Την ενοχή του πρώην υπουργού Γιάννου Παπαντωνίου, της συζύγου του Σταυρούλας Κουράκου και του στενού φίλου τους, επιχειρηματία Ανδρέα Μπάρδη, για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) εισηγήθηκε σήμερα στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας ο εισαγγελέας της έδρας Αλέξανδρος Σπηλιώτης.

Η εκδικαζόμενη υπόθεση αφορά στην υπογραφή της σύμβασης το 2003 για τον εκσυγχρονισμό των 6 φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού με γαλλική εταιρεία. Σύμφωνα με τον εισαγγελικό λειτουργό η επίμαχη σύμβαση ήταν ζημιογόνος για το Ελληνικό Δημόσιο και στην αγόρευση του επισήμανε ότι ο πρώην υπουργός δωροδοκήθηκε και στη συνέχεια νομιμοποίησε τα χρήματα αυτά μέσω του φίλου του επιχειρηματία που τα κατέθεσε σε λογαριασμό Ελβετικής Τράπεζας.

Αρχικά ο εισαγγελέας, κατά την αγόρευσή του, αναφέρθηκε στο νομικό μέρος της υπόθεσης και εν συνεχεία στα πραγματικά περιστατικά για να οικοδομήσει την πρόταση του η οποία σε πολλά επιμέρους σημεία προκάλεσε την έντονη αντίδραση του συνηγόρου υπεράσπισης του Γιάννου Παπαντωνίου, Μιχάλη Δημητρακόπουλου.

Ακόμα, ο εισαγγελέας ανέτρεξε στο παρελθόν, λέγοντας: «Όλο αυτό το αφήγημα βγήκε στην επιφάνεια λόγω των ενεργειών της Τράπεζας της Ελβετίας που είδε τις ύποπτες συναλλαγές και θέλησε να δει τι κρύβεται από πίσω. Το τραπεζικό σύστημα της Ελβετίας είναι η καλύτερη ασφαλιστική δικλείδα στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Όταν όμως ο κατηγορούμενος επιχειρηματίας χρειάστηκε να δώσει εξηγήσεις είπε ότι αυτά έγιναν για λογαριασμό της Σταυρούλας Κουράκου που ήταν η πραγματική δικαιούχος. Τότε η Τράπεζα έκανε εκκαθάριση του λογαριασμού του και διαχώρισε τα προσωπικά του χρήματα που ήταν 660.000 ευρώ».

«Έχουμε αξιόποινες πράξεις των κατηγορουμένων μετά από όλα αυτά» διερωτήθηκε ο εισαγγελικός λειτουργός ο οποίος στην συνέχεια άρχισε να αποδομεί τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, λέγοντας: «Ο Γ. Παπαντωνίου λέει ότι τα ποσά αυτά ήταν δικά του, από τις αμοιβές της εργασίας του και την περιουσία της αποθανούσας συζύγου του. Το αφήγημα της οικογενειακής κατάστασης που μας περιέγραψε ήταν λίγο δυσνόητο».

«Είπε για κάποια αδελφή του πατέρα του στο Νίγηρα που είχε χρήματα και του έδινε. Αυτά τα χρήματα τα αποταμίευε είπε και μπόρεσε να εξοικονομήσει το ποσό αυτό. Βέβαια, δεν έφταναν αυτά τα χρήματα για να συμπληρωθεί το ποσό, έμενε ένα ποσό 700.000 ευρώ το οποίο είπε πως ήταν από την πρώην γυναίκα του την οποία είχε διευκολύνει να πληρώσει φόρους κληρονομιάς και του το επέστρεψε από το 1993-1997 που απεβίωσε. Το σύνολο το χρημάτων όπως δικαιολογούνται από τον κατηγορούμενο, είναι υπερδεκαετίας. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί με λογική ακολουθία ο ισχυρισμός ότι είχε κρατήσει μετρητά 2,5 εκ ευρώ σε διάστημα 15 χρόνων». Και τόνισε: όσα είπε στην απολογία του ο πρώην υπουργός δεν μπορούν να θεωρηθούν ειλικρινή» και τα χαρακτήρισε προσχηματικά.

Όμως, ο εισαγγελέας της έδρας, έθεσε νέο ερώτημα: «Και έτσι να ήταν τα πράγματα, αν τα χρήματα ήταν νόμιμα και φορολογημένα γιατί δεν τα πήγαινε μόνος του και έπρεπε να μπει στη μέση ο επιχειρηματίας. Ακόμη, και η θεία του αν ήθελε να τον βοηθήσει γιατί δεν άνοιγε ένα λογαριασμό και να τον βάλει συνδικαιούχο». Και προσέθεσε: «Η προέλευση των χρημάτων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με αυτό τον τρόπο».

Ο εισαγγελικός λειτουργός αναφέρθηκε στην συνέχεια στον τρόπο που φέρεται να τελέστηκε η πράξη της νομιμοποίησης, συνδέοντας την ευθέως με δωροδοκία από τη σύμβαση για τον εκσυγχρονισμό των φρεγατών, τονίζοντας: «Τα χρήματα μεταφέρονται στο υπουργείο, όχι στο υπουργικό γραφείο. Δεν πάει κανείς στο γραφείο του υπουργού να αφήσει τη “μίζα”. Τα λεφτά πληρώθηκαν από το Δημόσιο. Η απιστία από τη σύμβαση ήταν η γενεσιουργός αιτία της δωροδοκίας. Φρονώ ότι η κατηγορία έχει τελεστεί με αιτιολογική αναφορά και σύνδεση από την σύμβαση για ανανέωση των φρεγατών».

Σε άλλο σημείο ο κ. Σπηλιώτης τόνισε: «Δε μπορεί να λέμε ότι η δωροδοκία θα γίνει μέσω web banking! Είναι αφελές να πιστεύουμε κάτι τέτοιο. Αλλιώς γίνονται αυτές οι δουλειές, δια της μεταφοράς μετρητού χρήματος. Ο Μπάρδης λάμβανε χρηματικά ποσά μετρητά από τους Παπαντωνίου και Κουράκου και τα έβαζε στη Eurobank και μετά έφταναν στην Ελβετία. Ο Παπαντωνίου έδωσε στον Μπάρδη περίπου 2,5 εκ. ευρώ. Έπρεπε αυτά λεφτά να αποκτήσουν νομιμοφάνεια. Έγινε λοιπόν μια επένδυση σε ομόλογο που έχει το ρόλο ξεπλύματος».

Και κατέληξε ο εισαγγελέας της έδρας: «Προτείνω να κηρυχθούν ένοχοι και οι τρεις, όπως κατηγορούνται». Η δίκη θα συνεχιστεί με το νέο δικαστικό έτος και ειδικότερα, στις 10 Σεπτεμβρίου 2024 με αγορεύσεις δικηγόρων, ενώ ο τελευταίος λόγος θα είναι των δικαστών.

Διαβάστε ακόμη