Τη δέσμευσή της να στηρίξει τις αγορές χρέους των ευάλωτων χωρών της ευρωζώνης, εάν πληγούν από sell off, ετοιμάζεται να ενισχύσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς ετοιμάζεται να αυξήσει τα επιτόκια για πρώτη φορά εδώ και πάνω από μια δεκαετία.
Η πλειοψηφία των 25 μελών του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ αναμένεται να υποστηρίξει πρόταση για τη δημιουργία ενός νέου προγράμματος αγοράς ομολόγων, εάν χρειαστεί για την αντιμετώπιση του κόστους δανεισμού κρατών-μελών όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, αν αυτό ξεφύγει από τον έλεγχο, σύμφωνα με πηγές που επικαλούνται οι Financial Times.
Ακόμη και χωρίς ένα νέο πρόγραμμα, η ΕΚΤ έχει ήδη επιπλέον 200 δισεκατομμύρια ευρώ να δαπανήσει για την αγορά χρέους που υφίσταται πίεση στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος αγοράς ομολόγων. Αυτά τα 200 δισ. ευρώ προέρχονται από την επίσπευση επανεπενδύσεων περιουσιακών στοιχείων που λήγουν έως και σε ένα έτος.
Σύγκρουση στην ΕΚΤ;
Οι επικεφαλής της ΕΚΤ, οι οποίοι συναντώνται στο Άμστερνταμ την Τετάρτη και την Πέμπτη, είναι πιθανό να συγκρουστούν για το πότε θα σταματήσουν να αγοράζουν περισσότερα ομόλογα. Ορισμένοι σχεδιάζουν να ζητήσουν να σταματήσουν οι αγορές από την Πέμπτη, αρκετές εβδομάδες νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα, αν και παραδέχονται ότι μόνο μια μειοψηφία μπορεί να υποστηρίξει την ιδέα.
Η κεντρική τράπεζα δέχεται πιέσεις να αντιδράσει στον πληθωρισμό-ρεκόρ και έχει μείνει πίσω από αυτές στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. Πολλά από τα γεράκια του συμβουλίου έχουν αποδεχθεί ότι θα πρέπει να παράσχουν περισσότερη υποστήριξη στις αγορές ομολόγων για να ανοίξουν τον δρόμο σε πιο επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων.
Σχεδόν όλο το συμβούλιο αποδέχεται ότι η υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική που ακολουθεί για πάνω από μια δεκαετία πρέπει να τελειώσει. Μια άνοδος τουλάχιστον 25 μονάδων βάσης είναι βέβαιο ότι θα συμβεί στην επόμενη συνεδρίαση πολιτικής της ΕΚΤ στις 21 Ιουλίου. Το επιτόκιο καταθέσεων είναι τώρα μείον 0,5%.
Ανησυχία για τις επιπτώσεις από την αύξηση επιτοκίων
Ωστόσο, ορισμένοι ανησυχούν για τις επιπτώσεις στην αγορά από την αύξηση των επιτοκίων και θέλουν μια πιο σταθερή δέσμευση για την έναρξη ενός νέου προγράμματος αγοράς ομολόγων για την αντιμετώπιση κάθε αδικαιολόγητης αύξησης του κόστους δανεισμού υπερχρεωμένων χωρών.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε σε blog τον περασμένο μήνα: «Εάν είναι απαραίτητο, μπορούμε να σχεδιάσουμε και να αναπτύξουμε νέα μέσα για να διασφαλίσουμε τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής καθώς προχωράμε στην πορεία της ομαλοποίησης της πολιτικής, όπως έχουμε δείξει πολλές φορές στο παρελθόν».
Αρκετά μέλη του συμβουλίου δήλωσαν ότι θα υποστήριζαν την προσθήκη παρόμοιας ρητορικής στη δήλωση της Πέμπτης, βασιζόμενοι σε μια υπόσχεση που δόθηκε μετά τη συνεδρίαση τον Απρίλιο να διατηρηθεί η ευελιξία, όταν ο στόχος για σταθερότητα των τιμών απειλείται «υπό συνθήκες πίεσης».
Η διαφορά μεταξύ της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου αναφοράς της Γερμανίας και της απόδοσης της Ιταλίας -ένα κριτήριο οικονομικής πίεσης που παρακολουθείται προσεκτικά στην ευρωζώνη- αυξήθηκε την περασμένη εβδομάδα στο υψηλότερο επίπεδο από το ξεπούλημα στις αγορές ομολόγων της Νότιας Ευρώπης στην αρχή της πανδημίας το 2020.
Η κεντρική τράπεζα έχει δηλώσει ότι το συνεχιζόμενο πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων ύψους 20 δισεκατομμυρίων ευρώ ανά μήνα δεν θα τελείωνε μέχρι τις αρχές Ιουλίου και μόνο «λίγο καιρό» μετά από αυτό θα εξετάσει το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής που σχεδιάζουν να ζητήσουν τον άμεσο τερματισμό των πρόσθετων αγορών ομολόγων αυτή την εβδομάδα πιστεύουν ότι δεν υπάρχει πλέον καμία δικαιολογία για τη συνέχιση μιας πολιτικής που έχει σχεδιαστεί για την τόνωση του πληθωρισμού. Άλλοι επέμειναν ότι ήταν πιο αξιόπιστο να τηρηθεί το σχέδιο και η αγορά ομολόγων να συνεχιστεί μέχρι τις αρχές Ιουλίου. Η ΕΚΤ αρνήθηκε να σχολιάσει.
Η ΕΚΤ έχει αγοράσει συνολικά περισσότερα από 4,9 τρισ. ευρώ ομόλογα, που ισοδυναμούν με πάνω από το ένα τρίτο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της ευρωζώνης, από τότε που ξεκίνησε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για την αντιμετώπιση της διπλής απειλής του αποπληθωρισμού και της κρίσης δημόσιου χρέους το 2014.