Ανθεκτική και σταθερή χαρακτηρίζεται η πορεία των τεσσάρων μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών στο πρώτο εξάμηνο του 2025, σύμφωνα με την ανάλυση των οικονομικών αποτελεσμάτων για την Alpha Bank, τη Eurobank, την Εθνική Τράπεζα και την Τράπεζα Πειραιώς, αναφέρει σε νέο της σημείωμα η καναδική DBRS.

Όπως αναφέρει, οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν συνολικά καθαρά κέρδη ύψους 2,4 δισ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του έτους, αυξημένα κατά 4% σε ετήσια βάση.

Η ισχυρή επίδοση σε προμήθειες και έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις, σε συνδυασμό με τον αυστηρό έλεγχο του κόστους και τη σταθερότητα στο κόστος πιστωτικού κινδύνου, αντιστάθμισε την υποχώρηση των καθαρών εσόδων από τόκους.

Οι δείκτες ποιότητας ενεργητικού και το κόστος κινδύνου πλησιάζουν πλέον τον μέσο όρο της Ευρώπης.

Οι δείκτες ρευστότητας και χρηματοδότησης παραμένουν σε υγιή επίπεδα, ενώ η κεφαλαιακή επάρκεια του κλάδου χαρακτηρίζεται ως ισχυρή.

Όπως δήλωσε ο Andrea Costanzo, Αντιπρόεδρος της Διεύθυνσης Αξιολογήσεων Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων Ευρώπης:

«Η ανθεκτική επίδοση στο πρώτο εξάμηνο του 2025 οδήγησε σε ανοδική αναθεώρηση των στόχων κερδοφορίας για το σύνολο του έτους, κυρίως λόγω της ενισχυμένης πιστωτικής επέκτασης και της ευνοϊκής εξέλιξης στην ποιότητα ενεργητικού. Η ισχυρή κεφαλαιακή βάση, όπως επιβεβαιώθηκε και από τις επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών στα stress tests της EBA για το 2025 —οι οποίες ξεπέρασαν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο— προσφέρει τη στρατηγική ευελιξία που απαιτείται για το μέλλον».

Ισχυρά έσοδα από προμήθειες και χρηματοοικονομικές πράξεις

Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025, τα συνολικά έσοδα των τεσσάρων μεγάλων ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 3% σε ετήσια βάση, κυρίως λόγω της ενίσχυσης των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπές πηγές. Τα βασικά έσοδα (καθαρά έσοδα από τόκους και καθαρές προμήθειες) παρέμειναν σταθερά σε ετήσια βάση, καθώς η υποχώρηση των καθαρών εσόδων από τόκους (NII) αντισταθμίστηκε από την αύξηση των καθαρών προμηθειών. Σημαντική συμβολή στα αποτελέσματα είχε η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από τη Eurobank το τρίτο τρίμηνο του 2024, η οποία ενίσχυσε τα έσοδα στο πρώτο εξάμηνο του 2025.

Συνολικά, τα καθαρά έσοδα από τόκους μειώθηκαν κατά 2% σε σύγκριση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2024, λόγω της μείωσης των επιτοκίων (βλ. Διάγραμμα 3). Ωστόσο, η διατηρούμενη πιστωτική επέκταση, τα οφέλη από την αντιστάθμιση επιτοκιακού κινδύνου, το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης μέσω καταθέσεων και η υψηλότερη συμβολή από τίτλους σταθερού εισοδήματος μείωσαν τις πιέσεις στα NII. Αναμένεται ότι τα καθαρά έσοδα από τόκους θα συνεχίσουν να μειώνονται σε ετήσια βάση εντός του 2025, ωστόσο η παραγωγή νέων δανείων και η επανατιμολόγηση της χρηματοδότησης από καταθέσεις σε χαμηλότερο κόστος στο δεύτερο εξάμηνο του έτους θα συμβάλουν στην αντιστάθμιση των επιπτώσεων από τα χαμηλά επιτόκια.

Διαχειρίσιμοι οι πιστωτικοί κίνδυνοι

Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025, οι προβλέψεις για ζημίες από δάνεια (LLPs) παρέμειναν ουσιαστικά σταθερές σε ετήσια βάση, καθώς οι κίνδυνοι δανείων έχουν σταθεροποιηθεί και ο σχηματισμός νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα. Το μέσο κόστος κινδύνου (COR) διαμορφώθηκε στις 65 μονάδες βάσης για το α’ εξάμηνο του 2025, χαμηλότερο σε σύγκριση με τα επίπεδα των προηγούμενων ετών, γεγονός που υποστηρίχθηκε επίσης από την ισχυρή πιστωτική ανάπτυξη

Οι δείκτες ποιότητας ενεργητικού συγκλίνουν προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο

Το προφίλ ποιότητας ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών έχει σταθεροποιηθεί σε βελτιωμένα επίπεδα το τελευταίο διάστημα, χάρη τόσο στην οργανική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (workout activity), όσο και στις πωλήσεις NPEs, στον περιορισμένο σχηματισμό νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, στη δυναμική πιστωτική επέκταση και στην ενίσχυση των προβλέψεων.

Στο τέλος Ιουνίου 2025, ο μέσος μικτός δείκτης NPE διαμορφώθηκε στο 2,9% και ο καθαρός δείκτης στο 0,7%, έναντι 2,9% και 0,8% αντίστοιχα στο τέλος του 2024 (βλ. Διάγραμμα 6). Το μέσο ποσοστό κάλυψης των NPEs με βάση τις συνολικές προβλέψεις αυξήθηκε στο περίπου 78%, από 74% την ίδια περίοδο.

Ισχυρή κεφαλαιακή βάση

Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών είναι πλέον πιο ενισχυμένη σε σύγκριση με το παρελθόν, αντανακλώντας την αυξημένη παραγωγή κερδών, τη μείωση κινδύνων (de-risking), τις ενέργειες διαχείρισης κεφαλαίου, αλλά και παρά τις μεγαλύτερες αποδόσεις προς τους μετόχους, την απομείωση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTC), τις επιπτώσεις της Βασιλείας ΙV, τη σημαντική επέκταση του χαρτοφυλακίου δανείων και τις εξαγορές.

Στο τέλος Ιουνίου 2025, ο μέσος δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (CET1) διαμορφώθηκε στο 16,0%, ενώ ο μέσος συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας ανήλθε στο 20,7%, σε σύγκριση με 16,1% και 20,2% αντίστοιχα στο τέλος του 2024. Τα επίπεδα αυτά αντιστοιχούν σε μέσο κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας περίπου 600 μονάδων βάσης τόσο για τον δείκτη CET1 όσο και για τον συνολικό δείκτη.

Λαμβάνοντας υπόψη τα υφιστάμενα υψηλά κεφαλαιακά αποθέματα και τις προσδοκίες για συνεχιζόμενη οργανική δημιουργία κεφαλαίου στο προσεχές διάστημα, οι ελληνικές τράπεζες στοχεύουν να αυξήσουν σταδιακά τα ποσοστά διανομής κερδών τους (payout ratios) στα υψηλότερα επίπεδα στην Ευρώπη. Προς την κατεύθυνση αυτή, σημειώνεται ότι οι περισσότερες ελληνικές τράπεζες προτίθενται να προχωρήσουν σε ενδιάμεση διανομή μερίσματος από τα κέρδη του 2025 μέσα στο τέταρτο τρίμηνο, υπό την προϋπόθεση των σχετικών εγκρίσεων.

Παράλληλα, οι τράπεζες ενισχύουν τη χρήση επαναγοράς ιδίων μετοχών ως μέσο απόδοσης κεφαλαίου στους μετόχους.

Η ποιότητα του κεφαλαίου βελτιώθηκε περαιτέρω στο πρώτο εξάμηνο του 2025, κυρίως λόγω της ταχύτερης απομείωσης των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTC), στο πλαίσιο του νέου πλαισίου που εφαρμόζεται από το 2025. Στο τέλος Ιουνίου, οι DTCs αντιστοιχούσαν περίπου στο 46% του κεφαλαίου CET1, μειωμένες από 49% στο τέλος του 2024.

Η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων της EBA για το 2025 έδειξε καλύτερα αποτελέσματα για τις ελληνικές τράπεζες σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές , τόσο στο βασικό όσο και στο δυσμενές σενάριο.

Η κεφαλαιακή ενίσχυση για τον  δείκτη CET1 στο βασικό σενάριο εκτιμήθηκε σε περίπου 280 μονάδες βάσης έως το 2027 για το ελληνικό δείγμα, έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 130 μονάδων βάσης.

Στο δυσμενές σενάριο, η μέση μείωση κεφαλαίου για τις ελληνικές τράπεζες διαμορφώθηκε σε περίπου 134 μονάδες βάσης, σε σύγκριση με 300 μονάδες βάσης στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Η ευνοϊκή σύγκριση ισχύει επίσης και για τον πλήρως φορτωμένο δείκτη μόχλευσης, με αρνητική επίπτωση περίπου 16 μονάδων βάσης το 2027 στο δυσμενές σενάριο για τις ελληνικές τράπεζες, έναντι 80 μονάδων βάσης για τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Διαβάστε ακόμη: