Την κατάσταση στα ελληνικά media διεκτραγωδεί σε άρθρο της η Deutsche Welle, επισημαίνοντας ότι παραμένουν άκρως ζημιογόνα και ότι αυτοί που τα χρηματοδοτούν θέλουν βέβαια να περνούν τις απόψεις τους και να προωθούν τα συμφέροντά τους – οικονομικά και πολιτικά.
Η γερμανική κρατική ραδιοτηλεόραση αναφέρεται επίσης στο ρόλο της κυβέρνησης, τονίζοντας ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών ΜΜΕ ακολουθεί τη γραμμή και τη ημερήσια ατζέντα θεμάτων που προωθεί η παρούσα κυβέρνηση.
Το αποτέλεσμα είναι αυτό που διαπιστώνουν διεθνείς οργανισμοί: Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την ελευθερία (ανεξαρτησία) του Τύπου και στην 88η θέση της παγκόσμιας κατάταξης.
Σύμφωνα με την Deutsche Welle, το βασικό πρόβλημα των ΜΜΕ στην χώρα μας είναι ότι δεν μπορούν να βγάλουν τα λεφτά τους:
Η ελληνική αγορά είναι μικρή και τα ΜΜΕ πολλά. Οι ετων εφημερίδων έχουν καταρρεύσει – συνολικά οι ημερήσιες πουλάνε ημερησίως περί τα 25.000 φύλλα, έναντι 800.000 πριν από τρεις δεκαετίες. Παράλληλα, τα έσοδα των εφημερίδων από διαφημίσεις έχουν μειωθεί δραματικά.
Οι εφημερίδες
Η καραντίνα έδωσε τη χαριστική βολή στις εφημερίδες – κυκλοφοριακά και σε διαφημιστικά έσοδα. με την κυκλοφορία τους να είναι στα τάρταρα.
Στα χρόνια του διαδικτύου έχει κυριαρχήσει η “κουλτούρα του δωρεάν”.
Οι ιστοσελίδες προσφέρουν δωρεάν ενημέρωση, αλλά εξαρτώνται από τη διαφήμιση και αναγκαστικά αυτολογοκρίνονται για να μη θίξουν τους διαφημιζόμενους χρηματοδότες τους.
Η Deutsche Welle επισημαίνει ότι «για να επιβιώσουν τα ΜΜΕ στην Ελλάδα χρειάζονται συνεχή επιδότηση από τους ιδιοκτήτες τους και τη στήριξη του κράτους. Και είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, εκδότες και καναλάρχες, που συνήθως βγάζουν τα λεφτά τους από άλλες δραστηριότητες, επιδοτούν τις ζημιογόνες εφημερίδες τους από βαθιά αγάπη για την έγκυρη ενημέρωση του κοινού.
Ετσι οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί έγιναν όλο και πιο… στρατευμένοι υπέρ των συμφερόντων των ιδιοκτητών τους – επιχειρηματίες ή κόμματα».. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά
«Το κυρίαρχο στις αίθουσες σύνταξης δεν είναι η λογοκρισία, αλλά η αυτολογοκρισία. Ο δημοσιογράφος μαθαίνει να μην ενοχλεί τα αφεντικά του και τους φίλους των αφεντικών του».
Ο, τι μας συμφέρει
H DW υπογραμμίζει πως δημοσιογραφικές αποκαλύψεις, που κάποτε θα πρωταγωνιστούσαν σε όλα τα πρωτοσέλιδα, είτε δεν εμφανίζονται καν, είτε κρύβονται σε κάποιο μονόστηλο των μέσα σελίδων.
Αυτό έχει συμβεί κατά κόρον με το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων. Μάλιστα όταν κάποιο φιλοκυβερνητικό μέσο ενημέρωσης προβάλλει κάποια είδηση ενοχλητική για την κυβέρνηση, αυτό ερμηνεύεται αμέσως, ως κόντρα του ιδιοκτήτη του με το Μέγαρο Μαξίμου κι όχι ως δείγμα έγκυρης δημοσιογραφίας.
Σημειώνεται ότι δύο χρόνια μετά τις πρώτες αποκαλύψεις για την παρακολούθηση δημοσιογράφων από την ΕΥΠ και με το παράνομο λογισμικό κατασκοπείας Predator, δεν έχει λογοδοτήσει κανείς. Γενικά δεν έχει προσαχθεί κανείς στη δικαιοσύνη για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων.
Υπό διωγμό
Αντίθετα, δημοσιογράφοι σέρνονται στα δικαστήρια για συκοφαντική δυσφήμιση από τους πρωταγωνιστές των σκανδάλων – και ξοδεύουν πολύ χρόνο και πολλή ενέργεια για να αποκρούσουν τα αυτονόητα.
Όσο για την κυβέρνηση, αντί να προσπαθήσει να ρίξει φως στην υπόθεση, προσπαθεί να εξουδετερώσει τις ρυθμιστικές αρχές (για παράδειγμα την ΑΔΑΕ) που το προσπαθούν.
Λίστα Πέτσα και non papers
Στο ρεπορτάζ σημειώνεται πως οι κυβερνήσεις αλλά και τα κόμματα της εκάστοτε αντιπολίτευσης προσπάθησαν -και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχαν- να επιβάλλουν τα περιβόητα “non paper” – δηλαδή να στέλνουν “έτοιμη τροφή” στα δημοσιογραφικά γραφεία.
Αναφορά γίνεται και στη “λίστα Πέτσα”, με την οποία στη διάρκεια της πανδημίας κρατικό χρήμα κατευθύνθηκε πρωτίστως σε ΜΜΕ που ήταν πρόθυμα να υποστηρίξουν άκριτα την κυβερνητική γραμμή και να αγνοήσουν κάθε είδηση, που μπορεί να ενοχλούσε την κυβέρνηση.
Η κατρακύλα της χώρας στους δείκτες της ελευθεροτυπίας έγινε λόγω της εντυπωσιακής επιβολής μίας και μοναδικής ατζέντας.
Το σύνηθες είναι να εμφανίζονται οι ίδιες ιστορίες, με τον ίδιο τίτλο με την ίδια σειρά στις περισσότερες ιστοσελίδες.
Η άμεση αναπαραγωγή των “non papers”, κυρίως των κυβερνητικών, είναι κοινή πρακτική. Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, τα τηλεοπτικά κανάλια, οι μεγάλες εφημερίδες και τα ραδιόφωνα έχουν την ίδια γραμμή, τη γραμμή της κυβέρνησης.
Απέναντι υπάρχουν ελάχιστα αντιπολιτευτικά μέσα, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι πολύ κομματικά, σύμφωνα με την DW.
Διαβάστε ακόμη:
- Στους πιο ισχυρούς στρατούς του κόσμου για το 2024 η Ελλάδα
- Αντιεμβολιαστικός λαϊκισμός: Καβγάς Πολάκη – Γεροτζιάφα – Γιάμαλη για το εμβόλιο
- Ο Αταμάν αποκαλύπτει το τηλεφώνημα Ερντογάν και συνδέει τα Ελληνοτουρκικά με τον ΠΑΟ
- Eurovision: Οι γκάφες των σχολιαστών – Το Σαν Μαρίνο που έγινε «νησιωτική χώρα» και άλλα ωραία