Η Deutsche Bank ανακοίνωσε πως υπέβαλε αίτηση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την έγκριση δεύτερου προγράμματος επαναγοράς μετοχών, ενισχύοντας το σχέδιό της για αυξημένες αποδόσεις στους μετόχους. «Υποβάλαμε αίτηση στην ΕΚΤ για μια νέα επαναγορά για το δεύτερο εξάμηνο του έτους», ανέφερε ο διευθύνων σύμβουλος Κρίστιαν Ζέβινγκ, σε ομιλία που ετοιμάζεται να απευθύνει στη γενική συνέλευση μετόχων της τράπεζας στις 22 Μαΐου.
Η νέα επαναγορά θα έρθει να προστεθεί στο υφιστάμενο πρόγραμμα έως και 750 εκατ. ευρώ που ξεκίνησε τον Απρίλιο. Η τράπεζα έχει δεσμευθεί να επιστρέψει συνολικά περίπου 2,1 δισ. ευρώ στους μετόχους εντός του 2025, ποσό που περιλαμβάνει τόσο μερίσματα όσο και επαναγορές.
Στόχος τα 8 δισ. ευρώ έως το 2025
Η ενίσχυση των διανομών προς τους μετόχους αποτελεί κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής της Deutsche Bank, καθώς ο Ζέβινγκ επιδιώκει να ενισχύσει την αποτίμηση της μετοχής της. Η διοίκηση εμφανίζεται αισιόδοξη για την επίτευξη του στόχου διανομής συνολικά 8 δισ. ευρώ την πενταετία 2021–2025, ενισχυμένη και από την αυξημένη μεταβλητότητα των αγορών στις αρχές του έτους, που αύξησε τα έσοδα από το trading χρέους.
«Η πολιτική μας για διανομή του 50% των καθαρών κερδών που αποδίδονται στους μετόχους παραμένει αμετάβλητη», τόνισε ο Ζέβινγκ, προσθέτοντας ότι επιθυμεί η τράπεζα να διατηρήσει τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας CET1 μεταξύ 13,5% και 14%.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Bloomberg, το δεύτερο buyback για φέτος, καθώς και ένα ενδεχόμενο τρίτο το 2026, ενδέχεται να φθάσουν συνολικά τα 600 εκατ. ευρώ. Οι αναλυτές προβλέπουν κατά μέσο όρο ότι η φετινή δεύτερη επαναγορά θα ανέλθει στα 400 εκατ. ευρώ.
Αναφορές στους γεωπολιτικούς κινδύνους και το ρόλο της Ευρώπης
Ο Ζέβινγκ αναφέρθηκε επίσης στις γεωπολιτικές προκλήσεις που προκύπτουν από τις εμπορικές πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ, σημειώνοντας ότι έχουν ήδη προκαλέσει «σημαντική οικονομική ζημία». Παράλληλα, κάλεσε την Ευρώπη να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που γεννιούνται από την κρίση και εξέφρασε αισιοδοξία για την οικονομική δυναμική της ηπείρου, με επίκεντρο τη Γερμανία. «Η οικονομία μπορεί να ελπίζει σε ουσιαστική ώθηση, αρκετά ισχυρή ώστε να διαμορφώσει συνθήκες σταθερής ανάπτυξης και να επανατοποθετήσει τη Γερμανία ως κινητήρια δύναμη για την Ευρώπη», κατέληξε.