Με ισχυρό σύμμαχο τα υψηλά επιτόκια, οι τέσσερεις συστημικές τράπεζες ξεκίνησαν χθες την δημοσίευση των οικονομικών τους αποτελεσμάτων για το εννεάμηνο του 2023.

Τον χορό άνοιξαν χθες η Alpha Bank και η Τράπεζα Πειραιώς ενώ ακολουθούν την Τρίτη 7 Νοεμβρίου η Eurobank και η Εθνική Τράπεζα.

Όπως εξηγεί στο Radar έμπειρος τραπεζικός αναλυτής «βασικός καταλύτης της βελτίωσης των αποτελεσμάτων αποτελεί η διευρυνόμενη από τρίμηνο σε τρίμηνο διαφορά μεταξύ των επιτοκίων σε καταθέσεις και δάνεια, η οποία οδηγεί σε ολοένα και υψηλότερα επίπεδα τα οργανικά έσοδα.

Ταυτόχρονα, προσθέτει ο ίδιος, τα κόστη, τόσο τα λειτουργικά, όσο και εκείνα που σχετίζονται με τον πιστωτικό κίνδυνο, παραμένουν υπό απόλυτο έλεγχο, κόντρα στον πληθωρισμό και στις διαδοχικές αυξήσεις των δόσεων στα υφιστάμενα υπόλοιπα».

Τα αποτελέσματα γ’ τριμήνου θα είναι ακόμη περισσότερο ευνοημένα από τις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ, με αποτέλεσμα τα αυξημένα επιτοκιακά έσοδα να «αποδώσουν» τριμηνιαία κερδοφορία της τάξεως των 250 – 300 εκατ. ευρώ τουλάχιστον για την καθεμία από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.

Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμάται ότι τα κέρδη που θα παρουσιάσουν οι τράπεζες για το εννεάμηνο θα υπερβούν το 1,2 δισ. ευρώ.

Καθαρά έσοδα 6 δισ. ευρώ

Σύμφωνα με αναλυτές η εικόνα από αυτό το μέτωπο θα είναι βελτιωμένη στο γ΄ τρίμηνο της τρέχουσας χρήσης, ανεβάζοντας το καθαρό επιτοκιακό εισόδημα στη ζώνη των 6 δισ. ευρώ, για την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου.

Με αυτά τα δεδομένα, τονίζουν οι ίδιοι κύκλοι, στο πιο πιθανό σενάριο, η χρονιά θα κλείσει για τους συστημικούς ομίλους με καθαρά κέρδη που θα προσεγγίσουν τα 4 δισ. ευρώ.

Όπως σημειώνουν, σε Εθνική Τράπεζα και Eurobank θα υπερβούν το 1 δισ. ευρώ, ενώ λίγο χαμηλότερα από αυτά τα επίπεδα θα κινηθούν σε Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς.

Πρόκειται για μία εντυπωσιακή επίδοση, καθώς δίχως τα έκτακτα αποτελέσματα των 1,9 δισ. ευρώ που σημειώθηκαν το 2022, η εφετινή κερδοφορία θα είναι υψηλότερη κατά 8% περίπου.

Οι καταλύτες και το άμεσο μέλλον

Αναμφίβολα καταλύτης για την ενίσχυση των μεγεθών των τραπεζών αποτελεί η επιτοκιακή πολιτική που ακολουθούν.

Από τη μία πλευρά στα δάνεια, με εξαίρεση τις ενήμερες χορηγήσεις της στεγαστικής πίστης, οι αναπροσαρμογές των επιτοκίων γίνονται αυτόματα, καθώς τα περισσότερα, σε ποσοστό άνω του 90%, είναι συνδεδεμένα με τους διατραπεζικούς δείκτες euribor.

Την ίδια στιγμή η αύξηση των αποδόσεων στις καταθέσεις είναι υποπολλαπλάσια, περιορίζοντας την άνοδο των εξόδων για τόκους.

Σύμφωνα με χρηματιστηριακά γραφεία, η μεγάλη εικόνα δεν θα αλλάξει μέχρι να ξεκινήσει η αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού στην ευρωζώνη, η οποία δεν αναμένεται πριν το καλοκαίρι του 2024.

Ενδεχομένως να υπάρξουν κάποιες περαιτέρω αυξήσεις στα προθεσμιακά επιτόκια, ωστόσο με δεδομένα τα υψηλά αποθέματα ρευστότητας οι σχετικές κινήσεις θα είναι περιορισμένης κλίμακας.

Διαχειρίσιμα τα κόκκινα δάνεια

Αν μια άνοδος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, ειδικά μετά τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές θα προκαλούσε πίεση στα οικονομικά αποτελέσματα, τραπεζικές πηγές σημειώνουν ότι τα σχετικά μεγέθη είναι μικρά για να οδηγήσουν σε υπέρμετρη αύξηση των προβλέψεων.

Όπως επισημαίνουν κύριο χαρακτηριστικό των αποτελεσμάτων γ’ τριμήνου θα είναι οι πολύ περιορισμένες εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, πολύ μικρότερες από τις προβλέψεις που είχαν κάνει οι τράπεζες.

Και αυτό είναι αποτέλεσμα της μείωσης της ανεργίας, της καλοκαιρινής περιόδου που φέρνει έσοδα από τον τουρισμό, αλλά και γλυτώνει από έξοδα (π.χ. πετρέλαιο), καθώς επίσης και των διαφόρων pass που ενισχύουν το εισόδημα των νοικοκυριών απέναντι στον πληθωρισμό.

Σημειώνεται ότι παρά τα περιορισμένα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και παρ’ ότι έχει μειωθεί σε χαμηλότερα επίπεδα το κόστος πιστωτικού κινδύνου (κινείται στις 70 – 80 μονάδες βάσης), το ύψος των προβλέψεων που τελικά έχουν σχηματίσει οι τράπεζες είναι σχετικά υψηλό.

Όπως εκτιμάται, οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις θα κινηθούν περίπου σε 1 δισ. ευρώ, με τους τραπεζίτες να αναφέρουν ότι οι τράπεζες χτίζουν buffers για το 2024 ενόψει δυσκολότερων συνθηκών.

Δεν πιάνονται οι στόχοι της πιστωτικής επέκτασης

Ωστόσο μπορεί τα υψηλά επιτόκια να εκτοξεύουν την κερδοφορία αλλά δημιουργούν και ένα σημαντικό «αγκάθι» που καλούνται να διαχειριστούν οι τράπεζες. Πρόκειται για την ασθενική πιστωτική επέκταση που δεν καλύπτει τις αποπληρωμές δανείων και που αναμένεται να περιοριστεί συνολικά στα 700 – 800 εκατ. ευρώ για το γ’ τρίμηνο, προδιαγράφοντας ότι οι τράπεζες δεν θα πετύχουν τους στόχους που είχαν θέσει για τις χορηγήσεις νέων δανείων το 2023.

Έμπειρα τραπεζικά στελέχη εμφανίζονται σχεδόν σίγουρα ότι η τάση που επικράτησε στις νέες εκταμιεύσεις τους καλοκαιρινούς μήνες δύσκολα θα αναστραφεί μέχρι το τέλος του έτους και προχωρούν σε αναπροσαρμογή των στόχων για το σύνολο του 2023, τοποθετώντας χαμηλότερα τον πήχη για την καθαρή πιστωτική επέκταση.

Η πολιτική της ΕΚΤ να αυξήσει κατακόρυφα τα επιτόκια τον τελευταίο ένα χρόνο προκάλεσε «τσουνάμι» πρόωρων αποπληρωμών δανείων από επιχειρήσεις με σημαντικά αποθέματα ρευστότητας. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα οι τράπεζες, αν και υπήρχε μεγάλη αύξηση στα νέα δάνεια, να μην μπορέσουν τελικά να εμφανίσουν μέχρι τέλος Αυγούστου καθαρή πιστωτική επέκταση.

Εκτός, όμως, από την αύξηση των επιτοκίων οι αυξημένες αποπληρωμές οφείλονται και σε έναν τεχνικό λόγο: το 2022 οι μεγάλες εταιρείες προχώρησαν σε μεγάλη αύξηση δανεισμού με κεφάλαια κίνησης ώστε να έχουν ισχυρές άμυνες σε μια σειρά από δυσμενείς εξελίξεις όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση. Όπως ήταν φυσικό, φέτος που οι συνθήκες ομαλοποιήθηκαν δεν χρειάστηκαν υψηλά αποθέματα σε κεφάλαια κίνησης, ειδικά μετά την έκρηξη των επιτοκίων που εκτόξευσε το κόστος.

Η εικόνα αυτή πάντως δεν προκαλεί ιδιαίτερο προβληματισμό στις διοικήσεις των τραπεζών που δίνουν μια τελευταία «μάχη» το τελευταίο τρίμηνο του έτους.

Αρχικά στην στεγαστική πίστη επιχειρείται προσπάθεια τόνωσης της ζήτησης με βασικό όπλο την στρατηγική συγκράτησης των επιτοκίων τόσο στα σταθερής όσο και στα κυμαινόμενης διάρκειας δανειακά προϊόντα, παρά το κλίμα ανοδικής τάσης που διαμορφώνεται από την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Στην επιχειρηματική πίστη ότι οι τράπεζες έχουν εκπονήσει μια επιθετική πολιτική χορηγήσεων για το τελευταίο τετράμηνο του έτους, ειδικά για τις επιχειρήσεις με αιχμή τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.

Στο μικροσκόπιο των τραπεζών για άνοιγμα της κάνουλας βρίσκονται επιχειρήσεις από τους κλάδους της Ενέργειας, του Τουρισμού, των Logistics, της Βιομηχανίας, των Υποδομών, της Ναυτιλίας και του Εμπορίου.

Διαβάστε ακόμη: