Αν μη τι άλλο, μέσα σε όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα μας το τελευταίο χρονικό διάστημα, το γεγονός ότι είχαμε ταχύτερη του αναμενόμενου ανάκαμψη στο 2ο τρίμηνο του 2021, αλλά και ανάκτηση του προ πανδημίας επιπέδου οικονομικής δραστηριότητας, τροφοδοτεί την αισιοδοξία για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Όπως σημειώνει και το ΚΕΠΕ στην πρόσφατη έκθεσή του, ουσιαστικά αυτό που βλέπουμε είναι μια επαλήθευση της θεωρίας του ελατηρίου.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Και δεν είναι μόνο τα στοιχεία του τελευταίου τριμήνου που επαληθεύουν την εκτίμηση αυτή. Είναι και οι εκτιμήσεις των ξένων και εγχώριων οίκων και επενδυτικών τραπεζών που ανεβάζουν τον πήχη της ανάπτυξης για το 2021 γύρω στο 8%, αρκετά υψηλότερα από το αναθεωρημένο 6,1% της κυβέρνησης: στο 7,5% η Εθνική Τράπεζα, στο 7,8% η UBS, η Oxford Analytics και η Moody’s Analytics, στο 7,9% το ΚΕΠΕ , στο 8% το ΙΟΒΕ, στο 8,5% η Capital Economics και στο 8,6% η Scope Ratings. Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, είναι προφανές ότι η κρατική στήριξη των περίπου 40 δισ. ευρώ διέσωσε την παραγωγική βάση της οικονομίας, αύξησε σημαντικά τις καταθέσεις και συγκράτησε την ανεργία στο 13,9% τον Αύγουστο 2021, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο 11 ετών.
Ιδιωτική κατανάλωση και επενδύσεις
Ειδικά σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις του 2ου τριμήνου του 2021, πρωταγωνιστικό ρόλο στην αύξηση του ΑΕΠ είχαν η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις. Συγκεκριμένα, η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε αύξηση κατά 12,1% σε σχέση με το 2o τρίμηνο του 2020 και ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 37% την ίδια περίοδο. Το ΑΕΠ του 2ου τριμήνου του 2021 είναι υψηλότερο κατά περίπου 0,7% σε σύγκριση με το 4ο τρίμηνο του 2019. Η επίδοση αυτού του τριμήνου κατατάσσει την Ελλάδα -που το 2020 σημείωσε με βάση τα πρόσφατα αναθεωρημένα στοιχεία την 2η μεγαλύτερη ύφεση στην Ε.Ε. (9%)-4 σε ένα σύνολο 9 κρατών-μελών με υψηλότερο ΑΕΠ σε σύγκριση με πριν την εκδήλωση της πανδημικής κρίσης.
Την ίδια ώρα, μετά τη μικρή διόρθωση του Σεπτέμβριου, ο δείκτης οικονομικού κλίματος επέστρεψε τον Οκτώβριο στην ανοδική του πορεία και διαμορφώθηκε στις 112,4 μονάδες, όπως άλλωστε συνέβη στην Ευρωζώνη και γενικότερα στην Ε.Ε. Η ενίσχυση προήλθε από σημαντική βελτίωση των επιχειρηματικών προσδοκιών στη Βιομηχανία και στο Λιανικό εμπόριο, η οποία αντιστάθμισε τη νέα εξασθένιση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, σε συνέχεια της αρνητικής τάσης της από τον Ιούνιο, αλλά και την ήπια υποχώρηση στον κλάδο των Κατασκευών. Η αυξημένη κίνηση στο λιανικό εμπόριο και η παρατεταμένη ισχυρή άνοδος του τουρισμού, είναι βασικές αιτίες αυτών των τάσεων. Εξάλλου, η παγκόσμια οικονομία και το διεθνές εμπόριο συνεχίζουν να μεγεθύνονται με υψηλούς ρυθμούς, στηρίζοντας τη βιομηχανική παραγωγή.
Τα όρια της τρέχουσας ανάκαμψης
Όπως επισημαίνει σε σχετική ανάλυση και το Ινστιτούτο ΕΝΑ, οι παραπάνω εξελίξεις έχουν προκαλέσει ένα κλίμα ευφορίας σε επίσημους εγχώριους και διεθνείς θεσμούς, καθώς και αναλυτές, θεωρώντας τις πρελούδιο εισόδου της χώρας σε μια ισχυρή επενδυτική και αναπτυξιακή φάση διαρκείας. Εντούτοις, μια σειρά από ορατά όρια και ποιοτικά χαρακτηριστικά της τρέχουσας αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας ενδέχεται να αμβλύνουν μεσομακροπρόθεσμα
την οικονομική και κοινωνική της βιωσιμότητα και ανθεκτικότητα. Τμήματα ερευνών τραπεζών, δημοσιονομικοί θεσμοί και ερευνητικά ινστιτούτα κοινωνικών εταίρων, επισημαίνουν, με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση, μια σειρά από αδυναμίες και κινδύνους, συμβάλλοντας σε μια πιο ολοκληρωμένη αποτίμηση της υφιστάμενης κατάστασης και των μελλοντικών προκλήσεων.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Ινστιτούτου, συνολικά οι έκτακτοι παράγοντες που τροφοδότησαν συνδυαστικά την οικονομική ανάκαμψη, όπως η υλοποίηση αναβεβλημένων δαπανών, τα μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, η αύξηση καταθέσεων και η θετική επίδραση των αποθεμάτων στην αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου δύσκολα θα μπορέσουν να διατηρηθούν με την ίδια ένταση τους επόμενους μήνες. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε σύγκριση με
το 1ο τρίμηνο του 2021, η κατανάλωση των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 0,4% το 2ο τρίμηνο του τρέχοντος έτους παρά την άρση των περιοριστικών μέτρων το Μάιο του 2021. Το γεγονός αυτό ενδέχεται να αποτελεί προάγγελο σταθεροποίησης της ιδιωτικής κατανάλωσης μετά την ανάκτηση των «φυσιολογικών» της επιπέδων.
Είναι εξάλλου ενδεικτικό το γεγονός ότι τον Οκτώβριο είχαμε νέα επιδείνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, τάση που συνεχίζεται για πέμπτο μήνα. Αυτή η εξέλιξη που έχει πλέον συστηματικά χαρακτηριστικά αντανακλά την ανησυχία των νοικοκυριών για το πώς θα εξελιχθεί η κατάστασή τους μετά την πανδημία και καθώς τα περιθώρια για άμεσα μέτρα στήριξης αντικειμενικά εξαντλούνται. Πλέον ενσωματώνεται και προβληματισμός για την άνοδο των τιμών στην ενέργεια και άλλα αγαθά, καθώς και για την εξέλιξη της πανδημίας, με νέα επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων, ενώ το ποσοστό εμβολιασμού παραμένει χαμηλό.
Προβληματισμός σε παγκόσμιο επίπεδο
Αναλυτικότερα, υπάρχει έντονος προβληματισμός σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και στην Ελλάδα, από την επανεμφάνιση του πληθωρισμού. Η άνοδος του επιπέδου τιμών, σε βασικά προϊόντα και κυρίως στην ενέργεια, που σημειώνεται τους τελευταίους μήνες, ενδέχεται να επιβαρύνει σημαντικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς συμπιέζοντας εν τέλει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Ειδικά οι αυξήσεις στις τιμές εισαγόμενων πρώτων υλών/ενδιάμεσων αγαθών και στα μεταφορικά κόστη μετακυλίονται στις τιμές των εγχώριων προϊόντων και υπηρεσιών πλήττοντας την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων (λόγω της υψηλής ενεργειακής έντασης και εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας σε σύγκριση με άλλες οικονομίες), την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και την οικονομική ανάκαμψη συνολικότερα.
Εφόσον συνεχιστούν αυτές οι τάσεις, είναι πιθανή μια σημαντική κλιμάκωση προσεχώς των επιπτώσεών τους, στα νοικοκυριά όπως και τις επιχειρήσεις. Ήδη παρουσιάζονται δυσχέρειες διεθνώς στη λειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων, πλήττοντας κυρίως τη βιομηχανία και χώρες με υψηλή εξάρτηση από τις εισαγωγές. Σε ό,τι αφορά την πανδημία, η επόμενη δυναμική της σε συνδυασμό με τα δεδομένα από τον εμβολιασμό, είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για το αν θα είναι αναγκαία μέτρα που θα αποτρέψουν μια νέα έξαρση. Μαζί με την άμβλυνση των τρεχόντων προβλημάτων, οι αποφάσεις πολιτικής και οι μεταρρυθμιστικές τομές προσεχώς μπορούν να διευκολύνουν τη μετάβαση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στις συνθήκες της νέας κανονικότητας και να προετοιμάσουν την οικονομία για την επόμενη περίοδο.
Οι εξελίξεις στο δημοσιονομικό «μέτωπο» και οι προκλήσεις
Το ΚΕΠΕ σημειώνει ότι το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού που κατατέθηκε αναμένεται να αναθεωρηθεί στο τελικό σχέδιο του Προϋπολογισμού του 2022 τον Νοέμβριο ή στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης τον Απρίλιο του 2022. Οι αναθεωρήσεις αυτές αφορούν αναμενόμενες εξελίξεις που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν ή/και να μετρηθούν επακριβώς κατά την κατάρτιση του Προσχεδίου, καθώς τότε απλά διαφαίνονταν οι εξελίξεις αυτές. Οι αναθεωρήσεις αυτές αφορούν τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας που αναμένεται να είναι υψηλότερος για το 2021, αλλά χαμηλότερος για το 2022. Σχετικές αναθεωρήσεις έχουν ήδη κάνει οι διεθνείς Οργανισμοί (ΔΝΤ από 5% στο 6,5%).
Επιπλέον, αναμένεται αναθεώρηση των δαπανών προς τα πάνω, καθώς πιθανόν να χρειαστούν επιπλέον μέτρα για τη συγκράτηση των τιμών της ενέργειας, βασικών εισροών και αγαθών και του κόστους μεταφοράς, αλλά και μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τόσο για την πανδημία, όσο κυρίως για την μετά την πανδημία περίοδο και των προβλημάτων που έχει δημιουργήσει, όπως θέματα υγείας που είχαν παραμελήσει οι ασθενείς λόγω της πανδημίας, αλλά και θέματα τα οποία δημιούργησε η πανδημία, όπως προβλήματα ψυχικής υγείας λόγω της περιορισμένης κινητικότητας και του περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας που οδήγησε σε απώλεια εισοδήματος ή/και εργασίας αλλά και χρόνιες ασθένειες που προκλήθηκαν από τον κορωνοϊό σε όσους νόσησαν.
Αναμένεται θετική πορεία
Από κει και πέρα, η πορεία των δημοσιονομικών της χώρας τόσο στους τελευταίους μήνες του 2021 όσο και το 2022 αναμένεται να είναι θετική, καθώς η ελληνική οικονομία δείχνει να αντεπεξέρχεται παρά την επίδραση της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε. Σημαντικοί παράγοντες ανάκαμψης που αναμένεται να είναι και οι κινητήριες δυνάμεις για την περαιτέρω βελτίωση της ελληνικής οικονομίας είναι τα εξής, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ:
- Το άνοιγμα των οικονομικών δραστηριοτήτων, παρά την εξέλιξη της πανδημίας, οδηγεί σε βελτίωση των προσδοκιών για την πορεία της εγχώριας ζήτησης, των επενδύσεων, των εξαγωγών κλπ., οδηγώντας σε αυξημένους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ τόσο για το 2021 όσο και το 2022.
- Η σημαντικότατη ανάπτυξη του τουρισμού, εσωτερικού και εξωτερικού, που αναμένεται σε επίπεδο ταξιδιωτικών εσόδων να φτάσει στο περίπου 80% του 2019, αν συνεχιστεί η έλευση τουριστών, όπως φαίνεται από τις κρατήσεις, και στους επόμενους μήνες.
- Η περαιτέρω παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και το 2022 προνοεί για την αποφυγή τυχόν ανακοπής της πορείας οικονομικής ανάκαμψης από μια απότομη περιστολή της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής στα κράτη-μέλη, γεγονός που δίνει τη δυνατότητα στην ελληνική κυβέρνηση να παρέμβει όπου κριθεί απαραίτητο και να βοηθήσει την οικονομική δραστηριότητα.
- Ο επενδυτικός προσανατολισμός των Προϋπολογισμών τόσο του 2021, με την αύξηση των δαπανών του ΠΔΕ, καθώς και του Προσχεδίου για το 2022, που στηρίζεται τόσο στη δυναμική της ανάκαμψης του 2021, όσο και στους πόρους που θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
- Η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), που μέσω του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω της πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme) διευκολύνει την Ελλάδα, διατηρώντας το κόστος δανεισμού χαμηλά. Η πολιτική αυτή προβλέπεται να συνεχιστεί έως τουλάχιστον τον Μάρτιο του 2022, ενώ ακόμα και μετά τη λήξη του προγράμματος, η ΕΚΤ προτίθεται να επανεπενδύει τα εν λόγω ομόλογα του χαρτοφυλακίου της τουλάχιστον έως το τέλος του 2023, περίοδο κατά την οποία αναμένεται η ελληνική οικονομία να επανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και να συμπεριληφθούν τα ελληνικά ομόλογα στο τακτικό πρόγραμμα αγοράς της ΕΚΤ (Asset Purchase Program).
Η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ανισορροπίας
Στον αντίποδα, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, υπάρχουν και πηγές αβεβαιότητας που, αν επιβεβαιωθούν, θα οδηγήσουν σε επιβράδυνση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Πηγές αβεβαιότητας αποτελούν:
- Η πορεία της πανδημίας που, αν δεν αντιμετωπιστεί η έξαρση των κρουσμάτων, θανάτων και νοσηλειών, αλλά και η επιβράδυνση των εμβολιασμών, θα οδηγήσει σε ασφυξία το υγειονομικό σύστημα της χώρας και σε ανάγκη λήψης νέων μέτρων και περιορισμών.
- Η εξέλιξη του ρυθμού πληθωρισμού λόγω των ανατιμήσεων των διεθνών τιμών της ενέργειας και άλλων παραγωγικών εισροών που θα οδηγήσει σε αυξήσεις των τιμών των βασικών αγαθών και του κόστους μεταφοράς και κατά συνέπεια σε μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος.
- Ο ρυθμός ενεργοποίησης των σχημάτων στήριξης των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από
το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Οποιαδήποτε καθυστέρηση στην εκταμίευση κονδυλίων
από το Ταμείο μπορεί να επιβραδύνει τις προγραμματισμένες επενδύσεις και άρα να οδηγήσει σε επιβράδυνση της οικονομικής ανάκαμψης.
- Η εξέλιξη των γεωπολιτικών παραγόντων (Ανατολική Μεσόγειος, Τουρκία, μεταναστευτικό κλπ.) που μπορεί να αποτελέσουν σημαντική τροχοπέδη στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Επιπλέον, παρά την ισχυρή ανάκαμψη, το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος της Ελλάδας αυξήθηκαν μέσα από την κρίση και παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Η έντονη άνοδος του λόγου του δημόσιου χρέους καθιστά την οικονομία ευάλωτη σε νέες αρνητικές εξωτερικές διαταραχές. Τα προσωρινά μέτρα θα πρέπει να παραταθούν για όσο χρόνο είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθούν οι επιπτώσεις της απότομης απόσυρσής τους.
Κανένα περιθώριο χαλάρωσης
Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για χαλάρωση των πιο μακροπρόθεσμων στόχων όσον αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση ώστε οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την επόμενη δεκαετία να παραμείνουν διαχειρίσιμες. Εάν η Ελλάδα «καλύψει» γρήγορα το έλλειμμά της, και λαμβάνοντας υπόψη τα υψηλά ταμειακά της διαθέσιμα, η απώλεια πρόσβασης στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ μετά τη λήξη του PEPP, σε περίπτωση που αποφασιστεί, δεν θα αποτελεί απαραίτητα ανησυχία για τις αγορές.
Συναφής με το παραπάνω θέμα είναι και η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Πρόσφατη Έκθεση του Ευρωκοινοβουλίου φανερώνει τη μεγάλη πληγή της φοροδιαφυγής στις ευρωπαϊκές χώρες, με την Ελλάδα δυστυχώς να αναδεικνύεται «πρωταθλήτρια» στην Ευρωζώνη. Η έκθεση υπολογίζει πως η Ελλάδα χάνει ετησίως έσοδα 6 δισ. ευρώ από τη φοροδιαφυγή. Το ποσό αυτό την φέρνει πρώτη σε απώλειες ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης και δεύτερη συνολικά στην Ε.Ε., πίσω από τη Ρουμανία. Σύμφωνα με την έκθεση τα έσοδα από ΦΠΑ που θα μπορούσε να εισπράξει η χώρα μας το 2020 ήταν 21 δισ. ευρώ. Τα ποσά που κατέληξαν στα κρατικά ταμεία ήταν περίπου 15 δισ. ευρώ, δηλαδή παρατηρείται τεράστια απώλεια στα έσοδα από ΦΠΑ 6 δισ. ευρώ ή ποσοστό 28,5%. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σχεδόν 2,5 φορές στα έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ.
Πρόκειται για το λεγόμενο «κενό ΦΠΑ» που αποτυπώνει τη διαφορά μεταξύ των προσδοκώμενων και των πραγματικών εισπράξεων από τον ΦΠΑ, και όπως δείχνουν τα στοιχεία, σχεδόν 1 στα 3 ευρώ δεν εισπράττεται, με τη φορολογική συμμόρφωση να διαμορφώνεται στο 68%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, κανένα από τα κράτη της Ε.Ε. δεν πετυχαίνει το 100% των εισπράξεων του ΦΠΑ. Ωστόσο, η Ελλάδα θα μπορούσε να πετύχει υψηλότερα ποσοστά καθώς, όταν έμπαινε στην ΟΝΕ και μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τα ποσοστά φορολογικής συμμόρφωσης στο μέτωπο του ΦΠΑ έφθαναν και το 81%.
Οι εισπράξεις του ΦΠΑ
Εάν από τα 6 δισ. ευρώ που χάνει η χώρα από τις εισπράξεις του ΦΠΑ, εισέπραττε τα 4 δισ. ευρώ, τότε θα άνοιγε ο δρόμος για γενναίες φοροελαφρύνσεις αλλά και για την κατάργηση των φόρων που επιβλήθηκαν στα χρόνια των μνημονίων. Η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα ήταν πάντα μεγάλη, όπως και η παραοικονομία. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια το ύψος της, ειδικά στο πεδίο του ΦΠΑ, έχει μεγαλώσει. Πιθανόν αυτό να οφείλεται στους υψηλούς συντελεστές αλλά και στη μείωση των εισοδημάτων που ωθούν την αγορά, αλλά και τους ίδιους τους πολίτες, σε «μαύρες συναλλαγές.