Ξεκίνησε χθες ο τριήμερος κύκλος επαφών των διοικήσεων των τεσσάρων μεγάλων τραπεζικών ομίλων της χώρας στο Λονδίνο, στο πλαίσιο του χρηματοοικονομικού συνεδρίου της BofA, προσφέροντας μία ακόμη ευκαιρία παρουσίασης των προοπτικών τους στη διεθνή επενδυτική κοινότητα.
Το ενδιαφέρον επενδυτών και αναλυτών για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο διαφάνηκε σημαντικό από την πρώτη ημέρα των σχετικών εργασιών.
Η νομισματική πολιτική
Οι παρουσιάσεις και οι συναντήσεις που θα πραγματοποιηθούν μέχρι την Παρασκευή έρχονται σε μία ιδιαίτερη συγκυρία για το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς έχει εκκινήσει η διαδικασία χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής.
Όπως επισημαίνουν αναλυτές, μετά από μία διετία ισχυρών επιδόσεων, λόγω της αύξησης των επιτοκίων που οδήγησε τα έσοδα των ευρωπαϊκών τραπεζών σε πολυετή υψηλά, το στοίχημα της επόμενης ημέρας αποτελεί η συνέχιση των υψηλών πτήσεων σε επίπεδο κερδοφορίας και κατά την περίοδο του φθηνότερου χρήματος που έρχεται.
Αναθεώρηση στόχων
Στο πλαίσιο αυτό, τονίζουν οι ίδιοι κύκλοι, οι Έλληνες τραπεζίτες θα έχουν την δυνατότητα να παρουσιάσουν τις θετικές προοπτικές εξέλιξης των αποτελεσμάτων τους στις επόμενες χρήσεις.
Μαγιά αυτών των παρουσιάσεων θα αποτελέσουν οι αναθεωρημένοι στόχοι των επιχειρησιακών πλάνων της περιόδου 2024 – 2026, που δόθηκαν στη δημοσιότητα των περασμένο Αύγουστο, κατά την ανακοίνωση των οικονομικών καταστάσεων του α΄ εξαμήνου του 2024.
Τραπεζικές πηγές τονίζουν πως υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα για να πείσουν τα θεσμικά χαρτοφυλάκια ότι το πάρτι της ισχυρής κερδοφορίας και της υψηλής απόδοσης των κεφαλαίων τους δε θα σταματήσει με την επαναφορά των παρεμβατικών δεικτών της ΕΚΤ σε ένα νέο χαμηλότερο σημείο ισορροπίας.
Η διατήρηση των σχετικών δεικτών σε ικανοποιητικά επίπεδα, που αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την εφαρμογή μίας γενναιόδωρης μερισματικής πολιτικής, είναι κατά τους ίδιους κύκλους, απολύτως εφικτή.
Το σχέδιο
Ειδικότερα, οι απώλειες στα έσοδα από το υφιστάμενο απόθεμα δανείων, που είναι αναπόφευκτες, μιας και το μεγαλύτερο μέρος του είναι κυμαινόμενου επιτοκίου, θα αναπληρωθεί με ποικίλους τρόπους:
– Πρώτον, από τη μεγέθυνση του ενεργητικού, δια της ενίσχυσης των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης.
Σημαντικό είναι το γεγονός ότι όλες οι ελληνικές τράπεζες δραστηριοποιούνται σε αγορές με ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον (Ελλάδα, Κύπρος, Βουλγαρία), στις οποίες αναμένεται αύξηση των επενδύσεων τα επόμενα χρόνια.
Ως εκ τούτου οι προοπτικές για ενίσχυση της χρηματοδότησης, στο νέο τοπίο χαμηλότερων επιτοκίων, είναι ισχυρές.
– Δεύτερον, οι ελληνικοί όμιλοι διατηρούν σημαντικά περιθώρια αύξησης των εσόδων τους από μη τοκοφόρες εργασίες, με την ανάπτυξη της παραγωγής στους τομείς της διαχείρισης επενδύσεων και των τραπεζοασφαλιστικών προγραμμάτων.
Η σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες είναι ενδεικτική των περιθωρίων βελτίωσης των επιδόσεών τους.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΚΤ, το ποσοστό των καθαρών εσόδων από προμήθειες στα συνολικά τους έσοδα βρίσκεται στο 17,3% έναντι 28,8% κατά μέσο όρο στα σημαντικά ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα.
Τρίτον, ως μαξιλαράκι ασφαλείας λειτουργεί η δομή του παθητικού του εγχώριου κλάδου, που επιτρέπει τη συρρίκνωση των επιτοκιακών εξόδων.
Αυτή θα καταστεί εφικτή μέσω της μείωσης των καταθετικών επιτοκίων, προς την κατεύθυνση ελαχιστοποίησης της επιβάρυνσης από την αποταμιευτική βάση, αλλά και δια του περιορισμού του κόστους των ομολογιακών εκδόσεων.
Μετά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις των ελληνικών ομίλων στην επενδυτική κατηγορία και τη μείωση των ευρωπαϊκών επιτοκίων που θα συνεχιστεί, οι τράπεζες αναμένεται να προχωρήσουν σε μπαράζ εκδόσεων νέων ομολόγων για την αναχρηματοδότηση παλαιών ακριβότερων τίτλων.
Τέταρτον, όφελος μπορούν να έχουν από τον περαιτέρω περιορισμό του κόστους λειτουργίας.
Οι δαπάνες
Οι διοικήσεις των συστημικών ομίλων έχουν να επιδείξουν σημαντικές επιτυχίες σε αυτό το μέτωπο, οι οποίες οδήγησαν τις δαπάνες τους σε πολυετή χαμηλά.
Είναι χαρακτηριστικό, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ, πως ο δείκτης κόστος προς έσοδα είναι στην Ελλάδα χαμηλότερος του 33%, ενώ κατά μέσο όρο στην Ευρώπη ξεπερνά το 54%.
Οι σχετικές δράσεις, με οικειοθελή προγράμματα αποχώρησης εργαζομένων και αναδιάρθρωσης του δικτύου των καταστημάτων, θα συνεχιστούν τα επόμενα χρόνια.