Η κλιματική αλλαγή, που κάποτε, ειδικά στην Ελλάδα, τη θεωρούσαμε απλώς ένα μακρινό σενάριο, είναι παρούσα και εδώ και μάλιστα με εκκωφαντικό τρόπο, έστω και αν βιώνουμε μόλις τις πρώτες καταστροφικές συνέπειές της.

Οι επιπτώσεις των ολοένα και συχνότερων ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως οι πλημμύρες, οι καύσωνες, ή οι χαμηλότερες αποδόσεις των καλλιεργειών, συνιστούν ήδη έναν τεράστιο κίνδυνο για την παγκόσμια κοινότητα.

Ο κυριότερος κατά πολλούς αναλυτές, απορρέει από το γεγονός ότι η αλόγιστη χρήση των φυσικών πόρων του πλανήτη, οδηγεί σε τεράστιες επενδύσεις για την προώθηση μιας οικονομίας μηδενικού ισοζυγίου άνθρακα, που με τη σειρά τους καταβροχθίζουν το μεγαλύτερο μέρος των διαθέσιμων δημόσιων και ιδιωτικών χρηματοδοτικών πόρων του πλανήτη.

Όμως, μία μεγάλη μερίδα οικονομολόγων και αναλυτών, θεωρεί ότι οι κίνδυνοι που οφείλονται στην διαταραχή της γεωργικής παραγωγής ανά τον κόσμο, θα αποδειχθούν πολύ μεγαλύτεροι, αν – ταυτόχρονα με τις πραγματικά “πράσινες” επενδύσεις – δεν διατεθεί πακτωλός κεφαλαίων, για τη στήριξή της.

Με στόχο να υπάρξει κατ’ αρχήν προστασία με κάθε διαθέσιμο μέσο της παραγωγής αγροτικών προϊόντων και ενίσχυση των μικρών ή μεγάλων παραγωγών με επιδοτούμενα κεφάλαια.

Μόνο έτσι εκτιμούν ότι θα υπάρξει μία ικανοποιητική σταθεροποίηση του κόστους παραγωγής, η οποία με τη σειρά της θα οδηγήσει σε σταθερότητα των τιμών και μείωση του σημερινού υψηλού πληθωρισμού, που κατατρώει δημόσιο και ιδιωτικό χρήμα, χωρίς όμως ουσιαστικά ή μόνιμα πολύ περισσότερο αποτελέσματα.

Μέχρι τότε, όμως, δεν διαφαίνονται ελπίδες αισθητής υποχώρησης των τιμών, ειδικά στα τρόφιμα κάθε κατηγορίας και προέλευσης, οι οποίες φουσκώνουν σαφώς λόγω της κλιματικής αλλαγής και των συνεπειών της στις καλλιέργειες, αλλά και λόγω της αδυναμίας (;) των κυβερνήσεων να αποτρέψουν τα πασιφανή φαινόμενα ακραίας κερδοσκοπίας είτε οι κλιματολογικές συνθήκες είναι ήπιες είτε συνοδεύονται από ακραία καιρικά φαινόμενα.

Παραδείγματα προϊόντων, όπως η ζάχαρη, το ρύζι, το καλαμπόκι, το σιτάρι (λόγω και του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά όχι μόνο), είναι χαρακτηριστικά, με τις τιμές τους στις αγορές να καθορίζονται αποκλειστικά σχεδόν από την επάρκεια των ποσοτήτων τους, συνεπεία των καιρικών συνθηκών στις μεγαλύτερες χώρες-παραγωγούς.

Διαβάστε ακόμη: