «Η έκδοση μη καλυμμένου χρέους αναμένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, όχι μόνο λόγω των απαιτήσεων του MREL, αλλά και ως εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης, δεδομένης της σταδιακής μείωσης της εξάρτησης από το Ευρωσύστημα, με την αποπληρωμή του δανεισμού μέσω των πράξεων TLTRO III».

Διαβάστε ακόμη: