Γυναίκα εισαγγελέας εργαζόταν με καθεστώς μερικής απασχόλησης, καθώς δεν πήγαινε στην Εισαγγελία και δεν ανέβαινε στην έδρα, αλλά μόνο επεξεργαζόταν δικογραφίες από το σπίτι της και αφού βγήκε σε εθελούσια έξοδο, αξίωσε από τον προϊστάμενο της Εισαγγελία (τον όποιο θεώρησε υπεύθυνο για την έξοδο της από τον εισαγγελικό κλάδο), αποζημίωση 1,1 εκατ. ευρώ, η οποία αντιστοιχούσε στους μισθούς τους οποίους θα ελάμβανε μέχρι την συνταξιοδότησή της μετά από 19 χρόνια και για την ηθική βλάβη που υπέστη.

Φυσικά, τόσο το Πρωτοδικείο όσο και το Εφετείο απέρριψαν την αγωγή της και ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την σε βάρος της εφετειακή απόφαση. Και οι τρεις δικαστικές δικαιοδοσίες, έκριναν ότι αρμόδια δεν είναι τα πολιτικά δικαστήρια, αλλά το Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας στο οποίο δικάζονται αγωγές κατά δικαστών και εισαγγελέων.

Το χρονικό της υπόθεσης

Η εισαγγελέας Πρωτοδικών στη Βόρεια Ελλάδα, επικαλούμενη λόγους υγείας επί σειρά ετών, δεν ανέβαινε στην έδρα και επεξεργαζόταν μόνο δικογραφίες στο σπίτι της.

Όμως, ο νέος προϊστάμενος της Εισαγγελίας μόλις ανέλαβε καθήκοντα, της είπε ότι δεν προβλέπεται από πουθενά η «μερική απασχόληση» των δικαστών και της υπέδειξε εθελούσια έξοδο. Παράλληλα, απέστειλε έγγραφο στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στο οποίο ανέφερε ότι οι λόγοι υγείας που επικαλείται η πρώην εισαγγελική λειτουργός ήταν ψευδείς.

Κατόπιν αυτών, η εισαγγελέας παραιτήθηκε, αλλά άσκησε αγωγή κατά του πρώην προϊσταμένου της. Στην αγωγή της ισχυρίστηκε ότι «αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας έχοντας κριθεί με απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής ανάπηρη με ποσοστό αναπηρίας άνω του 67%».

Όπως αναφέρει η ίδια, «παρά το σοβαρότατο πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε, συνέχιζε να εργάζεται, επεξεργαζόμενη δικογραφίες στην οικία της, δεν μετείχε όμως σε ακροατήρια, διότι αυτό ήταν αντικειμενικά αδύνατο ενόψει της κατάστασής της».

Ωστόσο, «η διαφοροποίηση αυτή των καθηκόντων που της ανατίθεντο από τους εκάστοτε, ενήμερους για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, προϊσταμένους της Εισαγγελίας Πρωτοδικών ήταν σε κάθε περίπτωση νόμιμη, ακριβώς επειδή εξακολουθούσε να είναι χρήσιμη στην υπηρεσία, ενώ ενήμεροι για την εν λόγω διαφοροποίηση των καθηκόντων της ήταν τόσο ο Εισαγγελέας, όσο και ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου».

«Δεν προβλέπεται μερική απασχόληση δικαστικού λειτουργού»

Όπως εξιστορεί στην αγωγή της, όταν ανέλαβε καθήκοντα ο νέος προϊστάμενος του Πρωτοδικείου, δεν συνέχισε να ρυθμίζει την υπηρεσία στην Εισαγγελία όπως γινόταν μέχρι τότε, δηλαδή να μην ανεβαίνει στην έδρα και να εργάζεται μόνο στο σπίτι της, επικαλούμενος ότι «δεν προβλέπεται μερική απασχόληση δικαστικού λειτουργού». Και της υπέδειξε ως λύση στο πρόβλημά της, «την εθελούσια έξοδό της από το σώμα», σύμφωνα με τις διατάξεων του νόμου 3630/2008 που προβλέπει τη διαδικασία «αποχώρηση από την υπηρεσία δικαστικών λειτουργών».

Στην αγωγή της, υπογράμμιζε ακόμη, ότι ο νέος προϊστάμενος συνέταξε και απέστειλε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών και στη Διεύθυνση Δικαστικών Λειτουργών, έγγραφο στο οποίο ανέφερε ότι «αν και συνέχιζε να μισθοδοτείται, δεν εμφανιζόταν αδικαιολόγητα στην υπηρεσία της», κάτι που για εκείνην «ήταν ψευδές» και γνώριζε ο προϊστάμενος της ότι ο ισχυρισμός του αυτός «δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια». Παράλληλα, ζήτησε την περικοπή των αποδοχών της, λόγω της μερικής απασχόλησής της.

Η πρώην εισαγγελέας χαρακτήρισε συκοφάντη τον προϊστάμενό της, σημειώνοντας, ότι «πέραν της συκοφαντικής» για εκείνην ενέργειάς του, η οποία είχε «ως αποτέλεσμα να κινηθεί σε βάρος της εξέταση, με αφορμή την αδικαιολόγητη εκ μέρους του έκδοση των εγγράφων του περί περικοπής του μισθού της», ισχυρίσθηκε επιπρόσθετα «και πάλι ψευδώς ότι η ίδια δεν εμφανιζόταν αδικαιολόγητα στην υπηρεσία της και δεν συμμετείχε λειτουργικά στις εργασίες της».

Υποστήριξε ότι μπορεί να εργάζεται κατ’ οίκον μέχρι να συνταξιοδοτηθεί

Η στάση που κράτησε ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας και «οι ενέργειές του, την εξώθησαν σε παραίτηση», δηλαδή σε εθελουσία έξοδο από το εισαγγελικό σώμα, υποστήριζε στην αγωγή της.

Δεν παρέλειψε να αναφέρει στην αγωγή της ότι «παρά την κατάσταση της υγείας της θα μπορούσε να απασχολείται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο (κατ’ οίκον), έως και την συνταξιοδότησή της (στο 67° έτος της ηλικίας της)». Όμως, λόγω «του εξαναγκασμού της σε παραίτηση» υπέστη «υλική ζημία ύψους 1.081.157,43 ευρώ, συνιστάμενη στη διαφορά των μισθών που θα ελάμβανε ως εισαγγελέας, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων», δηλαδή έως την ημερομηνία συνταξιοδότησής της, μετά από 19 χρόνια.

Επιπρόσθετα από την συμπεριφορά του προϊσταμένου της «υπέστη ηθική βλάβη», η οποία «ήταν συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του», καθώς «αφενός εμφανιζόταν η ίδια, στο χώρο της Δικαιοσύνης, ως ανάξια και αμελής εισαγγελική λειτουργός, αφετέρου εξαναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το εισαγγελικό σώμα».

Ζήτησε 1,1 εκατ. ευρώ

Έτσι, αξίωσε νομιμότοκα από τον προϊστάμενό της αποζημίωση για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστη, το ποσό των 10.000 ευρώ, όπως επίσης και το ποσό των 12.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίησή της, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη (συνολικά αξίωσε 1.103.157,43 ευρώ).

Το Α1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτηση με την οποία ζητούσε να αναιρεθεί η σε βάρος της εφετειακή απόφαση.

Οι αρεοπαγίτες έκριναν με τη σειρά τους ότι η συμπεριφορά που αποδίδει η πρώην εισαγγελέας στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας, εκδηλώθηκε στα πλαίσια των καθηκόντων του και κατά συνέπεια υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας (άρθρο 99 του Συντάγματος).

Επιπρόσθετα οι αρεοπαγίτες επέβαλαν στην πρώην εισαγγελέα τη δικαστική δαπάνη των 2.700 ευρώ.