Αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα επέδειξε η ελληνική οικονομία τα τελευταία τέσσερα χρόνια, και παρά τα πολλαπλά σοκ, συμπεριλαμβανομένης της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, όπως αναφέρει σε ανάλυσή της η DBRS Morningstar.

Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ υπερέβη τον μέσο όρο της Ευρωζώνης κάθε χρόνο από το 2021, με τις τελευταίες προβλέψεις να δείχνουν ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί.

«Κατά την άποψή μας, αυτό είναι αποτέλεσμα της ανάκαμψης μετά από χρόνια αρνητικής ανάπτυξης, αλλά και της βελτίωσης των θεμελιωδών της μεγεθών λόγω δημοσιονομικών και οικονομικών προσαρμογών. Πλέον, οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας είναι περισσότερο προσανατολισμένες στις εξαγωγές και τις επενδύσεις, λιγότερο προσανατολισμένες στην κατανάλωση-χρέος και εμφανίζουν λιγότερες ανισορροπίες σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν. Η Ελλάδα ανέλαβε τρία προγράμματα προσαρμογής από το 2010 έως το 2018, εφαρμόζοντας μια σειρά οικονομικών, δημοσιονομικών και χρηματοπιστωτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα, τη δημοσιονομική της θέση και ενίσχυσαν τη χρηματοπιστωτική της σταθερότητα. Σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, η συνεχιζόμενη οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας αντιμετωπίζει αναδυόμενες προκλήσεις για τη διάρκεια και την ανθεκτικότητά της», εξηγούν οι αναλυτές.

Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων

«Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας και την αξιοποίηση των εξωτερικών κεφαλαίων θα στηρίξει περαιτέρω τις προσπάθειες της Ελλάδας να αντιμετωπίσει τις κληρονομιές της κρίσης, να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις διαρθρωτικές προκλήσεις και να διατηρήσει περαιτέρω την ανάπτυξη μετά τη λήξη των κονδυλίων της ΕΕ. Έχουν επίσης εφαρμοστεί πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στις αγορές προϊόντων και για να ανοίξουν προηγουμένως “κλειστά” επαγγέλματα”, βελτιώνοντας το επιχειρηματικό περιβάλλον της Ελλάδας. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών έχουν αυξηθεί σημαντικά φθάνοντας το 44% του ΑΕΠ το 2023 από 22% το 2010, προσεγγίζοντας τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 52%, σύμφωνα με τη Eurostat. Η παρατηρούμενη αύξηση των εισαγωγών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις υψηλότερες εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών, λόγω της αύξησης της επενδυτικής δραστηριότητας», τονίζει η DBRS.

Επενδύσεις

«Μετά από χρόνια φτωχών επιπέδων επενδύσεων στην Ελλάδα, ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου (ως ποσοστό του ΑΕΠ) άρχισε να αυξάνεται σιγά-σιγά το 2020. Από 12,3% το 2020 οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ έφτασαν το 15,2% το 2023 και αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, υποστηριζόμενες από την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0). Οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται θα βοηθήσουν την Ελλάδα να μειώσει το χάσμα της με τους Ευρωπαίους ομολόγους της τα επόμενα δύο χρόνια, η αύξηση των επενδύσεων θα εξαρτηθεί επίσης από την τραπεζική ικανότητα του τομέα να παρέχει πιστώσεις στις επιχειρήσεις, καθώς και την ικανότητα της χώρας να προσελκύει επενδυτές μεσοπρόθεσμα.

Προκλήσεις

Σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, η συνεχιζόμενη οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας αντιμετωπίζει αναδυόμενες προκλήσεις για τη διάρκεια και την ανθεκτικότητά της. Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων για την τόνωση των επενδύσεων και παραγωγικότητας και για την αξιοποίηση των εξωτερικών κεφαλαίων θα στηρίξει περαιτέρω τις προσπάθειες της Ελλάδας να αντιμετωπίσει με τις κληρονομιές της κρίσης, να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις διαρθρωτικές προκλήσεις και να στηρίξει περαιτέρω την ανάπτυξη πέραν της λήξης των κονδυλίων της επόμενης γενιάς της ΕΕ», καταλήγει ο οίκος αξιολόγησης.

Διαβάστε ακόμη: